Από τη χαμηλή μακρόστενη τράπεζα της μονής έφτανε ως έξω σαν μουρμουρητό η αργόσυρτη ανάγνωση του μοναχού, ενώ η μικρή συνοδεία έτρωγε σιωπηλά. Όλη την πασχαλινή εβδομάδα, τη Διακαινήσιμη,«ήτις ως μία λαμπροφόρος ημέρα (του Πάσχα) λογίζεται»,γινόταν «εν τη τραπέζη παράκλησις τοις αδελφοίς μεγάλη εις πάντα». Μετά την αυστηρότατη τεσσαρακονθήμερη νηστεία της Σαρακοστής και την ακόμα αυστηρότερη της Μεγάλης Εβδομάδας, το τραπέζι τους ήταν γεμάτο με όλα τα (επιτρεπόμενα στους μοναχούς) καλά. Οι πέντε προσκυνητές μπήκαν στην αυλή του μικρού μοναστηριού και κοντοστάθηκαν διστακτικοί. Να χτυπήσουν και να διακόψουν ή να περιμένουν; Κάθισαν στο πεζούλι κουρασμένοι να πάρουν ανάσα. Είχαν περπατήσει από τη νύχτα αρκετές ώρες για να φτάσουν στην απόμερη σκήτη. Το λαμπριάτικο αγέρι σάρωνε ελαφρά την πλαγιά, ψηλαφούσε τα ιδρωμένα τους σώματα.
– Εγώ κρυώνω κιόλας, δεν το ρισκάρω άλλο! είπε ο πιο ανυπόμονος της παρέας. Θα χτυπήσω, δεν είμαστε δα και ξένοι!
Συγκατένευσαν όλοι σιωπηλοί. Κατακουρασμένοι από την πολύωρη πεζοπορία, δεν είχαν διάθεση να διαφωνήσουν με τον ανυπόμονο σύντροφό τους. Είχαν ήδη αντιληφθεί καθ’ οδόν τον αρκετά διεκδικητικό χαρακτήρα του. Έτσι σε λίγο βρισκόντουσαν καθισμένοι κι αυτοί στη μοναστική τράπεζα, δίπλα στη δωδεκάδα των φιλόξενων μοναχών, που τους υποδέχτηκαν με χαρά και τους αγκάλιασαν με γελαστά πρόσωπα. Μετά τη μικρή αναστάτωση, ο τραπεζάρης έφερε αμέσως πιάτα και φαγητό και γι’ αυτούς, ενώ ο αναγνώστης μοναχός συνέχισε την ανάγνωση που είχε διακοπεί. Οι προσκυνητές έσκυψαν σιωπηλοί στα πιάτα τους όπως και οι μοναχοί, που έτρωγαν χωρίς καθόλου θόρυβο, ακούγοντας προσεκτικά την ανάγνωση. Ο ταχθείς μοναχός είχε ήδη διαβάσει ένα μικρό κομμάτι από «την εις τας Πράξεις των αγίων Αποστόλων ερμηνείαν του Χρυσοστόμου», που θα την τελείωναν μέχρι των Αγίων Πάντων. Κατόπιν προχώρησε στην ανάγνωση του αββά Δωροθέου. Την είχαν ήδη αρχίσει από τη Μεγάλη Σαρακοστή, τη διακόψανε τη Μεγάλη Εβδομάδα και τώρα συνεχίζανε. Είχαν ήδη φτάσει στην έβδομη διδασκαλία του, «Περί του εαυτόν μέμφεσθαι». Ότι πρέπει να κατηγορούμε τον εαυτό μας. Οι αδελφοί είχαν τελειώσει το φαγητό και άκουγαν αμίλητοι την ανάγνωση, περιμένοντας να αποφάνε και οι επισκέπτες. Η βαρύτονη, ελαφρά βραχνή, φωνή του αναγνώστη μοναχού έφερνε γλυκιά νύστα στα βλέφαρά τους, καθώς βάραιναν από τις καθημερινές πανευφρόσυνες αναστάσιμες Λειτουργίες της Διακαινησίμου, που τις τελούσαν ανελλιπώς «όρθρου βαθέος», κατά την τάξη του μοναστικού τους προγράμματος. Η ανάγνωση είχε φτάσει στο σημείο, όπου ο αββάς Δωρόθεος ρωτάει: Γιατί ακούει κάποιος έναν προσβλητικό λόγο και δεν ταράζεται, σαν να μην τον άκουσε καθόλου; Και γιατί άλλες φορές ακούει τον ίδιο λόγο και ταράζεται αμέσως;Και απαντάει ο ίδιος:
Το πρώτο συμβαίνει, επειδή μπορεί να προσεύχεται τη στιγμή εκείνη και να έχει μέσα του γαλήνη μεγάλη και ειρηνική διάθεση. Έτσι ξεπερνάει τον κακό λόγο χωρίς ταραχή. Ή μπορεί να έχει πολλή συμπάθεια σε κάποιον και έτσι υπομένει ήρεμα κάθε κακή του συμπεριφορά. Μπορεί όμως και να περιφρονεί κάποιον τόσο πολύ, που να αδιαφορεί εντελώς γι’ αυτόν, να μην τον υπολογίζει καν για άνθρωπο και να μη δίνει καθόλου σημασία σε ό,τι λέει και κάνει, πράγμα φυσικά απαράδεκτο. Το δεύτερο πάλι (το να ταράζεται κάποιος από τον κακό λόγο του άλλου) συμβαίνει, επειδή την ώρα εκείνη δεν βρίσκεται ίσως σε καλή πνευματική κατάσταση, ή επειδή έχει κάποια αντιπάθεια για τον συγκεκριμένο άνθρωπο. Υπάρχουν βέβαια και άλλες αιτίες που προκαλούν την ταραχή. Αν θέλουμε όμως να μιλήσουμε καθαρά, η αιτία κάθε ταραχής από τον κακό λόγο ή την κακή συμπεριφορά του άλλου, είναι μία: «Το μη μέμφεσθαι εαυτούς». Επειδή δεν συνηθίσαμε να κατηγορούμε τον εαυτό μας και δεν μάθαμε να βλέπουμε τις αμαρτίες μας. Γι’ αυτό νιώθουμε όλη αυτή την ταραχή και δεν βρίσκουμε ποτέ ανάπαυση. Σε κάθε προσβολή, όποιος προλαβαίνει και κατηγορεί τον εαυτό του και παίρνει επάνω του τα σφάλματά του και θεωρεί ότι του αξίζει πράγματι το κακό που του συμβαίνει, αυτός δεν ταράζεται ποτέ… Ο ανυπόμονος προσκυνητής που μέχρι τότε, τρώγοντας σκυμμένος, άκουε σχεδόν αδιάφορα, σήκωσε ξαφνικά το κεφάλι του με έντονη την έκφραση της απορίας στο πρόσωπό του. Μια παρόρμηση να διακόψει την ανάγνωση τον κέντρισε, μα ένα βλέμμα από τον συμπροσκυνητή του απέναντι τον σταμάτησε. Ο μοναχός συνέχιζε την ανάγνωση.
Είπε ο αββάς Δωρόθεος: Μπορεί να πει κάποιος: Αν με στενοχωρήσει κάποιος και εξετάσω την καρδιά μου και βρω ότι δεν του έφταιξα πουθενά, πώς μπορώ τότε να κατηγορήσω τον εαυτό μου; Ο ανυπόμονος προσκυνητής δεν κρατήθηκε άλλο.
– Αυτό ακριβώς ήθελα να πω, γέροντα! είπε με έντονη φωνή, διακόπτοντας την ανάγνωση και απευθυνόμενος στον γερο-ηγούμενο της συνοδείας. Μου έχει συμβεί να με στενοχωρήσουν άνθρωποι που δεν τους έφταιξα εγώ καθόλου.
Ο παλιός γέροντας χαμογέλασε και του έκανε νεύμα να ακούσει και τη συνέχεια.
– Το εξηγεί όμορφα ο αββάς Δωρόθεος, είπε μαλακά. Μη βιάζεσαι!
Η βαθιά φωνή του μοναχού συνέχισε.
Αν εξετάσει κάποιος προσεκτικά, ειλικρινά και με φόβο Θεού τον εαυτό του, θα βρει σίγουρα ότι κάποια αφορμή θα έδωσε στον άνθρωπο που τον στενοχώρησε, είτε με κάποιο λόγο, είτε με κάποια ενέργεια και πράξη. Και αν όχι στην παρούσα συγκεκριμένη περίσταση, ίσως να τον στενοχώρησε κάποια άλλη φορά στο παρελθόν, είτε πάνω στο ίδιο θέμα είτε σε κάτι άσχετο, διαφορετικό. Ο προσκυνητής για δεύτερη φορά δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί.
– Μα εδώ είναι το θέμα, άγιε ηγούμενε! Υπήρξαν περιπτώσεις που μου φέρθηκαν άσχημα και με αδίκησαν άνθρωποι που δεν τους γνώριζα καθόλου. Άγνωστοι, που δεν τους έκανα ποτέ το παραμικρό κακό. Πώς μπορώ σε τέτοιες περιπτώσεις να κατηγορώ τον εαυτό μου και να πάρω πάνω μου το φταίξιμο;
– Υπομονή, παιδί μου, θα το λύσουμε το θέμα! είπε ο γερο-ηγούμενος και έκανε νεύμα στον αναγνώστη να συνεχίσει.
Συμβαίνει κάποτε, έλεγε ο αββάς Δωρόθεος, να μην έχει φταίξει κάποιος ποτέ απέναντι σ’ αυτόν που τον στενοχωρεί. Ίσως όμως να έχει φταίξει απέναντι σε κάποιον άλλον, οπότε και πάλι χρωστάει. Ή να έχει κάνει οποιαδήποτε άλλη αμαρτία. Είναι οφειλέτης στον Θεό. Αν λοιπόν, όπως προείπα, εξετάσει κάποιος τον εαυτό του με φόβο Θεού, θα τον βρει οπωσδήποτε φταίχτη. Ο προσκυνητής δεν φάνηκε να πείθεται.
– Ε, όχι, δεν είναι λογική αυτή! Δεν μπορώ να σκεφτώ μ’ αυτόν τον τρόπο εγώ ποτέ!
– Και γιατί παρακαλώ; ρώτησε ο γέροντας. Λίγες φορές φερθήκαμε ανάρμοστα απέναντι σε συνανθρώπους μας; Κι απέναντι στον Θεό; Κάθε μέρα, κάθε στιγμή δεν αμαρτάνουμε; Με σκέψεις, με λόγια, με έργα; Δεν είμαστε λοιπόν οφειλέτες, φταίχτες, απέναντι σε Θεό και ανθρώπους; Με ένα χρέος τεράστιο, συσσωρευμένο μια ολόκληρη ζωή; Ε, και ο Θεός διαχειρίζεται το χρέος μας με τον δικό του τρόπο. Θα του υποδείξουμε εμείς τί να κάνει; Θα κάνουμε κουμάντο στον Θεό εμείς; Οφειλέτες του είμαστε, του χρωστάμε. Μας βάζει να πληρώσουμε λοιπόν όπου θέλει, όπου κρίνει ότι είναι ωφελιμότερο για μας. Κάποιες φορές αλλού έχουμε φταίξει και αλλού ξεπληρώνουμε. «Εν άλλοις πταίομεν και εν άλλοις απολαμβάνομεν». Από ’κει που κάνει ο άνθρωπος δεν βρίσκει, από ’κει που δεν κάνει βρίσκει, λέει η παροιμία. Όταν βλέπουμε λοιπόν ότι δεν φταίμε σε κάποια περίσταση, ας σκεφτόμαστε ότι έχουμε φταίξει κάπου αλλού και μάλιστα πολλές φορές. Μας φαίνονται παράξενα και προκλητικά τα λόγια του αγίου;
– Η αλήθεια είναι πως ναι, δεν είχα σκεφτεί ποτέ με τέτοιο τρόπο, είπε μουδιασμένος λίγο τώρα ο προσκυνητής.
– Τί γιορτάσαμε την περασμένη εβδομάδα; Δεν είδαμε τον Χριστό να κάνει όχι μόνο όσα λέγει ο άγιος, αλλά πολύ περισσότερα;
Ο προσκυνητής τον κοίταξε με απορία.
– Εξήγησέ μας, γέροντα! του είπε.
– Μα θέλουν εξήγηση τα αυτονόητα; Πόσες βρισιές και προσβολές δέχτηκε ο Χριστός; Όσες μπόρεσαν να εφεύρουν τα διεστραμμένα μυαλά των όχλων. Χωρίς να φταίει καθόλου, όντας ο μόνος αναμάρτητος και αθώος. Εκείνος όμως στάθηκε μπροστά σε όλα σιωπηλός, ατάραχος. Σαν να ’ταν άξιος για κάτι τέτοιο. Σαν να ’ταν πράγματι φταίχτης, το σκουπίδι του κόσμου. Χωρίς καμμιά απολογία, χωρίς καμμιά κουβέντα για δικαίωση του εαυτού του. Έφτασε στην άκρα ταπείνωση. Αφέθηκε να τον θεωρήσουν παλιάνθρωπο. Σαν τον χειρότερο κακούργο. «Και μετά ανόμων ελογίσθη». Αλλά το ασυγκρίτως περισσότερο που έκανε, ήταν ότι πήρε πάνω του, όχι τις δικές του αμαρτίες που δεν είχε, αλλά τις αμαρτίες όλων των ανθρώπων. Από τον Αδάμ μέχρι τον τελευταίο άνθρωπο που θα υπάρξει στη γη. Στον Σταυρό ανέβηκε «ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου». Πώς είναι να σηκώνεις τις αμαρτίες όλου του κόσμου; Να θεωρείσαι ένοχος και φταίχτης για τις αμαρτίες όλων; Βαθύτατο μυστήριο, δυσθεώρητο στη δική μας αίσθηση, απρόσιτο στη μικρή μας λογική! «Το βάθος του μυστηρίου τούτου είναι αποκεκρυμμένον αφ’ ημών»(αγ. Σωφρόνιος).Οι αμαρτίες ενός και μόνο ανθρώπου, μια ολόκληρη ζωή, είναι αναρίθμητες. Οι αμαρτίες τώρα όλων των ανθρώπων, όλων των γενεών, πόσο να ζυγίζουν άραγε; Ποιος μπορεί να νιώσει τί αβάσταχτο βάρος σήκωσε Εκείνος; Τί πρωτάκουστο μαρτύριο, χωρίς να διαμαρτυρηθεί καθόλου; «Ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη και ως αμνός άφωνος…, ούτως ουκ ανοίγει το στόμα αυτού». Δεν εξαγριώθηκε, δεν άρχισε τις κατάρες για τους υβριστές του, δεν ταράχτηκε ούτε στο ελάχιστο. Σήκωσε τις ανείπωτες ύβρεις, τις άπειρες συκοφαντίες, το πρωτόγνωρο μαρτύριό του ήρεμος, γαλήνιος, ειρηνικός, συγχωρώντας μόνο με αγάπη και πόνο. Θεώρησε πως είναι πρέπον να πληρώσει Εκείνος για όλους. Κι εμείς δεν μπορούμε ούτε τις δικές μας αμαρτίες να παραδεχτούμε και να επωμιστούμε απέναντι στον Θεό! Ο προσκυνητής δεν το ’βαζε ακόμα κάτω.
– Γέροντα, είπε βιαστικά, δεν διαφωνώ πως ό,τι έκανε ο Χριστός είναι όντως ανεπανάληπτο. Μα δεν έπρεπε να τα κάνει αυτά; Και πώς μπορώ, άνθρωπος εγώ, να υπομείνω τέτοιες προσβολές που άντεξε Εκείνος ως Θεός;
– Θέλησε, δεν ήταν καθόλου υποχρεωμένος να τα κάνει αυτά. Εμείς χρωστούσαμε, όχι Εκείνος. Και πόνεσε σαν άνθρωπος. Όπως ακριβώς θα πονούσαμε κι εμείς. Ως άνθρωπος υπέφερε, όχι ως Θεός.
– Και πάλι, δεν μπορώ να φανταστώ άνθρωπο που θα μπορούσε να αντέξει τέτοιες προσβολές και συκοφαντίες.
– Έτσι νομίζεις; παρατήρησε ήρεμα ο γέροντας. Τα έργα που έκανε Εκείνος, μπορούμε να τα κάνουμε κι εμείς. Εκείνος είπε ότι μπορούμε και περισσότερα ακόμα. Κάθε καλό με τη δική του δύναμη το κάνουμε. Δεν άκουσες τί έκανε κάποτε ένας θαυμάσιος άνθρωπος του Θεού;
– Όχι, γέροντα. Δεν έχω κάτι ακουστά.
– Ανήκε στους μεγάλους ασκητές της αιγυπτιακής Θηβαΐδας. Ασκήτευσε στο όρος της Νιτρίας. Έμαθε την ασκητική ζωή από αλάνθαστο δάσκαλο, μαθητεύοντας κοντά στον άγιο Αντώνιο. Και έγινε και αυτός μεγάλος και τρανός σαν εκείνον. Φημισμένος για την ταπείνωσή του. Και όσοι τον γνώρισαν, έλεγαν γι’ αυτόν, «ότι γέγονε, καθώς εστι γεγραμμένον, Θεός επίγειος». Και όπως ο Θεός σκεπάζει τον κόσμο, έτσι ακριβώς και ο ταπεινός αυτός μοναχός σκέπαζε τα ελαττώματα των άλλων. Τα έβλεπε «ως μη βλέπων» και τα άκουγε «ως μη ακούων». Έπαιρνε το φταίξιμο πάνω του, αντί να βγάζει φταίχτες και να κατηγορεί τους άλλους. Ακούς, νεαρέ μου; Άκουσε τώρα τί τρομερό συνέβη στον μακάριο εκείνο άνθρωπο. Ήταν ακόμα νέος μοναχός και έμενε σε κελλί κοντά σε κατοικημένο τόπο στην Αίγυπτο. Στην κοντινή κωμόπολη δεν είχαν ιερέα και έτσι υποχρέωσαν τον ασκητή, παρά τη θέλησή του, να χειροτονηθεί. Για να εξυπηρετεί ως εφημέριος την κωμόπολη. Μα εκείνος, φιλέρημο τρυγόνι, εραστής της ησυχίας, δεν ήθελε να μπλέξει με τις φροντίδες του κόσμου. Αποφάσισε λοιπόν να μην ασκήσει συστηματικά το λειτούργημα της ιερωσύνης. Έτσι έφυγε κρυφά για να μονάσει σε άλλο τόπο. Ένας ντόπιος εκεί ευλαβής άνθρωπος προσφέρθηκε να τον εξυπηρετεί, να πουλάει δηλαδή τα μικρά του εργόχειρα και να του αγοράζει τα ελάχιστα προς το ζην αναγκαία. Δεν άργησε όμως ένας δυνατός πειρασμός να φέρει τα άνω κάτω στη ζωή του μοναχού. Στο κοντινότερο χωριό μια νεαρή κοπέλα, παρθένα, παραστράτησε, με αποτέλεσμα να μείνει έγκυος απ’ την παράνομη σχέση της. Όταν μεγάλωσε η κοιλιά της και δεν κρυβόταν πλέον άλλο το πράγμα, οι δικοί της πέσανε πάνω της να τη φάνε. Την πίεζαν να μαρτυρήσει ποιος το έκανε. Για να γλυτώσει η ίδια και να καλύψει τον πραγματικό δράστη, είπε ότι τη διέφθειρε ο ξένος αναχωρητής. Ξεσηκώθηκε αμέσως όλο το χωριό και ήρθαν καταπάνω στον ασκητή. Τον συνέλαβαν, κρέμασαν στο λαιμό του μαυρισμένες χύτρες και ξύλινες κουτάλες, τον έσυραν βίαια και τον διαπόμπευσαν κατόπιν σ’ όλα τα δρομάκια του χωριού, χτυπώντας τον συνεχώς και λέγοντας εν χορώ:
– Αυτός ο καλόγερος διέφθειρε το κορίτσι μας. Δώστε του! Βαράτε τον!
Τον χτύπησαν τόσο πολύ, που παρά λίγο να πεθάνει. Ευτυχώς κατέφθασε κάποια στιγμή ένας γέρος και τους σταμάτησε φωνάζοντας:
– Ως πότε πια θα χτυπάτε τον ξένο μοναχό;
Ο διακονητής που εξυπηρετούσε τον μοναχό ακολουθούσε πίσω του ντροπιασμένος. Τον έβριζαν κι αυτόν άσχημα και τον κορόιδευαν λέγοντας:
– Καμάρωσε τον αναχωρητή σου, που μας τον επαινούσες και τον είχες περί πολλού! Βλέπεις λοιπόν τί έκανε;
Εξοργισμένοι οι γονείς της κοπέλας φώναζαν:
– Δεν τον αφήνουμε από τα χέρια μας, αν δεν υποσχεθεί ότι θα ταΐζει από δω και πέρα την κόρη μας και θα τη συντηρεί. Και να βάλει και κάποιον εγγυητή γι’ αυτό. Ο αναχωρητής παρακάλεσε τότε τον διακονητή του να εγγυηθεί γι’ αυτόν. Εκείνος δέχτηκε και μόνο έτσι άφησαν τον μοναχό από τα χέρια τους. Υποβασταζόμενος από τον διακονητή, σύρθηκε με κόπο στο κελί του. Μάζεψε τρικλίζοντας όσα καλάθια και κοφίνια είχε έτοιμα και του τα έδωσε.
– Πάρτα, του λέει. Πούλησέ τα και δώσε στη «γυναίκα» μου να φάει.
Και έλεγε μέσα του διασκεδάζοντας το πράγμα:
– Ταλαίπωρε καλόγερε! Να λοιπόν, που βρήκες για τον εαυτό σου και γυναίκα. Δούλευε τώρα ασταμάτητα, για να την τρέφεις κι αυτήν.
Και εργαζόταν πλέον νύχτα-μέρα για να της στέλνει ανελλιπώς «διατροφή». Έφτασε όμως κάποτε ο καιρός της άθλιας εκείνης να γεννήσει. Την έπιασαν αβάσταχτοι πόνοι, σφάδαζε μέρες πολλές, βασανιζόταν φριχτά, μα γέννα πουθενά. Όλοι απορούσαν.
– Τί είναι τούτο πάλι; έλεγαν.
Μη αντέχοντας άλλο το φοβερό της μαρτύριο εκείνη, ομολόγησε τέλος την αλήθεια.
– Ξέρω πολύ καλά εγώ τί μου συμβαίνει, είπε μες στις σπαραχτικές της κραυγές. Δεν μού ’φτανε που έπεσα στην αμαρτία της πορνείας, αλλά συκοφάντησα και τον αναχωρητή. Δεν μου έφταιξε σε τίποτε ο άνθρωπος του Θεού. Κανένα κακό δεν μου έκανε ποτέ. Ό,τι είπα γι’ αυτόν ήταν ψέματα. Άλλος έκανε τη δουλειά, ένας νεαρός, ο «τάδε»… Μόλις η φοβερή ομολογία βγήκε από το στόμα της και έλαμψε η αλήθεια, έδωσε ο Θεός και η ταλαίπωρη λευτερώθηκε από τους πόνους που την έσφαζαν. Επιτέλους γέννησε. Γεμάτος χαρά ο διακονητής έφερε τα νέα στον αναχωρητή.
– Δεν μπόρεσε η «κυρά» μας να γεννήσει, μέχρι που ομολόγησε πως δεν της έκανες τίποτε κακό εσύ ποτέ, αλλά αυτή είπε ψέματα εναντίον σου. Το μαντάτο κυκλοφόρησε αστραπή. Όλο το χωριό ξεσηκώθηκε. Ξεκίνησαν όλοι τους για εδώ. Θέλουν να σε δοξάσουν τώρα και να σου ζητήσουν συγχώρηση. Να σου βάλουν μετάνοια για ό,τι σου έκαναν. Στα λόγια αυτά ο ταπεινός μοναχός τινάχτηκε όρθιος.
– Αυτό δεν πρέπει να γίνει ποτέ! είπε αποφασιστικά. Θα με στενοχωρήσουν πολύ αν κάνουν κάτι τέτοιο. Δεν έγινα καλόγερος για να με δοξάζουν. Μπορεί και να με καταστρέψει αυτό.
Ασπάστηκε γρήγορα με συγκίνηση και ευγνωμοσύνη τον διακονητή του. Τον ευχαρίστησε θερμά που έγινε συγκοινωνός του στη σκληρή δοκιμασία του. Χωρίς δεύτερη κουβέντα πήρε των ομματιών του και έφυγε.
Ο προσκυνητής δεν μιλούσε. Η διήγηση τον είχε επηρεάσει. Ο γέροντας συνέχισε.
– Μπορείς να νιώσεις τί σήμαινε για τον καλόγερο να συκοφαντηθεί με τέτοιο τρόπο; Να τον χτυπήσουν στο αδύνατο σημείο; Και όμως! Είδες πώς σήκωσε ατάραχος τη συκοφαντία, τις προσβολές, τη διαπόμπευση; Πήρε το σφάλμα επάνω του. Θεώρησε τον εαυτό του υπεύθυνο, αμαρτωλό, ότι του άξιζε κάτι τέτοιο. Σταυρώθηκε. Πώς να σκεφτόταν άραγε; «Ο Χριστός υβρίσθηκε χωρίς να φταίει καθόλου, όντας αναμάρτητος. Εγώ, γεμάτος αμαρτίες, να μην υβρισθώ; Ανεύθυνος μεν για τη συγκεκριμένη συκοφαντία, υπεύθυνος όμως έναντι του Θεού για πλείστες όσες άλλες αμαρτίες». Υπέμεινε με θαυμαστή καρτερία τη σταύρωσή του και έφτασε έτσι στην ανάσταση. Θαυμάσιος όντως άνθρωπος!
– Δεν θα μπορούσα εγώ να αντέξω τέτοιο πράγμα ποτέ! είπε τελικά ο προσκυνητής. Θα είχα γκρεμίσει το σύμπαν, αν μου συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ούτε να το φανταστώ δεν μπορώ!
– Γι’ αυτό μας κυνηγάει παντού η ταραχή. Δεν έχουμε ποτέ ειρήνη στην καρδιά μας. Δεν αναπαύεται η ψυχή μας πουθενά. Σε κάθε ενόχληση από τον αδελφό μας, μικρή ή μεγάλη, έρχονται τα άνω κάτω. Γινόμαστε αμέσως από δυο χωριά. Γιατί πασχίζουμε με κάθε τρόπο να βγάλουμε τον άλλο φταίχτη, να ρίξουμε σ’ αυτόν την ευθύνη. Στον εαυτό μας ποτέ. Και ας λένε οι άγιοι μας: Ό,τι κι αν πάθουμε, «εκ των αμαρτιών ημών πάσχομεν». Ξεχνάμε τον άγιο εκείνον που έλεγε: Ό,τι πρόβλημα και αν σου τύχει, να λες: «Διά τας αμαρτίας μου τούτο συνέβη».Δεν είναι ο άλλος που μας φταίει πραγματικά. Αλλά εμείς, οφειλέτες στο έπακρο, γεμάτοι αμαρτίες και πάθη, αφήσαμε τη μόνη ευθεία και πραγματική οδό που διδάσκουν οι Πατέρες μας, «το μέμφεσθαι εαυτούς», και ακολουθούμε τη στρεβλή οδό, «μεμφόμενοι τον πλησίον».
– Πολύ δύσκολο να το καταφέρουμε αυτό, γέροντα, αδύνατο θα έλεγα! είπε σκεφτικός τώρα ο προσκυνητής.
– Επειδή μας λείπει η αληθινή ταπεινοφροσύνη και δεν μπορούμε να παραδεχτούμε τα σφάλματά μας! απάντησε ο γέροντας. Οι άγιοι όμως το κατόρθωναν αυτό. Η ταπείνωση τούς έδινε αταραξία και γαλήνη σε ό,τι και αν τους συνέβαινε. Τους το αναγνώριζε ακόμα και ο αταπείνωτος διάβολος: «Όσα κάνετε εσείς μπορούμε να τα κάνουμε κι εμείς. Μόνο στην ταπεινοφροσύνη διαφέρετε από εμάς και μας νικάτε». Είναι σταυρός αυτό για τον εαυτό μας, ναι, ο πιο βαρύς, ο πιο μεγάλος. Μα εμείς θέλουμε να δικαιωνόμαστε πάντα. Απευχόμαστε, φοβούμαστε τη σταύρωσή μας. Όμως δεν έρχεται ανάσταση αλλιώς. Με τα τελευταία λόγια του ο ηγούμενος έδωσε το σύνθημα και σηκώθηκαν. Έψαλαν όλοι γεμάτοι ευφροσύνη το «Χριστός Ανέστη» και αποσύρθηκαν για λίγο στα κελιά τους, προτού καταπιαστούν με τα ποικίλα διακονήματά τους. Ο τραπεζάρης σήκωσε τα πιατικά και καθάρισε την τράπεζα, ενώ ο αρχοντάρης πήρε τους προσκυνητές για να τους δώσει δωμάτια στον μικρό ξενώνα.
Στο νοικοκυρεμένο προαύλιο της μικρής μονής, παρέα με τους άλλους ο ανυπόμονος προσκυνητής, ανάσαινε την ευωδιά της άνοιξης. Ο χειμώνας, η παγωνιά, είχαν περάσει. Μπουμπούκια και πρώιμα λουλούδια προμήνυαν με σιγουριά το ξανάνιωμα της φύσης. Πρόσεχε για πρώτη φορά τη σταυροαναστάσιμη αυτή πορεία, έμπαινε σιγά-σιγά στο νόημά της. Ο κόσμος μπρος του φάνταζε διαφορετικός, θαυμαστός, πρωτόγνωρος. Ένιωθε πιο ήρεμος από ποτέ. Στην καρδιά του πρόβαλε δειλά, μακρινό ψυχανέμισμα, ο ένθεος πόθος, να ’ναι κι αυτός μες στον ευλογημένο κόσμο του Χριστού!
π. Δημητρίου Μπόκου
Δείτε εδώ κείμενα του π. Δημητρίου Μπόκου