Η Ιωάννα Ντούμπρου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Ιστορίες της έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά, έχουν βραβευτεί σε διαγωνισμούς και έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικούς τόμους. Για το πρώτο της μυθιστόρημα, Βορινή παραλία (Εκδόσεις Πατάκη, 2019), ήταν υποψήφια για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου στην πεζογραφία του περιοδικού Ο αναγνώστης. Έχει ταξιδέψει σε άλλες χώρες, στο φεγγάρι, στο παρελθόν. Ενίοτε, κάνει τα ταξίδια της βιβλία. Το δεύτερο μυθιστόρημά της, Αρκτικός, που κυκλοφόρησε φέτος από τις Εκδόσεις Πατάκη, μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.
Πώς ξεκινά η προετοιμασία συγγραφής ενός βιβλίου;
Από μια ιδέα, μια εικόνα, κάτι που πρέπει οπωσδήποτε να εξερευνήσεις. Για να γράψεις ένα βιβλίο πρέπει να είσαι ανοιχτός στον κόσμο. Πρέπει να αφήσεις κάτι να σε εκπλήξει ή να σε παρασύρει. Πολλές φορές, όμως, προετοιμάζεσαι και δεν συμβαίνει τίποτα για καιρό.
Τι σας ώθησε να γράψετε το μυθιστόρημα Αρκτικός;
Ένα πλοίο-φάντασμα. Ένα μικρό παγοθραυστικό-κρουαζιερόπλοιο που χάθηκε το 2013 στον Βόρειο Ατλαντικό. Προσπαθώντας να μάθω την ιστορία του, βρέθηκα στον Αρκτικό. Ύστερα ανακάλυψα ότι υπήρχαν πολλά τέτοια πλοία-φαντάσματα. Κι ύστερα ανακάλυψα τις εξερευνητικές αποστολές στον Αρκτικό Κύκλο. Είχα ανακαλύψει πολλά, μέχρι να εμφανιστεί η ηρωίδα μου.
Η ηρωίδα του βιβλίου είναι μια μοναχική γυναίκα, η οποία ψάχνεται να ανακαλύψει πράγματα που δε γνωρίζει. Αυτή τη γυναίκα είναι εύκολο να τη συναντήσουμε στην καθημερινότητά μας;
Μπορεί. Πώς όμως θα την αναγνωρίσουμε; Θα είναι φιλοπερίεργη. Θα γελάει συχνά, ενδεχομένως ξεκαρδιστικά. Θα αυτοσαρκάζεται. Θα τα πηγαίνει καλά με τον εαυτό της. Είναι η γυναίκα που κάθεται δίπλα μας στο θερινό σινεμά, η συμπαίκτριά μας στο πετάνκ, εκείνη που κάνει μαθήματα κεραμικής, η γυναίκα που λέει, ακόμα και αν είναι ενενήντα χρονών, «πάντα ήθελα να το δοκιμάσω αυτό».
Όταν συναντά τον σύντροφό της, αρχίζει να βλέπει διαφορετικά τον κόσμο. Η ύπαρξη ενός άνδρα αλλάζει μια γυναίκα προς το καλύτερο, θεωρείτε;
Δεν νομίζω ότι την αλλάζει προς το καλύτερο. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι η συντροφικότητα λειτουργεί σαν ενισχυτής. Ενισχύει αυτό που ήδη υπάρχει μέσα της.
Πλάθουν ταξίδια και καταλήγουν σε έναν απίθανο προορισμό. Πώς βρίσκουν την ψυχική και φυσική δύναμη να επιλέξουν να φτάσουν στον Αρκτικό;
Ωραία ερώτηση. Το πράγμα έχει ως εξής. Για να ταξιδέψεις πρέπει να ξεβολευτείς. Αν έχεις συνηθίσει να το κάνεις, κάθε ταξίδι είναι διαφορετικό, αλλά η μέθοδος είναι περίπου η ίδια. Έχεις την ψυχολογία του ταξιδευτή. Δεν έχει σημασία αν πηγαίνεις μια κοντινή εκδρομή ή μέχρι το Μάτσου Πίτσου. Ξέρεις τα βήματα. Ετοιμάζεις τη βαλίτσα ή το backpack, κάνεις την έρευνά σου. Τα εμπόδια δεν φαίνονται ανυπέρβλητα. Οι ήρωές μου έχουν ήδη κάνει όλα τα ταξίδια που ήθελαν και ο Αρκτικός είναι το υπέρτατο ταξίδι.
Γιατί ο νους ανοίγει με τα ταξίδια και την ανακάλυψη νέων τόπων;
Γιατί συναντάς το καινούργιο, το διαφορετικό, εκείνο που δεν έχεις συνηθίσει. Εκτίθεσαι σε νέες κουλτούρες, γλώσσες, αρχιτεκτονική, θρησκεία, φυσικό περιβάλλον. Αναγκαστικά βγαίνεις από τη γυάλα σου, από τον μικρόκοσμό σου. Αναθεωρείς βεβαιότητες, βάζεις νερό στο κρασί σου, προσαρμόζεσαι, μαθαίνεις πράγματα με ταχύτητα οπλοπολυβόλου, συνειδητοποιείς πιο έντονα από ποτέ ότι ζεις πάνω σε έναν πλανήτη.
Εντυπωσιακή είναι και η ξενάγηση στην Αγία Πετρούπολη. Είναι πράγματι τόσο όμορφη;
Αντικειμενικά είναι πολύ όμορφη, αλλά για μένα ένα μέρος «χρωματίζεται» από τους κατοίκους του.
Πώς μπορούμε να καλλιεργήσουμε την περιέργειά μας και να μην τη χάσουμε μεγαλώνοντας;
Το ταξίδι με πυρηνικό παγοθραυστικό γίνεται για να γνωρίσουν τον Αρκτικό. Πώς νιώθει κάποιος ζώντας σε μέρη που είναι απίστευτα όμορφα και εντυπωσιακά;
Νιώθει ότι βρίσκεται μπροστά σε κάτι τεράστιο, που ξεπερνά την κατανόηση του κόσμου. Ίσως πλημμυρίζει από θαυμασμό, από φόβο. Ίσως αισθάνεται μικρός, ασήμαντος και συνάμα μέρος του όλου. Είναι αυτό το συναίσθημα που αποκαλούμε δέος. Στο παρελθόν, οι άνθρωποι αισθάνονταν δέος κυρίως απέναντι στο Θείο, τον 18ο αιώνα όμως ο φιλόσοφος Έντμουντ Μπερκ κάθισε και μελέτησε το θέμα του δέους σε βάθος. Κι αυτό που είπε είναι ότι μπορούμε να αισθανθούμε δέος όχι μόνο μπροστά στα μεγάλα και τα εντυπωσιακά, αλλά και όταν βιώνουμε πιο απλές αντιληπτικές εμπειρίες. Σίγουρα αισθανόμαστε δέος όταν βρισκόμαστε στον Βόρειο Πόλο, στα Μετέωρα, στους καταρράκτες του Νιαγάρα ή μπροστά στο Ταζ Μαχάλ. Θα μου άρεσε, όμως, να καλλιεργήσουμε την αίσθηση του δέους όταν κοιτάζουμε έξω από το παράθυρο τους κεραυνούς που σκίζουν τον ουρανό μια χειμωνιάτικη νύχτα, όταν κοιτάζουμε τη θάλασσα, όταν προσέχουμε πόσο θεόρατος είναι ο ευκάλυπτος που συναντάμε εδώ και χρόνια στον δρόμο για τη δουλειά. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι το δέος δεν χρειάζεται να είναι ένα σπάνιο συναίσθημα. Το δέος καλλιεργείται και μπορεί να βρεθεί και στην καθημερινή ζωή.
Δεν υπάρχει ρίσκο στα μακρινά αυτά ταξίδια;
Υπάρχει, ναι. Γι’ αυτό και προετοιμαζόμαστε καταλλήλως. Κάνουμε εμβόλια (αν χρειάζεται), μελετάμε το μέρος και τι μπορεί να συναντήσουμε εκεί, παίρνουμε μαζί μας τα κατάλληλα ρούχα και πράγματα που χρειάζονται, είμαστε σε διαρκή επιφυλακή γιατί τα πάντα γύρω μας είναι πρωτόγνωρα. Η αλήθεια είναι ότι τα μακρινά ταξίδια καταπονούν τον οργανισμό λόγω των μεγάλων πτήσεων, της αλλαγής ζώνης ώρας, των καιρικών συνθηκών που επικρατούν στο μέρος που διαλέξαμε. Αν όμως θέλουμε διακαώς να ζήσουμε, έστω και για λίγο, μια μοναδική εμπειρία, πρέπει να βάλουμε στην άκρη τους φόβους μας και να πάρουμε το ρίσκο.
Άλλωστε, η περιέργεια ώθησε τον άνθρωπο στην εξερεύνηση και ανακάλυψη νέων τόπων, σωστά;
Μόλις συνδυάσατε δύο από τα αγαπημένα μου θέματα: την περιέργεια και την εξερεύνηση. Η περιέργεια, για την οποία θα μπορούσα να γράψω ολόκληρο βιβλίο, είναι στη φύση μας. Τα παιδιά, από την ημέρα που γεννιούνται, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να υπηρετούν την περιέργειά τους. Κάνουν χιλιάδες ερωτήσεις: Πώς λειτουργεί αυτό, γιατί συμβαίνει το άλλο. Κι ύστερα πράξεις, ας πούμε τι θα γίνει αν δοκιμάσω να κάνω αυτό το τρελό πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό. Όλη αυτή η ασίγαστη δίψα για πληροφορίες πηγάζει από το ότι θέλουν να μάθουν, να καταλάβουν, να συνδέσουν. Νομίζω πως η περιέργεια καθοδηγείται από την υπόθεση ότι το να μάθεις θα δημιουργήσει μια εσωτερική ανταμοιβή, την ανταμοιβή της ανακάλυψης. Ίσως γι’ αυτό η εξερεύνηση είναι εγγενής στην ανθρώπινη φύση. Στο παρελθόν, βέβαια, οι εξερευνητές ξεκινούσαν τα μακρινά ταξίδια τους για διάφορους λόγους. Κάποιοι αναζητούσαν νέους εμπορικούς δρόμους, κάποιοι ήθελαν να αποκτήσουν πλούτο και φήμη, άλλοι πάλι ήθελαν να διεκδικήσουν νέα εδάφη για τους ηγεμόνες τους. Πολλοί εξερευνητές, όμως, ξεκίνησαν για το άγνωστο απλώς και μόνο για την προσωπική συγκίνηση της ανακάλυψης. Στο πλαίσιο του βιβλίου, η ηρωίδα έχει διατηρήσει την ασίγαστη παιδική περιέργεια για τον κόσμο, παρά τα εβδομήντα της χρόνια. Κι αναρωτιέμαι: Πώς μπορούμε να καλλιεργήσουμε την περιέργειά μας και να μην τη χάσουμε μεγαλώνοντας;
Πώς θα φάνταζε να βουτήξεις στη θάλασσα του παγωμένου ωκεανού έστω για λίγο;
Είναι σαν να περπατάς πάνω σε μια παγωμένη λίμνη και ξαφνικά σπάει ο πάγος κάτω από τα πόδια σου. Είναι τρομακτικό ακόμα και να το σκέφτεσαι. Νιώθεις σαν να σε τσιμπάνε χιλιάδες βελόνες. Βέβαια, σε αντίθεση με την παγωμένη λίμνη, η βουτιά στον Αρκτικό γίνεται εκούσια. Και το ερώτημα είναι: Γιατί;
Ποια είναι η αντίδραση των αναγνωστών στο μυθιστόρημά σας;
Δείχνουν να απολαμβάνουν το ταξίδι. Επιβιβάζονται στον Αρκτικό από τα πιο απίθανα σημεία (όχι απαραιτήτως λιμάνια) και, όταν επιστρέφουν, φέρνουν μαζί τους ωραία σουβενίρ, που ούτε καν τα είχα φανταστεί.
Δείτε εδώ συνεντεύξεις του κ.Ιντζέμπελη