Ο Νίκος Γκροσδάνης γεννήθηκε στο Πράβι Παγγαίου, όπου έζησε έως τα δεκατέσσερά του χρόνια. Το 1964 μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει έως σήμερα. Πέρασε από αρκετά επαγγέλματα και μετά τη Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων βρέθηκε εργαζόμενος στο πολυτελές ξενοδοχείο «Μεντιτερανέ Παλλάς». Εκεί είχε την τύχη να γνωρίσει σπουδαίους ανθρώπους. Ο χώρος λειτούργησε σαν ένα μεγάλο πανεπιστήμιο και αυτό κράτησε μέχρι την κατεδάφιση του ξενοδοχείου, εξαιτίας του μεγάλου σεισμού της Θεσσαλονίκης το 1978. Εργάστηκε στον πολιτισμό σε διάφορους χώρους. Συνεργάστηκε με τις εφημερίδες Μακεδονία, Θεσσαλονίκη και με τα περιοδικά Πανσέληνος, Οδός Πανός, Μετρονόμος, ΠεριΩδικό της πόλης. Για πολλά χρόνια εργάστηκε στο ραδιόφωνο. Έγραψε τα βιβλία: Οδός Μεντιτερανέ Παλλάς και Συνέβη στο Πράβι (εκδ. Καστανιώτη), Η μυθολογία των ειδώλων (εκδ. Παρατηρητής), Μάνος Χατζιδάκις, αφιέρωμα (εκδ. Οδός Πανός), Θυμάμαι: 32 χρόνια Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (εκδ. Επίκεντρο). Το νέο του βιβλίο, Έτσι τα γνώρισα, έτσι τα αγάπησα, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Επίκεντρο, μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.
Ποιο ήταν το κίνητρο για να εκδώσετε το βιβλίο Έτσι τα γνώρισα, έτσι τα αγάπησα;
Πολλές φορές, στις κουβέντες που είχα με φίλους μου αναφερόμουν σε κάποια μυθικά πρόσωπα που είχα γνωρίσει και τι εισέπραξα από αυτές τις γνωριμίες. Αργότερα, κάποια από αυτά τα θέματα δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά με τα οποία συνεργαζόμουν ή ακόμα γίνονταν εκπομπές στο ραδιόφωνο όπου εργαζόμουν. Πολλοί μου έλεγαν ότι έπρεπε κάποια στιγμή να επιλέξω ορισμένα από αυτά και να γίνουν βιβλίο. Στην αρχή αδιαφορούσα. Με το πέρασμα των χρόνων και μια και ζούμε σε μια χώρα όπου οι άνθρωποι ξεχνάν εύκολα, θέλησα να θυμίσω πως όλα αυτά τα πρόσωπα στα οποία αναφέρομαι στο βιβλίο μου άφησαν το στίγμα τους και αυτό θα έχει διάρκεια μέσα από τον πολιτισμό μας.
Το βιβλίο σας μοιάζει σαν ταξίδι στον χώρο της τέχνης και της μάθησης. Από πότε ξεκινά αυτό το ταξίδι;
Από παιδί ζώντας σ’ ένα χωριό μ’ ενδιέφερε καθετί που θα μου πρόσφερε αυτό το κάτι άλλο, που θα με έβγαζε από την άσχημη πραγματικότητα που βίωνα και θα έμπαινα σ’ έναν δικό μου κόσμο, τον οποίο ανακάλυψα σιγά σιγά μέσω της τέχνης σε όλες της τις μορφές.
Γιατί θεωρείτε τον Μάνο Χατζιδάκι ως το σημαντικότερο πρόσωπο που συναντήσατε;
Όλα τα πρόσωπα που συνάντησα, που κατάκτησα, ήταν πολύ σημαντικά, αλλά ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν και παραμένει ο μέγας δάσκαλός μου, ο γκουρού μου, για χίλιους λόγους. Τα γράφω λεπτομερώς σε προηγούμενο βιβλίο μου.
Γράφετε πως σαν παιδί ζήσατε σε μια «άλλη πραγματικότητα». Ποια ήταν αυτή;
Ό,τι δεν άντεχα, το άλλαζα. Το πέρναγα σ’ έναν κόσμο μαγείας που με τη βοήθεια της γιαγιάς μου είχαμε φτιάξει μαζί και έτσι πορευόμασταν.
Ποια ήταν τα ενδιαφέροντα των παιδιών και των νέων τότε;
Ήταν πέτρινα εκείνα τα χρόνια με πολλές δυσκολίες. Ωστόσο, σαν παιδί συμμετείχα σε όλα τα παιχνίδια του μαχαλά, αλλά παράλληλα φρόντιζα να ζω στον δικό μου κόσμο, εκείνον της φαντασίας μου. Όσα φιλαράκια ήταν σε θέση να με ακολουθήσουν, το έκαναν – και αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο, μια και είχα κερδίσει τον τίτλο του «αλαφροΐσκιωτου» ή ακόμα και του παιδιού που ζούσε σε έναν άλλο κόσμο από αυτόν τον δικό τους.
Πώς καταφέρατε να συναντήσετε τα μυθικά πρόσωπα που πρόσφεραν τόσα στα ελληνικά γράμματα;
Σε όλα εκείνα τα εσωτερικά ταξίδια που έκανα με το μυαλό μου και γνώριζα αυτά τα μυθικά πρόσωπα, έφτιαχνα έναν κατάλογο με τα ονόματά τους και την κάθε ιδιότητα που είχαν. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου πως μια μέρα θα τους γνωρίσω έναν έναν από κοντά. Καμιά φορά ξαναδιάβαζα τον κατάλογο και γελούσα, λέγοντας στον εαυτό μου: «Αυτά μόνο στα παραμύθια, στο σινεμά και στα όνειρα γίνονται». Καμιά φορά, βέβαια, γίνονται και στην πραγματικότητα!
Τα ενδιαφέροντα από γενιά σε γενιά αλλάζουν, αλλά ένα είναι το ουσιαστικό, η γνώση. Και αυτό δεν αλλάζει ποτέ.
Κινηματογράφος, μουσική. Πώς σαν γοήτευσαν ως άνθρωπο και σας άνοιξαν νέους δρόμους;
Είχα ανάγκη από μαγεία, έτσι αυτά τα δύο μού πρόσφεραν απλόχερα αυτό που ζητούσα.
Τι σημαίνει για εσάς η δουλειά στο «Μεντιτερανέ Παλλάς»;
Το «Παλάτι της Μεσογείου», το «Μεντιτερανέ Παλλάς», που δεν υπάρχει πια, λειτούργησε για εμένα σαν το μεγάλο και ουσιαστικό πανεπιστήμιο. Εκεί μέσα σχηματίστηκα, εκεί μέσα ολοκληρώθηκα. Σπούδασα έχοντας τους πιο σπουδαίους δασκάλους, που πουθενά αλλού δεν θα είχα τη δυνατότητα να γνωρίσω από κοντά.
Πώς γνωρίσατε τον Μίκη Θεοδωράκη;
Ο Μίκης ήταν και παραμένει ένα μυθικό για εμένα πρόσωπο, μια συγκλονιστική μορφή. Δεν είναι δυνατόν να περιγράψω τι είναι και παραμένει αυτή η μορφή, αυτός ο μέγιστος Έλληνας. Έδωσε τα πάντα γι’ αυτό που ονομάζουμε Ελλάδα και μας άφησε τεράστια κληρονομιά.
Η ελληνική μουσική είναι πολύ πλούσια, με πολλά πανέμορφα τραγούδια…
Ο πλούτος που υπάρχει στην Ελλάδα και στον χώρο της μουσικής δεν συναντάται πουθενά στον κόσμο και αυτό το γνωρίζω από μεγάλη έρευνα που έχω κάνει. Ιδιαίτερα η δεκαετία του ’60 μάς χάρισε αξεπέραστα αριστουργήματα και όλο εκεί θα ξαναγυρνάμε.
Πώς νιώθετε τώρα που ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και συγκεντρώσατε σε ένα βιβλίο όλα αυτά που συνέβησαν;
Νιώθω χαρά που μπόρεσα να τα μοιραστώ με τους αναγνώστες μου, οι οποίοι σίγουρα κάτι δικό τους θα βρίσκουν σε αυτά τα γραφτά. Δεν είναι μόνο εδώ, στο τελευταίο βιβλίο, που αναφέρομαι στα γεγονότα που έζησα και με σημάδεψαν – και στα προηγούμενα βιβλία μου γίνονται αναφορές σε αυτά.
Έχουν οι νέοι τα ίδια ενδιαφέροντα με τα δικά σας;
Εξαρτάται για ποιους νέους μιλάμε. Φυσικά, τα ενδιαφέροντα από γενιά σε γενιά αλλάζουν, αλλά ένα είναι το ουσιαστικό, η γνώση. Και αυτό δεν αλλάζει ποτέ.
Τι θα απευθύνατε στους αναγνώστες που θα διαβάσουν τη συνέντευξή σας;
Όποια και αν είναι η ζωή που βιώνουν, να μην πάψουν να ονειρεύονται και, αν κάτι νοσταλγούν, αυτό να έχει περιεχόμενο.
Δείτε εδώ συνεντεύξεις του κ.Ιντζέμπελη