Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των επιτυχόντων στις πανελλαδικές εξετάσεις για τα ΑΕΙ, έφερε στο προσκήνιο το μείζον, κατά την άποψή μου, ζήτημα των προθέσεων που έχει η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας σχετικά με το μέλλον των δημόσιων πανεπιστημίων και δη των περιφερειακών. Το λέω αυτό, διότι και φέτος (πολύ περισσότερο από πέρυσι) εμφανίστηκε το φαινόμενο να μην καλύπτονται από φοιτητές οι θέσεις που προσφέρονταν σε πληθώρα τμημάτων, ακόμα και σε αυτά που θεωρούνταν μέχρι πρόσφατα μεγάλης ζήτησης (π.χ. στρατιωτικές σχολές). Όπως αναφέρει η Ένωση Ελλήνων Φυσικών σε αναφορά της προς το Υπουργείο Παιδείας (όπως δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα alfavita.gr), το ΥΠΑΙΘΑ εξήγγειλε 62.248 θέσεις εισακτέων σε Τμήματα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης κατά το ακαδημαϊκό έτος 2024-2025. Τελικά, καλύφθηκαν μόνο οι 52.128 θέσεις και απέμειναν κενές 10.120 θέσεις (16%). Σε 4 Τμήματα δεν υπάρχει ούτε μία/ένας επιτυχούσα/επιτυχών. Σε 20 Τμήματα επιτυχούσα/επιτυχών είναι 1. Σε 30 Τμήματα οι επιτυχούσες/επιτυχόντες είναι λιγότερες/λιγότεροι από 10».
Η κατάσταση αυτή γίνεται ακόμα περισσότερο ορατή όταν φτάνουμε να εξετάζουμε το δικό μας Πανεπιστήμιο, δηλαδή το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και, πιο ειδικά, τα τμήματά του που εδρεύουν στην Άρτα. Όπως αναφέρει η ιστοσελίδα artabest.gr, πάνω από 900 θέσεις νέων φοιτητών χάθηκαν από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, γεγονός που αποτελεί ισχυρό πλήγμα για το τοπικό εκπαιδευτικό ίδρυμα. Θύμα είναι για πρώτη φορά το Τμήμα Μουσικών Σπουδών. Το συγκεκριμένο τμήμα που θεωρείται από τα κορυφαία στη χώρα κάθε χρόνο ήταν υπερπλήρες.. Φέτος όμως καλύπτονται μόλις δέκα θέσεις από τις 137. Τα πράγματα για μία ακόμη χρονιά είναι δύσκολα στο Τμήμα Μηχανικών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών και Πληροφορικής καθώς εισάγονται μόλις 23 φοιτητές από τις 191 θέσεις. Όλοι μπορούμε να φανταστούμε ότι η κατάσταση αυτή οδηγεί σε μαρασμό και περαιτέρω υποβάθμιση τα συγκεκριμένα τμήματα. Ποιος μπορεί να είναι βέβαιος ότι το Υπουργείο θα στελεχώσει εγκαίρως τα τμήματα με προσωπικό, για 10 ή 20 φοιτητές/τριες; Και ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι μια ωραία πρωία δεν θα κριθεί από τους ιθύνοντες της κυβέρνησης ότι τα πανεπιστήμια αυτά δεν είναι βιώσιμα, άρα μπορούν να καταργηθούν; Και τότε ποιος εμποδίζει την οποιαδήποτε ηγεσία, στο πνεύμα της ορθολογικής εκμετάλλευσης των δημόσιων κτηρίων να «παραχωρήσει» (όλοι μπορούμε να φανταστούμε υπό ποιες συνθήκες) τα κτηριακά συγκροτήματα των πρώην δημόσιων πανεπιστημίων σε ιδιώτες που θα τα εκμεταλλευτούν προς όφελός τους; Τι φταίει για όλα αυτά; Καταρχάς η αναντιστοιχία των θεμάτων με τα διδασκόμενα στο σχολείο. Όπως τονίζει η ΕΕΦ, «είναι τουλάχιστον άδικο μαθήτρια/μαθητής που γνωρίζει άριστα το σχολικό βιβλίο και έχει ασκηθεί αποτελεσματικά στα θέματα της Τράπεζας Θεμάτων, να μην αξιολογείται θετικά στις πανελλαδικές εξετάσεις. Αυτό συμβαίνει γιατί τα ζητούμενα θέματα δεν έχουν καμία σχέση με εκείνα της ΤΘΔΔ και του σχολικού εγχειριδίου».
Σε ακόμα πιο σημαντικό βαθμό ευθύνεται η ελάχιστη βάση εισαγωγής η οποία είναι ένας συγκριτικός κόφτης. Και έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί τα θέματα, το να πιάσεις 10 φυσική και μαθηματικά δεν είναι καθόλου εύκολο. Ας πάρει κάποιος θέματα οποιασδήποτε χρονιάς και ας προσπαθήσει να καταλάβει απλά μια ερώτηση. Το λέω αυτό, διότι κάποιοι θα σπεύσουν να μιλήσουν για την απαιδευσιά και την αμορφωσιά των νέων. Το επιχείρημα ακούγεται καθημερινά: «αυτοί που γράφουν 2 και 3 δεν θα τελείωναν την σχολή και δεν πρέπει να τους πληρώνει ο φορολογούμενος». Υπενθυμίζω, όμως, ότι το νούμερο της ΕΒΕ είναι συγκριτικό με τους άλλους συνυποψηφίους και όχι με τις απαιτούμενες γνώσεις. Ας δούμε ένα παράδειγμα, όπως το έδωσε παραστατικά ο συγγραφέας Βασίλης Ραΐσης: «Έστω ότι ένας μαθητής επιθυμεί να εισαχθεί στην σχολή «Επιστήμη Ζωικής Παραγωγής». Δεν νομίζω ότι θα την λέγατε μια «άχρηστη» σχολή.[…] Όπως όλοι γνωρίζουμε η κτηνοτροφία πλέον απαιτεί γνώσεις: ο κτηνοτρόφος για είναι ανταγωνιστικός οφείλει να γνωρίζει από τροφές, φάρμακα, εγκαταστάσεις, δάνεια κοκ.[…] Για να δηλώσει το παιδί αυτή τη σχολή θα πρέπει να έχει μέσο όρο τουλάχιστον 9,56. Για να είμαι πιο ακριβής, αν δεν πιάνει 9,56 δεν μπορεί να δηλώσει καμία σχολή των κατευθύνσεων 2 & 3, των κατευθύνσεων δηλαδή που έχουν μαθηματικά και φυσική. […] Τα αντίστοιχα συμβαίνουν και στην θεωρητική κατεύθυνση. Αφού λοιπόν ο υποψήφιος δεν κατάφερε να λύσει ασκήσεις που δεν έχουν καμία σχέση με το βιβλίο του και με όσα διάβαζε όλη τη χρονιά, τότε σύμφωνα με τα κελεύσματα της αριστείας, πρέπει να παρατήσει το οικογενειακό όνειρο να εκσυγχρονίσει την δουλειά του (κτηνοτρόφου) πατέρα του. Αφού δεν έπιασε τον μέσο όρο που διαμορφώθηκε από φοιτητές που στόχευσαν τα Πολυτεχνεία και τα Πανεπιστήμια, δεν δικαιούται να σπουδάσει «Ζωϊκή παραγωγή». Αν έχει χρήματα, όμως, υπάρχουν άλλες ιδιωτικές σχολές. […] Παίρνει τα prospectus των κολλεγίων που υπόσχονται τον ουρανό με τα άστρα,[…] και θα σπουδάσει κάτι που έχει να κάνει με τα οικονομικά. […]Το παιδί στο τέλος, θα έχει ένα αναγνωρισμένο πτυχίο ανώτατης σχολής και θα ονειρεύεται ότι θα γίνει τόσο καλός, ώστε θα βγάζει χρήματα από ένα δομημένο ομόλογο που στοιχηματίζει στην πτώση των μετοχών της κρεατοβιομηχανίας, στην περίπτωση μολυσματικής ασθένειας».
Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα. Ποια μπορεί να είναι η λογική όσων εισηγούνται και εφαρμόζουν τέτοια μέτρα; Πώς μπορεί η ΕΒΕ και οι πανελλαδικές να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της πατρίδας μας, η οποία είναι ηλίου φαεινότερον ότι θα πρέπει να στοχεύσει στην ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα και των αντίστοιχων κλάδων βιομηχανίας; Πώς θα μπορέσει να αναπτυχθεί η οικονομία μας όταν τελικά οι απόφοιτοί μας καταλήγουν στο εξωτερικό ή στα τουριστικά επαγγέλματα, ενώ σχολές με παραγωγικές δυνατότητες (όπως η Γεωπονική της Άρτας) κινδυνεύουν να κλείσουν λόγω μιας νοοτροπίας που θέλει όλους να κρίνονται με κριτήριο ένα υποτιθέμενο «άριστα» το οποίο, μάλιστα, δεν προσδιορίζεται με κάποιο αντικειμενικό τρόπο; Δεν είναι πεδίο εφαρμογής κομματικών ή άλλων πολιτικών η Παιδεία. Θα έπρεπε να είναι η βάση σχεδιασμού του μέλλοντος της χώρας μας και ως τέτοια θα έπρεπε να σχεδιάζεται σε διακομματική βάση με προοπτική μακρόχρονη. Αλλά κάτι τέτοιο αποτελεί, δυστυχώς, όνειρο θερινής νυκτός!
Δείτε εδώ κείμενα του κ.Κωσταβασίλη