Α.
Η θεαματική πρόοδος της τεχνολογίας, με τον εξοβελισμό των χειρωνακτικών εργασιών και την αντίστοιχη εκμηχάνιση σχεδόν σε κάθε δραστηριότητα, έθεσε στο περιθώριο πληθώρα παραδοσιακών επαγγελμάτων, πολλά από τα οποία διασώζονται μόνο ως επίθετα (προφανώς η άσκηση τέχνης αφορούσε τους απώτατους συγγενείς).
Έτσι για παράδειγμα έχουμε τα επώνυμα: Αραμπατζής (καραγωγέας, αυτός που είχε αραμπά, κάρο), Χαλκιάς (σιδηρουργός), Καλιγάς (πεταλωτής), Κανατάς, Τενεκετζής (αυτός που φτιάχνει μεταλλικά αντικείμενα από λευκοσίδηρο), Γανωτής (αυτός που επικασσιτερώνει χάλκινα αντικείμενα), Σαμολαδάς (παραγωγός σησαμέλαιου), Σαράφης (αργυραμοιβός, αυτός που αντάλλασσε νομίσματα, δηλ. ο μακρινός πρόγονος των ιδιοκτητών ανταλλακτηρίων συναλλάγματος), Ταμπάκης (βυρσοδέψης, αυτός που κατεργάζεται δέρματα), Τουφεξής (οπλουργός), Κάπελας (ταβερνιάρης), Μποσταντζόγλου (ο γιος αυτού που είχε μποστάνια, κήπους), Βαγενάς (βαρελάς) κ.ο.κ. Βέβαια, πολλά επίθετα δηλώνουν επαγγέλματα που υπάρχουν και σήμερα (Μαραγκός, Μάστορας κ.λπ.), όπως βέβαια και σχετικά παράγωγα και σύνθετα (Καφετζόπουλος, Ψωμιάδης, Μαστρογιάννης, Δασκαλοθανάσης, Παπαδογιωργάκης κ.ά.). Φυσικά, υπάρχουν επίθετα αναγόμενα σε παλαιότερες ιστορικές περιόδους, για παράδειγμα τα βυζαντινοπρεπή Πρωτονοτάριος, Χαρτοφύλαξ κ.ο.κ.
Υπάρχουν βέβαια και ονόματα επαγγελμάτων που χάθηκαν όχι τόσο (ή όχι μόνο) επειδή εξέλιπε το επάγγελμα, αλλά επειδή εξελληνίστηκαν πολύ πρώιμα, ήδη από την εποχή του «καθαρισμού» του 19ου αιώνα. Αυτά μόνο στη λαϊκή γλώσσα ή σε κάποια επώνυμα μπορούμε να ανιχνεύσουμε πλέον την παρουσία τους. Μερικά παραδείγματα: αβτζής «κυνηγός» (< τουρκ. avcı), εκμεκτσής «ψωμάς» (< τουρκ. ekmekci), εσκιτζής «παλαιοπώλης» (< τουρκ. eskici), ζαπτιές «χωροφύλακας» (< τουρκ. zaptiye), καβάφης «παπουτσής» (< τουρκ. kavaf), καζάζης «μεταξάς» (< τουρκ. kazaz), κιρατζής «αγωγιάτης. μεταφορέας» (< τουρκ. kiracı), μπαξεβάνης «κηπουρός» (< τουρκ. bahçıvan), νοτάριος «συμβολαιογράφος» (< λατ. notarius), σπετσέρης «φαρμακοποιός» (< ιταλ. spezieri, πληθ.), τερζής «ράφτης» (< τουρκ. terzi), τζελέπης «ζωέμπορος» (< τουρκ. celep) κ.ά.
Είναι ενδιαφέρον ότι ακόμη και μια ολόκληρη περιοχή συχνά παίρνει το όνομά της από το επάγγελμα των πρώτων οικιστών της ή από την κύρια επαγγελματική ασχολία των κατοίκων της. Ήδη στην αρχαιότητα έχουμε τοπωνύμια όπως Κεραμεικός (<κεραμικός, ως τόπος αγγειοπλαστών), Ναύπακτος («ναυπηγείο»), Οινούσσες (από τη λέξη οἶνος, λόγω της παραγωγής κρασιού), Ερέτρια (<ἐρέτης «κωπηλάτης») κ.λπ. Στις μέρες μας συναντούμε τοπωνύμια όπως Ζευγολατιό Κορινθίας, αλλά και (στα κατοπινά χρόνια) Δικηγορικά Βούλας, Αστυνομικά Ηλιούπολης, Καμίνια Πειραιά, Λαδάδικα Θεσσαλονίκης, Κυψέλη στην Αθήνα κ.ά. Υπάρχουν μάλιστα και πολλές ενδιαφέρουσες ειδικότερες περιπτώσεις, που η σημασία τους χάνεται εντελώς μέσα στον χρόνο. Δύο απλά παραδείγματα: Ο Μυστράς ίσως προέρχεται από τη λέξη μυζήθρα (< μυζηθράς), λόγω της παραγωγής εκεί του ομώνυμου γαλακτοκομικού προϊόντος, αλλά και το όνομα Ταταύλα της Κωνσταντινούπολης θεωρείται ότι ανάγεται στη φράση τατάβλα, από το τουρκ. tavla «στάβλος». Περιττό, βέβαια, να υπενθυμίσουμε ότι ακόμη και ο ίδιος ο χώρος ενός/μιας επαγγελματία μπορεί να χαρακτηρίσει μειωτικά έναν άλλο ή ακόμη και μια κατάσταση ή και μια χώρα – αρκεί να αναλογιστούμε την έδρα άσκησης του αρχαιότερου επαγγέλματος…
Β.
Στο παρόν άρθρο όμως θα σταθούμε περισσότερο στη μετωνυμική χρήση των επαγγελμάτων, ως γλωσσικών μηχανισμών υποτίμησης του άλλου. Αυτή η γλωσσική διάσταση του ονόματος των επαγγελμάτων προήλθε από την ίδια την κοινωνική πραγματικότητα, αφού είναι χωρίς αμφιβολία πανίσχυρες οι στερεοτυπικές αντιλήψεις σχετικά με ορισμένα από αυτά (π.χ. –Γιατρός είναι, αλλά βρίζει σαν νταλικέρης // –Πολύ ψιλή φωνή έχει ο νέος βιολόγος… –Κι εγώ για… κομμωτή τον κόβω!), όπως επίσης και το αυξημένο κοινωνικό γόητρο που έχουν ορισμένα (π.χ. γιατροί, δικηγόροι – συχνά σε συναναφορά), σε αντίθεση με άλλα (σκουπιδιάρης, αχθοφόρος/βαστάζος, βοθρατζής κ.λπ.). Στον μηχανισμό δημιουργίας υποτιμητικών χαρακτηρισμών για τα επαγγέλματα σημαντικό ρόλο παίζουν τόσο η προσπάθεια υποβιβασμού του άλλου, όσο –και κυρίως– το στοιχείο της υπεργενίκευσης. Το αποτέλεσμα είναι ότι στη γλωσσική φαρέτρα των μειωτικών χαρακτηρισμών έχουν πολύ βασική θέση τα επαγγέλματα, ως βασικό ταυτοτικό στοιχείο του κάθε ανθρώπου.
Είναι ενδιαφέρον από αυτή την άποψη ότι η επίσημη ορολογία των επαγγελμάτων σε δημόσια έγγραφα κατά κάποιο τρόπο τα εξευγενίζει από τις υποτιμητικές τους υποδηλώσεις: ευπρεπίστρια η καθαρίστρια, οδοκαθαριστής ο σκουπιδιάρης, ιερόδουλη η πόρνη, αυτοκινητιστής ο ταξιτζής ή ο φορτηγατζής, ελαιοχρωματιστής ο μπογιατζής, κρεοπώλης ο χασάπης, οπωροπώλης ο μανάβης, παντοπώλης ο μπακάλης κ.ο.κ. Κάποια δε εξ αυτών ξενίζουν με τη λόγια μετονομασία τους: καθεκλοποιός ο καρεκλάς, κλειθροποιός ο κλειδαράς, εφαπλωματοποιός ο παπλωματάς κ.λπ. Δεν είναι μάλιστα τυχαίο που πληθώρα επαγγελμάτων που έχουν μειωτική χρήση προέρχονται από την τουρκική γλώσσα, σαν να αποτελεί η καταγωγή τους ένα πρόσθετο απαξιωτικό στοιχείο.
Μια αδρομερής παρουσίαση περιλαμβάνει τα ακόλουθα επαγγέλματα, με προφανή τον στόχο υποτίμησης όσων τα ασκούν:
- αλμπάνης: (παλαιότερα) ο πεταλωτής και πρακτικός κτηνίατρος ιπποειδών // (γενικά) οποιοσδήποτε δεν είναι καλός επαγγελματίας. –Ρε συ, την είδες την οδοντοστοιχία της Ζωής; Σαν άλογο είναι! Ποιος ξέρει σε ποιον αλμπάνη πήγε…
- γραφιάς: υπάλληλος γραφείου, γραφειοκράτης. –Η επιδότηση για την επένδυσή μας στην Αλεξανδρούπολη έχει εγκριθεί εδώ και μήνες, αλλά μη μπλέξεις με γραφιάδες του Δημοσίου…Ας σημειωθεί πάντως ότι πολλοί συγγραφείς κειμένων που ζουν επαγγελματικά από τη συγγραφή (π.χ. αρθρογράφοι εφημερίδων), αυτοπροσδιορίζονται ως «γραφιάδες», προσδίδοντας στον όρο έναν μάλλον λαϊκό παρά μειωτικό χαρακτήρα.
- γυρολόγος: (παλαιότερα) πλανόδιος μικροπωλητής // (μεταφορικά) ο καιροσκόπος, αυτός που αλλάζει τις απόψεις του: «Απαξιώ να απαντήσω στον πολιτικό γυρολόγο», δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών, όταν του ζητήθηκε να σχολιάσει τις δηλώσεις τού μέχρι πρότινος βουλευτή του ίδιου κόμματος.
- δικολάβος: (παλαιότερα) εμπειρικός δικηγόρος, αυτός που, χωρίς σπουδές νομικής, αναλάμβανε υπεράσπιση κατηγορουμένων σε ήσσονος σημασίας δίκες // ο δικηγόρος που δεν έχει επιτυχίες στις υποθέσεις που αναλαμβάνει. –Άθλιε δικολάβε! Δεν φτάνει που μου πήρες 10 χιλιάρικα, καταδικάστηκε κι ο γιος μου για μια βρισιά!
- θεατρίνος/α: ηθοποιός. –Άκου να δεις! Εμείς σε σπουδάσαμε για να γίνεις φιλόλογος, όχι θεατρίνα! Όπως και με το γραφιάς, η λέξη χρησιμοποιείται από πολλούς ηθοποιούς ουδέτερα ως λαϊκός αυτοπροσδιορισμός.
- καραβανάς: στρατιωτικός. –Η αδερφή μου γνώρισε έναν καραβανά, σκέφτονται να παντρευτούν.
- καραγκιοζοπαίχτης: γελοίος. –Μην ασχολείσαι! Είναι μεγάλος καραγκιοζοπαίχτης αυτός ο ποινικολόγος! Τον ξέρω από τότε που σπουδάζαμε στη Νομική. Αξιοπρόσεκτη η εν εξελίξει σημασιολογική μετάπτωση, κατ’ αναλογίαν προς τη λέξη καραγκιόζης.
- καφετζού/μάγισσα/χαρτορίχτρα: αστρολόγος/μέντιουμ/μελλοντολόγος. –Αν θες το πιστεύεις, η νέα διευθύντρια του σχολείου πηγαίνει σε καφετζού κάθε τρεις και λίγο! Την άκουσα προχθές που μιλούσε στο τηλέφωνο…// «Πήγα σε μάγισσες, σε χαρτορίχτρες, να δω πού χάνεσαι όλες τις νύχτες» (λαϊκό τραγούδι).
- κομπογιαννίτης/κομπογιαννιτισμός: τα παλιά χρόνια, ο πρακτικός γιατρός // οποιοσδήποτε (κυρίως γιατρός) παρουσιάζεται σαν επιστήμων, χωρίς όμως αντίκρισμα. –Στο βιογραφικό του γράφει για σπουδές στην Οξφόρδη, αλλά αν μιλήσεις δυο λεπτά μαζί του καταλαβαίνεις ότι είναι κομπογιαννίτης!
- μαυραγορίτης: αυτός που πωλούσε σε εξωφρενικά υψηλές τιμές διάφορα αγαθά στη διάρκεια της Κατοχής, συχνά ανταλλάσσοντας τρόφιμα με περιουσιακά στοιχεία // ο επιχειρηματίας που κερδοσκοπεί ασύστολα. –Γιατί η κυβέρνηση δεν παίρνει ουσιαστικά μέτρα για τους μαυραγορίτες που λυμαίνονται την αγορά;
- μεταπράτης: αυτός που αγοράζει προϊόντα στη χονδρική και τα πουλάει στη λιανική. Μειωτικά δηλώνεται ο αδίστακτος καιροσκόπος. «Στις προσεχείς εκλογές είμαστε βέβαιοι ότι ο λαός θα ψηφίσει σταθερότητα, γυρίζοντας την πλάτη στους μεταπράτες του πατριωτισμού», δήλωσε ο εκπρόσωπος Τύπου του κόμματος. Βλ. επίσης και λέξη γυρολόγος.
- μουζικάντης: μουσικός. –Ακούς εκεί… Έρχεται ο μουζικάντης και μου λέει ότι θέλει αύξηση, λες κι εγώ με την ταβέρνα είμαι κάνας πλούσιος…
- μπαρμπέρης: κουρέας. –Ήμουν μπαρμπέρης από 15 χρονών, αλλά τώρα πήρα σύνταξη. // Έχουν ισοπεδωθεί τα πάντα! Να έρχεται τώρα ο μπαρμπέρης και να σου κάνει ανάλυση για τη Μέση Ανατολή…
- μπασκίνας/μπάτσος: ο αστυνομικός (μπατσικό το περιπολικό). –Και την ώρα που πλακωθήκαμε στο ξύλο, έρχεται και το μπατσικό…
- νεροκουβαλητής: αυτός που μετέφερε πόσιμο νερό, ο νερουλάς // αυτός που εξυπηρετεί συμφέροντα με το αζημίωτο. «Η πολιτική μου διαδρομή είναι κρυστάλλινη! Δεν έχω και δεν πρόκειται να γίνω νεροκουβαλητής επιχειρηματιών, όπως κάνετε εσείς…», τόνισε στη δευτερολογία του ο αρχηγός του κόμματος απευθυνόμενος στον υπουργό Ανάπτυξης.
- ντελάλης: (κυριολεκτικά) αυτός που έκανε ανακοινώσεις στα χωριά: –Προτού βγουν τα τηλέφωνα, θυμάμαι ήταν ένας μπάρμπας μου κι έκανε τον ντελάλη… «Χωριανοί! Ακούσατε, ακούσατε…». Φράση: βάζω/βγάζω ντελάλη: κοινοποιώ. –Έχω σχέση με μια συνάδελφο, αλλά δεν θα βγάλω και ντελάλη…
- νταβατζής/νταβατζιλίκι: ο προαγωγός, αυτός που προστατεύει ιερόδουλη παρακρατώντας μέρος της αμοιβής της // αυτός που απαιτεί την καταβολή προμήθειας. –Ρε Νάσο, είσαι σοβαρός; Τι προμήθεια μού λες… Νταβατζή στη δουλειά μου θα σε βάλω;
- παλιάτσος: μίμος, κωμικός. Ως μειωτικός χαρακτηρισμός για γελοίο άνθρωπο (Συνώνυμο: καραγκιόζης): –Έρχεται τώρα ο κάθε παλιάτσος και θέλει να κάνει δικό του κόμμα…
- ρασοφόρος: ο κληρικός. –Οι ρασοφόροι καλό είναι να κοιτάξουν πρώτα τον εαυτό τους και μετά να κάνουν κήρυγμα στους άλλους!
- καμπαρετζού: γυναίκα που δουλεύει σε καμπαρέ, είτε στο πρόγραμμα είτε στο κατάστημα γενικότερα. –Εμείς, γιε μου, σε σπουδάσαμε στα καλύτερα πανεπιστήμια της Ευρώπης και σε προορίζουμε για ένα λαμπρό γάμο, όχι να παντρευτείς μια καμπαρετζού!
- σκιτζής: (παλαιότερα) αυτός που επιδιόρθωνε υποτυπωδώς ενδύματα ή υποδήματα // αυτός που κάνει με προχειρότητα μια δουλειά. –Πω, πω, τι έπαθα! Μου κατέστρεψε την πέργκολα ο ηλίθιος! –Βρε Μάκη μου, κι εσύ όμως εμπιστεύτηκες τον πρώτο σκιτζή που βρήκες στο Ίντερνετ…
- σφουγγοκωλάριος: (παλαιότερα) αυτός που κατά κυριολεξία ασκούσε το εν λόγω επάγγελμα, παρέχοντας τις υπηρεσίες του σε κάποιον πλούσιο // (μεταφορικά) δουλοπρεπής. –Ποτέ δεν υπήρξα σφουγγοκωλάριος, γι’ αυτό και δεν ακολούθησα ακαδημαϊκή καριέρα!
- ταρίφας: οδηγός ταξί, αυτοκινητιστής. –Άντε χάσου, ρε ταρίφα! Πάνω στη στροφή βρήκες να σταματήσεις; Τη λέξη, καίτοι μειωτικού χαρακτήρα, την χρησιμοποιούν πολλοί οδηγοί ταξί ως αυτοπροσδιορισμό, συνήθως σε οικείο περιβάλλον.
- τσιράκι: (παλαιότερα) μαθητευόμενος σε παραδοσιακή τέχνη. –Ο μπάρμπας μου ήταν σαμαράς κι εγώ τσιράκι απ’ τα 12 μέχρι τα 20 για να μάθω τη δουλειά // ο δουλόφρων, ο ακόλουθος ισχυρού προσώπου, ο παρατρεχάμενος. –Όξω, ρε, απ’ το μαγαζί μου! Θα σε φοβηθώ επειδή ήρθες με τα τσιράκια σου;
- φαρμακοτρίφτης: (παλαιότερα) ο φαρμακοποιός που ετοίμαζε ο ίδιος τα φάρμακα, τρίβοντάς τα (κοπανώντας τα) σε ένα μεγάλο γουδί, μειωτικά ο πτυχιούχος φαρμακευτικής σχολής ή ο φαρμακοποιός.
- χαμάλης: (παλαιότερα) ο αχθοφόρος, αυτός που μετέφερε αντικείμενα είτε με τα χέρια είτε με ιπποκίνητο μέσο είτε με αμαξίδιο // (μεταφορικά) αυτός που μεταφέρει οτιδήποτε. –Να του πεις ότι εγώ δεν πρόκειται να ξαναπάρω φακέλους για να τους μεταφέρω στη Διεύθυνση Προσωπικού! Δεν θα γίνω εγώ ο χαμάλης του καθενός…
- χαφιές: αστυνομικός (κυρίως της Ασφάλειας) ή συνεργάτης της Αστυνομίας που καταδίδει πολίτες // (μεταφορικά) οποιοσδήποτε καταδίδει κάποιον: –Στάθη, σε ρωτάω για τελευταία φορά! Ποιος έσπασε τα τρία πυρέξ στην κουζίνα; –Άκου να δεις… Εγώ ήρθα για δουλειά στην ταβέρνα, όχι για να γίνω χαφιές!
Γ.
Αξίζει δειγματικά να αναφέρουμε επίσης κάποιους μειωτικούς χαρακτηρισμούς που δεν δηλώνουν μεν επάγγελμα, αλλά χρησιμοποιούνται για να χαρακτηρίσουν έναν επαγγελματία.
- αβανταδόρος: αυτός που αβαντάρει τον παπατζή (επιτήδειο ταχυδακτυλουργό), δηλ. υποδύεται τον παίχτη στο παράνομο παιγνίδι «Πού είναι ο παπάς», με σκοπό να παρασύρει όσους παρακολουθούν στο να στοιχηματίσουν.
- αγύρτης: αυτός που εξαπατά τους άλλους. –Ήρθε ένας πλανόδιος και μου είπε ότι πουλάει κοπριά για τον κήπο. Άνοιξε μ’ ένα μαχαίρι το ένα τσουβάλι… Αγόρασα δέκα τσουβάλια. Όταν έφυγε κι άνοιξα τα άλλα… είδα ότι ήταν γεμάτα με χώμα! –Ρε τον αγύρτη…
- αεριτζής: πρόσωπο που παίζει εικονικά σε τυχερά παιγνίδια, εξοικονομώντας χρήματα από τη χαρτοπαιχτική λέσχη // πρόσωπο που συμμετέχει σε χαρτοπαιξία χωρίς να ρισκάρει χρήματα, αλλά στηριζόμενος μόνο στα κέρδη που ελπίζει να αποκομίσει // οποιοσδήποτε κάνει μια δουλειά χωρίς σοβαρότητα και τα απαιτούμενα εχέγγυα. Συνώνυμες οι φράσεις Πουλάει αέρα κοπανιστό, πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Αξιοσημείωτη, εν προκειμένω η λέξη αέρας προκειμένου περί εμπορικών επιχειρήσεων. Πωλείται ο αέρας ψαροταβέρνας στον Ισθμό Κορίνθου. ΣΥΝ. αβανταδόρος. Βλ. επίσης και λ. φιδέμπορας.
- αρπακόλλας (κ. αρπακολλατζής): αυτός που κάνει μια δουλειά με προχειρότητα, που δεν τον ενδιαφέρει το αποτέλεσμα. –Τις προάλλες είχα φέρει έναν να μου καθαρίσει τα κλιματιστικά στο μαγαζί, αλλά αυτός ήταν αρπακολλατζής, οπότε τώρα πάλι ψάχνω για τεχνικό…
- ατζαμής: πρόσωπο που χαρακτηρίζεται για την αδεξιότητά του είτε στην άσκηση επαγγέλματος (ατζαμής χειρουργός), είτε γενικότερα (ατζαμής οδηγός). Αξιοσημείωτη η ετυμολογία της λέξης, καθώς προέρχεται από το acem, επιστρατευμένος από τους Οθωμανούς χριστιανός, αλλά μη επαρκώς εκπαιδευμένος και αξιόμαχος (αντίστοιχα τα της στρατιωτικής αργκό: γιωτάς, ντακότα κ.ά.).
- δούλα / παραδουλεύτρα / δουλικό / δουλίτσα / δουλάρα: η οικιακή βοηθός. Μειωτικοί χαρακτηρισμοί που φανερώνουν την πρόθεση απαξίωσης εκ μέρους της κυρίας ή του κυρίου του σπιτιού και δηλώνουν μια παρωχημένη εξουσιαστική σχέση. Οι λέξεις αυτές δεν χρησιμοποιούνται πλέον σήμερα, αλλά κάποτε ήταν σε καθημερινή χρήση. Υποτιμητική χροιά έχει και η λέξη υπηρέτρια, μολονότι χρησιμοποιείται και ουδέτερα. Στην ίδια κατηγορία, αξίζει να αναφερθεί το εθνικό Φιλιππινέζα, που απέκτησε μειωτικό πρόσημο ως χαρακτηρισμός γενικότερα προσώπου για βοηθητικές δουλειές: –Μόλις είδα πόσο κακομαθημένος ήταν ο Θανάσης, ο οποίος τα ήθελε όλα έτοιμα, του είπα «Για Φιλιππινέζα με πέρασες;», οπότε… τον έστειλα στη μάνα του!
- κονδυλοφόρος: ο δημοσιογράφος που χρηματίζεται. «Οι πληρωμένοι κονδυλοφόροι θα λογοδοτήσουν στη Δικαιοσύνη», είπε σε έντονο ύφος ο υπουργός κλείνοντας τη δευτερολογία του στη Βουλή.
- κοράκι: νεκροπομπός, υπάλληλος γραφείου τελετών. –Ο ξάδερφός μου είναι κοράκι στο Α΄ Νεκροταφείο, βγάζει πολλά λεφτά. Επίσης, ως χαρακτηρισμός διαιτητή ποδοσφαίρου, επειδή παλαιότερα φορούσαν μαύρη στολή.
- μαστροχαλαστής: ο τεχνικός που δεν είναι αποτελεσματικός στη δουλειά του. –Τον υπολογιστή τον έδωσα στον Νίκο για να τον φτιάξει… –Καλό παιδί, αλλά μαστροχαλαστής! Δεν μπορείς να φανταστείς τι ζημιά έκανε στο κινητό μου…
- παρακοιμώμενος: αυτός που κοιμάται δίπλα σε άλλον, ο στενός συνεργάτης του (όρος από τη βυζαντινή διοίκηση). «Αυτά να τα πείτε στους παρακοιμώμενούς σας, όχι σ’ εμένα!», τόνισε στην ολοκλήρωση της ομιλίας της στην κοινοβουλευτική επιτροπή η βουλευτής του κόμματος, απευθυνόμενη στον υφυπουργό.
- παπατζής: αυτός που επιδίδεται στο παράνομο παιγνίδι «Πού είναι ο παπάς». Λέγεται για αναξιόπιστο επαγγελματία και καιροσκόπο. Η λέξη παπάτζα επίσης γνωρίζει πανελλαδική πλέον επίδοση με τη σημασία του αναξιόπιστου λόγου ή της εξαπάτησης. –Βαγγέλα, άσε τις παπάτζες! Κι εγώ μαραγκός είμαι και ξέρω από ξύλα…
- πεθαμεναντζής: χαρακτηρισμός ιδιοκτήτη γραφείου τελετών (πεθαμεναντζήδικο η επιχείρηση). –Τον αγαπώ τον Μπάμπη, αλλά μόλις είπα στον πατέρα μου ότι έχει πεθαμεναντζήδικο, κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό!
- τρελογιατρός: ψυχίατρος (κατά το τρελάδικο = τρελοκομείο = φρενοκομείο). –Δήμητρα, έτσι όπως την είδα σήμερα τη συνάδελφό σου, πρέπει να πάει αύριο κιόλας στον τρελογιατρό!
- τσαρλατάνος: αυτός που δεν έχει τα εφόδια ή την εμπειρία για την άσκηση ενός επαγγέλματος. –Εμένα μου τον σύστησαν για κορυφαίο νευρολόγο, αλλά ο άνθρωπος αυτός φαίνεται αμέσως ότι είναι τσαρλατάνος!
- φιδέμπορας: ο απατεώνας, ο ψεύτης (ως επάγγελμα που δεν υφίσταται καν). –Μην ακούς τίποτα απ’ όσα σού λέει ο Τάκης! Πρόκειται για μεγάλο φιδέμπορα…
- φουσκωτός: παραστατικός χαρακτηρισμός μπράβου λόγω του σωματικού όγκου που αποκτάται στα γυμναστήρια, για σωματοφύλακα που επιδίδεται σε άσκηση βίας. –Με το που κάναμε μια παρατήρηση για το παράνομο παρκάρισμα των αυτοκινήτων, ήρθαν τρεις φουσκωτοί απ’ το κλαμπ και παραλίγο να μας δείρουν! Ελλάδα…
- χασάπης: ως μειωτικός χαρακτηρισμός για χειρουργό, ειδικά αυτόν που οι ασθενείς του έχουν υψηλά ποσοστά θνησιμότητας. – Ο μακαρίτης ο θείος έπεσε στα χέρια ενός χασάπη και, δυστυχώς, πέθανε στη διάρκεια της επέμβασης.
- χασοδίκης: για δικηγόρο ο οποίος δεν κερδίζει τις δίκες που αναλαμβάνει. –Μα είσαι ηλίθιος; Πήγες κι εμπιστεύτηκες αυτόν τον χασοδίκη! Άμα έχεις αυτόν δικηγόρο, και δίκιο νά ’χεις, κινδυνεύεις με ισόβια!
Δ.
Συχνά για την ονοματοδοσία επαγγελματιών χρησιμοποιείται ένα αντικείμενο δηλωτικό άσκησης επαγγέλματος [π.χ. Για πληρωμένες πέννες (δημοσιογράφους) έκανε λόγο ο πρωθυπουργός στη συνέντευξη Τύπου / Ένας ταρίφας (ταξιτζής) πέρασε με κόκκινο και παραλίγο να με σκοτώσει! / Η ξαδέρφη μου παντρεύτηκε έναν καραβανά (στρατιωτικό, από το σκεύος «καραβάνα)] ή ακόμη και μέλος σώματος/λειτουργία οργανισμού (π.χ. Μεγάλες φωνές του ρεμπέτικου τραγουδιού). Ενίοτε χρησιμοποιούνται παροιμιώδεις φράσεις: Τζιτζίκια πεταλώνουμε; Μπρίκια κολλάμε; Αυτός καλιγώνει τον ψύλλο.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει στα Ελληνικά η πληθώρα (κυρίως υποκοριστικών) καταλήξεων με μειωτική χροιά (-άκος, -ίσκος, ίτσα, -ούλα, -άντης κ.ο.κ.), που χρησιμοποιούνται φυσικά και στα επαγγελματικά ουσιαστικά: γιατρουδάκος, δασκαλάκος, δασκαλίτσα, καθηγητριούλα, δικηγορίσκος, υπαλληλίσκος, μουσικάντης/μουζικάντης, πολιτικάντης, σωφεράντζα, χασάπακλας. Συχνά και με πρώτο συνθετικό: κουτσογιατρός, ψευτοδικηγόρος… Αλλά και: γιατρός της πλάκας, της δεκάρας, της σειράς, του σωρού, για κλάματα… Εννοείται ότι υπάρχει επίσης μεγάλος αριθμός αντίστοιχων εκφράσεων ή πρώτων συνθετικών για να δηλώσουν υποτιμητικά ένα επάγγελμα.
Κλείνοντας, αξίζει να αναφέρουμε ότι, ελέω ξενομανίας, πλέον οι ονομασίες επαγγελμάτων αλλάζουν και πάλι… επί το αγγλικότερον ή και το γαλλικότερον αυτή τη φορά: μπουτίκ κρεάτων, μπουτίκ φρούτων κ.λπ. Επίσης barista ο καφετζής, hairstylist ο κομμωτής, σεφ ο μάγειρας, nailbar/studio το νυχάδικο (νεολογισμός, όπως βέβαια και η αντίστοιχη επαγγελματική δραστηριότητα). Αξιοσημείωτο ένα παράδειγμα επαγγελματία που άλλαξε διάφορες ονομασίες στη διάρκεια του χρόνου: μπαρμπέρης, κουρεύς, κομμωτής, hairstylist, το δε κουρείο λέγεται πλέον… barbershop.
Η γλώσσα κύκλους κάνει…
Δείτε εδώ κείμενα του κ.Μαλισιόβα