Η αρχοντιά της παράδοσης και η σύγχρονη οπτική

Share:

2110284362231818941

Υπάρχει στην εποχή μας μια τάση (η οποία εκφράζεται και μέσα από διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές κυρίως Κυριακάτικες στο κανάλι της Βουλής, αλλά και στην ΕΡΤ3) η οποία θεωρεί ότι η παράδοση θα πρέπει να παραμένει αναλλοίωτη, περίπου σαν μουσειακό είδος ή και έκθεμα το οποίο θα μπορούν να το χρησιμοποιούν και να το απολαμβάνουν μόνο κάποιοι ικανοί και πεπαιδευμένοι. Αυτοί θα ξεχωρίζουν ασφαλώς από την πλειονότητα των ανθρώπων που απλώς θα επιθεωρούν τα εκθέματα αυτά χωρίς να αντιλαμβάνονται την ουσία τους και την πραγματική τους αξία στη διάρκεια του χρόνου. Υπό το πρίσμα αυτό η παράδοση αποκτά ένα νόημα αποξενωμένο από τη σύγχρονη πραγματικότητα, σαν να πρέπει οτιδήποτε παραδοσιακό να είναι ξένο προς τη σύγχρονή του εποχή.

Δεν είναι, όμως, αυτό το πραγματικό νόημα της παράδοσης. Στην πραγματικότητα την παράδοση θα πρέπει να τη χρησιμοποιούμε ως αφετηρία για να φτιάξουμε κάτι νέο, τέτοιο που θα μπορούν όλοι να το χρησιμοποιούν και να εξελίσσουν τον πολιτισμό της χώρας και του έθνους μας. Τα στοιχεία της παράδοσης (άυλα και υλικά) εξελίσσονται και θα πρέπει να τα χρησιμοποιούμε αναλόγως, ώστε να αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία θα χτιστεί μια νέα παράδοση, ως συνέχεια της προηγούμενης. Αν δεν ήταν έτσι, θα μιλούσαμε ακόμη τη γλώσσα του Ομήρου ή τη γλώσσα του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, θα φορούσαμε χιτώνες και οι γυναίκες θα έπρεπε να παραμένουν κλεισμένες στο γυναικωνίτη και να παραμένουν υπάκουες στον άνδρα (όπως αναφέρει ο Πλάτων στο διάλογό του, Μένων, αναφερόμενος στην αρετή της γυναίκας). Για να κάνω λίγο πιο απτά όσα λέω, ας πάρουμε για παράδειγμα τη μνημειακή μας παράδοση. Σε διάφορες πόλεις της χώρας μας υπάρχουν μνημεία παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, (αρχοντικά, χάνια, μοναστήρια και τόσα άλλα), τα οποία άλλες φορές διατηρούνται, άλλες φορές κατεδαφίζονται κι άλλες (λιγότερες δυστυχώς) αποτελούν αφετηρία έμπνευσης για νέους δημιουργούς που ξεκινούν από την παράδοση, τη «μπολιάζουν» με νέα στοιχεία και δημιουργούν έτσι κάτι σύγχρονο που μεταφέρει, όμως, μαζί του στην πορεία του προς το μέλλον και κάτι από την παράδοση.

 

Η πόλη μας, δυστυχώς, στις προηγούμενες δεκαετίες, κυριευμένη από μια φρενίτιδα αναζήτηση του (κακώς νοούμενου) εκσυγχρονισμού και της όσο το δυνατόν γρηγορότερης οικονομικής ανάπτυξης, δεν φρόντισε να αξιοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο την αρχιτεκτονική της παράδοση. Στη θέση των παλαιών συνοικιών και των λιθόκτιστων κατοικιών, αναδείχτηκαν κιβωτιόσχημες πολυκατοικίες οι οποίες σε καμία περίπτωση δε μπορεί να θεωρηθούν πως αποτελούν μέρος της παράδοσής μας. Έχασε, έτσι, την ευκαιρία να διατηρήσει κάτι από το χρώμα του παρελθόντος της, απαραίτητο για την προσέλκυση επισκεπτών σε πολλές περιπτώσεις. Ευτυχώς, όμως, υπήρξαν (πέρα από τις θλιβερές περιπτώσεις κτηρίων που έχουν αφεθεί στην τύχη τους, όπως το αρχοντικό Παπακώστα) και θετικές εξαιρέσεις ανθρώπων που προσπάθησαν να διατηρήσουν τα παραδοσιακά σπίτια που βρέθηκαν στην κατοχή τους (αρχοντικά και μη) και να τα καταστήσουν φορέα συνέχειας προς το μέλλον. Αναφέρομαι στις περιπτώσεις των κυρίων Τρουβά και Μιχάλη (η σειρά με σημείο αναφοράς τη χρονολογική κατάταξη των αρχοντικών τους) οι οποίοι με σεβασμό στην παράδοση διατήρησαν τα κτήρια τα οποία βρέθηκαν στην κατοχή τους, όχι τόσο ως μουσειακά κατασκευάσματα, όσο ως ζωντανά στοιχεία της δομής και της κοινωνίας της πόλης μας.

1c41 4c97 aa80 fbab6de74ad9 orig

Το αρχοντικό Τρουβά, στην οδό Ζαλόγγου 12, πίσω από τα κελιά της Παρηγορήτισσας, είναι ένα από τα παλαιότερα δείγματα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής στην Ήπειρο κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Φαίνεται ότι χτίστηκε στις αρχές του 19ου αιώνα, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι μεταξύ των αρχικών σανίδων του πατώματος βρέθηκε επτανησιακό νόμισμα που βρισκόταν στην κυκλοφορία μεταξύ 1819-1827. Επομένως θα πρέπει να χτίστηκε οπωσδήποτε πριν την επανάσταση, παραχωρήθηκε στη μονή Κάτω Παναγιάς (της οποίας μετόχι ήταν η Παρηγορήτισσα) πριν από το 1830, ενώ θα πρέπει να υπήρξε και έντονη οικοδομική δραστηριότητα (εκτεταμένες επισκευές ή και ανακατασκευή του κτηρίου) την περίοδο 1840-1850. Το κτήριο χαρακτηρίστηκε ως διατηρητέο μνημείο το 1962, χωρίς, όμως να καταστεί δυνατή η αναπαλαίωσή του ή η συντήρησή του ώστε να μπορεί να χρησιμοποιείται. Το 1998 περιήλθε στην κατοχή του σημερινού ιδιοκτήτη μετά από πλειοδοτικό πλειστηριασμό. Ο κ. Δημήτριος Τρουβάς ανέλαβε με πολύ μεγάλο σεβασμό και ιδιαίτερη φροντίδα την αποκατάσταση του κτηρίου σύμφωνα με τις προδιαγραφές του Υπουργείου Πολιτισμού, με την επίβλεψη ειδικών αρχιτεκτόνων καθηγητών Πανεπιστημίου, με αποτέλεσμα, μετά από μια εξαετή περίπου περίοδο ελέγχων και εγκρίσεων από τις αρχαιολογικές υπηρεσίες, το ΚΑΣ και το Υπουργείο Πολιτισμού, το κτήριο να παραδοθεί στον ιδιοκτήτη στα τέλη του 2006, πλήρως λειτουργικό και κατοικήσιμο. Περικλείεται από ψηλό μανδρότοιχο, διαθέτει αυλόθυρα με μορφή μνημειακού πυλώνα, εσωτερική αυλή, ισόγειο και έναν όροφο που σχηματίζουν Γ. Προσφάτως ο κ. Τρουβάς εξέδωσε ενημερωτικό και εξαιρετικά καλαίσθητο τεύχος με την ιστορία του κτηρίου, το ιστορικό αποκατάστασής του, καθώς και φωτογραφικό υλικό από την πρότερη και σημερινή κατάστασή του.

Το Αρχοντικό Μιχάλη στην Άρτα είναι ένα διατηρητέο κτίριο στην οδό Βλαχούτση 9, χτισμένο το 1860, πάνω σε σχέδια Ενετού αρχιτέκτονα. Σύμφωνα με άρθρο του Στ. Μπαρτζώκα, το αρχοντικό χτίστηκε από τον προπάππο του σημερινού ιδιοκτήτη. Στο τέλος της δεκαετίας του 30, το σπίτι περιήλθε στην κυριότητα του παππού του σημερινού ιδιοκτήτη, Αλκιβιάδη Μιχάλη και των γιων του. Επί Υπουργίας Μελίνας Μερκούρη, το κτήριο κρίθηκε διατηρητέο. Η πλήρης ανακαίνιση διήρκεσε από το 1997 έως το 2004, όταν αποκαταστάθηκε η σκεπή, οι υδραυλικές και ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις και οι οροφογραφίες από τον ζωγράφο Α. Λεβίδη. Το κτήριο στηρίζεται σε πέτρινες αψίδες και το κέλυφός του είναι πέτρινο. Εκτείνεται σε τέσσερα επίπεδα (υπόγειο, ισόγειο, ημιώροφο και δεύτερο όροφο). Η τεχνογνωσία των μαστόρων, η στατική σύλληψη και η αρχιτεκτονική εντυπωσιάζουν, δεδομένου ότι είναι χτισμένο πλάι σε ρέμα. Το ισόγειο επικοινωνεί με εσωτερική αυλή φυτεμένη με εσπεριδοειδή και με τον δεύτερο όροφο μέσω εσωτερικού κλιμακοστασίου που έχει διατηρηθεί στην αρχική του μορφή. Σήμερα η κεντρική του είσοδος βλέπει στην πλατεία Εθνικής Αντίστασης ενώ παλαιότερα έβγαινε στην οδό Βλαχούτση. Υπήρξαν άλλες δύο είσοδοι που οδηγούσαν σε καταστήματα του ισογείου. Σήμερα όλοι οι χώροι έχουν συμπεριληφθεί στην κατοικήσιμη επιφάνεια του κτιρίου.

Οι ιδιοκτήτες των αρχοντικών αυτών δεν έχουν στατική αντίληψη για την παράδοση. Προσφέρουν τη δυνατότητα στο δήμο να οργανώνει επισκέψεις στις οικίες τους, ενώ κατά καιρούς έχουν ανοίξει τις πύλες των κτηρίων για φωτογραφίσεις, πολιτιστικές εκδηλώσεις ή εκπαιδευτικές επισκέψεις. Η στάση τους είναι αξιέπαινη και ενδεικτική του πώς θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ορθά η παράδοση.

Δείτε εδώ κείμενα του κ.Κωσταβασίλη

Previous Article

Άμεση εξιχνίαση κλοπής περιπτέρου στη Θεσπρωτία

Next Article

Συναυλία εργαστηρίου χάλκινων πνευστών

Σχετικά άρθρα