Αστραφτερή δωδέκατη νύχτα στο Σκουφά

Share:

dodekati nyxta skoyfas

Ο Μουσικοφιλολογικός Σύλλογος Άρτης «Ο ΣΚΟΥΦΑΣ» έχει τα τελευταία χρόνια μια πολύ πετυχημένη δράση στο θεατρικό τοπίο της πόλης μας, με επιλογές έργων όχι μόνο από το σύγχρονο, αλλά και από το κλασικό ρεπερτόριο. Είναι τόλμημα αυτό για τους ερασιτεχνικούς θιάσους, γιατί, στα σύγχρονα έργα ο ερασιτέχνης ηθοποιός μπορεί να βρει ομοιότητες της ζωής του με την εποχή, το κοινωνικό πλαίσιο του ρόλου του και, έτσι, να τον αποδώσει ευκολότερα. Στα κλασικά έργα, όμως, η κατάδυση στο ρόλο απαιτεί μελέτη, όχι μόνο της ψυχολογίας του ρόλου, αλλά και της εποχής του έργου, ώστε να είναι επιτυχής η απόδοσή του. Χρειάζεται σπουδή και, απ’ ό,τι φαίνεται από τα αποτελέσματα, στο θεατρικό εργαστήρι του Συλλόγου επιτυγχάνεται η σπουδή αυτή με επιτυχία. Γι’ αυτό και η θεατρική ομάδα του Συλλόγου επέλεξε για φέτος ένα ακόμη κλασικό έργο, αυτή τη φορά της αγγλικής δραματουργίας, μια από τις πιο επιτυχημένες κωμωδίες του Σαίξπηρ, τη «Δωδέκατη Νύχτα».

Πρόκειται για ένα έργο μεταμφιέσεων και ρευστών ταυτοτήτων. Τα βιολογικά φύλα ακυρώνονται πίσω από την παρενδυσία (ένδυση ενός ατόμου συγκεκριμένου φύλου με ρούχα που η κοινωνία και η εποχή συνηθίζει για το άλλο φύλο) των προσώπων, δημιουργώντας ένα παράδοξο ερωτικό γαϊτανάκι, καθώς ο πόθος λειτουργεί ανεξάρτητα από το φύλο, έστω και αν στο τέλος επανέρχεται η τάξη. Και αυτό το επιτρέπει η «Δωδέκατη νύχτα» που είναι η τελευταία νύχτα του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων, όπου επιτρέπονται όλες οι ανατροπές –κοινωνικές, ταξικές, έμφυλες–, όπως στο καρναβάλι. Άλλωστε, όλα θα συμβούν σε έναν τόπο μυθικό, την Ιλλυρία, γεγονός που δικαιολογεί την όποια εκτροπή. Είναι, σαν να λέμε μια μελέτη του έρωτα, χωρίς συγκεκριμένο πρόσωπο και φύλο, υπερβολικό, έως και γελοίο σε κάποιες περιπτώσεις. Ένα έργο στο οποίο ο συγγραφέας σαρκάζει την υπερβολή του πάθους, μέσα από μια παρενδυσία γλώσσας, όπου οι ήρωες άλλα λένε κι άλλα εννοούν ή υποδύονται κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι στην πραγματικότητα (εξαιρετική η σκηνή όπου ο γελωτοποιός Φέστε μιμείται γλωσσικά των ιερέα Σερ Τομπάζη). Πρόκειται για ένα παιγνίδι παραλογισμού στο οποίο υποκύπτουν τα μόνα λογικά όντα του πλανήτη μας.

theatro skoufas 2

Όλα αρχίζουν όταν μετά από ένα ναυάγιο, η Βιόλα σώζεται στον άγνωστο και εχθρικό τόπο της Ιλλυρίας (καμία σχέση με την ιστορικά γνωστή Ιλλυρία που ταυτίζεται με την Αλβανία), έχοντας χάσει τον δίδυμο αδελφό της Σεμπάστιαν. Θα μεταμφιεστεί σε αγόρι προς αποφυγήν κινδύνων και θα ενταχθεί στην υπηρεσία του δούκα Ορσίνο, τον οποίο σύντομα θα ερωτευτεί. Μόνο που αυτός είναι ερωτευμένος με την πενθούσα Ολίβια, η οποία αρνείται κάθε επίσκεψη ξένων, με φύλακα τον επιστάτη της Μαλβόλιο και περιτριγυρισμένη από τον Φέστε, τον τρελό γελώτοποιοό, την υπηρέτριά της Μαρία, τον θείο της σερ Τόμπυ, που απολαμβάνουν τη ζωή. Η Βιόλα, ως Σεζάριο, υπηρέτης του Ορσίνο, θα αναλάβει να πείσει την Ολίβια να ανταποκριθεί στον έρωτά του. Μόνο που η Ολίβια θα ερωτευτεί τον Σεζάριο. Αλλά, και ο Ορσίνο τρέφει ιδιαίτερα αισθήματα για τον πιστό του Σεζάριο, ο οποίος θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον ερωτικό του «αντίζηλο» για την καρδιά της Ολίβια, τον σερ Άντριου. Τότε είναι που θα εμφανιστεί ο διασωθείς αδελφός της Σεμπάστιαν, για να σώσει, μέσω παρεξηγήσεων την κατάσταση, ακολουθούμενος από τον Αντόνιο, τον νέο που τον έσωσε και δηλώνει με κάθε ευκαιρία την αγάπη του γι’ αυτόν.

Όπως, εύκολα, καταλαβαίνει κανείς, για να αποδοθεί όλο αυτό το παιχνίδι, με τέτοιο τρόπο ώστε να αναδειχθούν τα κωμικά του χαρακτηριστικά, αλλά, ταυτόχρονα, και να προβληθεί ο «υπόγειος» σαρκασμός του Σαίξπηρ, που με τον τρόπο του σχολιάζει κοινωνικά φαινόμενα, διακρίσεις, αλλά και τη στάση των ανθρώπων απέναντι στον έρωτα, θα πρέπει να επιτευχθούν εξαιρετικές ισορροπίες μεταξύ σοβαρού και αστείου, υπερβολής και ταπεινότητας, σοβαρότητας και καρικατούρας. Πρέπει να τηρηθεί το απλό, αλλά και πολύτροπο παιχνίδι μεταξύ σοβαρού και γελοίου ώστε να αναδειχθούν οι ρόλοι, χωρίς να κινδυνέψουν να μετατραπούν σε κλοουνίστικες αποτυπώσεις μιας εκκεντρικής συμπεριφοράς. Η Έλλη Μάνθα, πολύπειρη αλλά και με τον απαραίτητο ενθουσιασμό, κατόρθωσε να βρει αυτή τη λεπτή ισορροπία στη σκηνοθετική οργάνωση του έργου και, ταυτόχρονα, να τη μεταδώσει και στους ηθοποιούς, κάτι όχι ιδιαίτερα εύκολο για μη επαγγελματικό θίασο. Οι ηθοποιοί, όμως, τα κατάφεραν και με το παραπάνω, αποδίδοντας τους ρόλους τους με επαγγελματικές αξιώσεις.

theatro skoufas 1

Ο Γιώργος Παπαβασιλείου αποδίδει την υπερβολή του παθιασμένου έρωτά του, με τον απαραίτητο αυτοσαρκασμό, με τις εναλλαγές που χρειάζονται στην έκφραση και τον τόνο της φωνής όταν απευθύνεται προς τον Σεζάριο-Βιόλα, αναζητώντας την αλήθεια των αισθημάτων του. Εκφράζεται χωρίς να αφήνει την υπερβολή να τον παρασύρει σε καρικατούρα. Η Χρυσάνθη Γαλάνη, στο (δύσκολο και με κίνδυνο να καταλήξει άχαρος) ρόλο της Ολίβια, ισορροπεί επιτυχημένα αρχικά μεταξύ της άρνησης του έρωτα του Ορσίνο και της σαρκαστικά υπερβολικής άρνησης του πάθους γενικότερα, κι ύστερα μεταξύ των αρχικών της πεποιθήσεων και του μετέπειτα πάθους της για τον Σεζάριο-Βιόλα. Καταφέρνει να αποδώσει τη μετάβαση από το απόμακρο στο ενθουσιώδες, με επιτυχία. Η Φατός Σελαμήογλου, ως Βιόλα που μεταμφιέζεται σε Σεζάριο, αποτελεί ευχάριστη έκπληξη, όχι μόνο διότι καταφέρνει με απόλυτη επιτυχία να πείσει στις μεταπτώσεις του ρόλου της (κορίτσι που αποτελεί αντικείμενο του έρωτα ως αγόρι, αλλά και θύμα του έρωτα ως κορίτσι), αλλά και γιατί με τις φωνητικές της ικανότητες λαμπρύνει το μουσικό μέρος του έργου. Ο Θωμάς Χρήστου δίνει με πειστικότητα την υπερβολή του Σεμπάστιαν (όπως απαιτείται από την οπτική του σαρκασμού του συγγραφέα) σε έναν ρόλο που του ταιριάζει απόλυτα. Ο Φώτης Παπαφώτης, στο ρόλο – κλειδί του Μαλβόλιο, μια μοναδικά θεατρική έμπνευση του Σαίξπηρ, αποδίδει την έπαρση του ρόλου του (ο οποίος απαιτεί αυτή η έπαρση να στηρίζεται από αρκετή βλακεία), χωρίς να ανατρέπει τη σαρκαστική και ιλαρή ισορροπία του έργου. Κινείται μεταξύ σοβαρότητας και γελοιότητας με ακρίβεια επαγγελματία. Ο Γιώργος Σταύρου αποδίδει με τη μελαγχολία που χρειάζεται (για να επέλθει η ισορροπία) την υπερβολή της χαράς και του ξεφαντώματος που απαιτεί ο ρόλος του Σερ Τόμπυ, όπως και ο Γιώργος Τσάκαλος δίνει με την αφέλεια που απαιτείται και την αναγκαία σοβαρότητα την υπερβολή βλακείας του Σερ Άντριου. Η Στεργιανή Βερνιώτου ως υπηρέτρια Μαρία πλάθει έναν χαρακτήρα ολοκληρωμένο και πειστικό που κινέιται με μέτρο μέσα στην υπερβολή. Ο Θανάσης Μαλτέζος ως πειρατής Αντόνιο και ο Παντελής Σιώζος ως πλοίαρχος , δεν επαναπαύονται στη συμπληρωματικότητα του ρόλου τους, αλλά δίνουν ολοκληρωμένες ερμηνείες. Η Ντίνα Σιόζιου ως Κούριο και η Νικολέτα Βίτισιου ως Βαλεντάιν λειτουργούν άψογα ως προς τις ανάγκες των ρόλων τους, ενώ η Μαριάννα Καραγιάννη, ο Στέφανος Μασούρας, η Φωτεινή Τσαδήμα και η Γεωργία Φωτακοπούλου ισορροπούν ως σύνολο στις ανάγκες του ρόλου που γράφτηκε για ένα άτομο. Ο Μασούρας, ειδικά, στη σκηνή που υποδύεται τον «τρελό» που μιμείται τον ιερέα, είναι απολαυστικός.
Η μουσική του Ορέστη Τσιαμπά πλαισιώνει άριστα το έργο, οι σκηνικές επιλογές της ομάδας εξυπηρετούν με τη λιτότητά τους τον μυθικό τόπο και χρόνο, τα κοστούμια της Ειρήνης Νάκου μεταφέρουν το θεατή σε μια αχρονική πραγματικότητα ταιριαστή με το περιεχόμενο της υπόθεσης. Οι φωτισμοί του Γιώργου Νικολακόπουλου τονίζουν και αναδεικνύουν την πλοκή.

Πρόκειται για μια εξαιρετική παράσταση που αξίζει να τη δει κανείς.

Δείτε εδώ κείμενα του κ.Κωσταβασίλη.

Previous Article

Σύλληψη για παράνομη οπλοφορία στα Ιωάννινα

Next Article

Σύλληψη για κλοπές στα Ιωάννινα

Σχετικά άρθρα