Στέλιος Παρασκευόπουλος: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Share:

itzebelis

Ο Στέλιος Παρασκευόπουλος είναι δημοσιογράφος, μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ). Η σταδιοδρομία του ξεκίνησε τη δεκαετία του ’80 από την εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος και αργότερα εργάστηκε στη Βραδυνή και στον Ελεύθερο. Από τους πρωτεργάτες της ελεύθερης ραδιοφωνίας, εργάστηκε στον ραδιοφωνικό σταθμό του Δήμου Αθηναίων, τον 9,84, από την πρώτη ημέρα της λειτουργίας του και επί 24 συναπτά έτη. Επίσης, εργάστηκε στον τηλεοπτικό σταθμό STAR (1995-2004) και διετέλεσε, επί σειρά ετών, ανταποκριτής στην Αθήνα της ομογενειακής εφημερίδας Πρωινή Νέας Υόρκης. Το 2009 με την επανέκδοση της εφημερίδας επέστρεψε στον Ελεύθερο Τύπο, όπου παρέμεινε έως το 2014. Από τον Ιούνιο του 2015 εκδίδει και διευθύνει τη μηνιαία free press εφημερίδα Boulevard, ενώ το διάστημα 2017-2018 εργαζόταν στην εφημερίδα Έθνος. Σε εκπαιδευτικό πρόγραμμα, στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, σπούδασε Ιστορία και Πολιτισμό και, ειδικότερα, τις αμφίδρομες σχέσεις ελληνισμού και Δύσης από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας. Έχει τιμηθεί με δημοσιογραφικό βραβείο από το Ίδρυμα Μπότση, καθώς και από τον Δήμο Σίφνου. Κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του ανέπτυξε συγγραφική δραστηριότητα και από τις Εκδόσεις Ι. Σιδέρης έχουν εκδοθεί επτά βιβλία του (λεύκωμα, μυθιστορήματα και δοκίμια). Το πρόσφατο βιβλίο του 1922: Το τέλειο έγκλημα μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.

Πώς ξεκινά η προετοιμασία συγγραφής ενός βιβλίου;

Από το να προετοιμάσεις πρώτα απ’ όλα τον εαυτό σου, αφού προηγουμένως έχεις κρίνει με ορθή σκέψη ότι είσαι ώριμος να συγγράψεις, να καταπιαστείς με το θέμα σου και μέσω αυτού να εξωτερικεύσεις την εσωτερική σου ανάγκη της έκφρασης. Η προετοιμασία συνίσταται στο να επιβάλεις στον εαυτό σου κανόνες αυτοπειθαρχίας, αυστηρής μοναξιάς, απόλυτης προσήλωσης και βασανιστικής δουλειάς – κανόνες που θα πρέπει να τους τηρήσεις αδιάλειπτα μέχρι το τέλος, με οποιοδήποτε κόστος σε βάρος της προσωπικής ή κοινωνικής σου ζωής.

Χρειάζεται ιδιαίτερη μεθοδολογία όταν το βιβλίο είναι ιστορικό;

Σίγουρα ναι. Χρειάζεται μια δομημένη ταξινόμηση στο συγγραφικό σου εγχείρημα. Εν πρώτοις, πρέπει να συγκεντρώσεις (και να διαβάσεις εννοείται) πρωτογενές υλικό, ό,τι υπάρχει, από τους πρωταγωνιστές του ιστορικού γεγονότος. Προφανώς θα αναζητήσεις και θα λάβεις υπόψη σου και όλα εκείνα τα ντοκουμέντα που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας στους μεταγενέστερους χρόνους. Το επόμενο στάδιο είναι να μελετήσεις το γενικότερο γεωπολιτικό και στρατιωτικό γίγνεσθαι της εποχής στην οποία αναφέρεσαι, ώστε να εντάξεις σ’ αυτό το υπό μελέτη ιστορικό σου θέμα. Το τρίτο στάδιο, ίσως και το δυσκολότερο, είναι η ανάλυση του υλικού σου – όλων των δεδομένων που έχεις συγκεντρώσει, μάθει, διαβάσει. Δηλαδή, να προσδιορίσεις κοινά σημεία και, όπου αυτά διαφοροποιούνται, να εξετάσεις τους λόγους και τις αιτίες. Στο τέταρτο και τελευταίο στάδιο το υλικό σου είναι πλέον αποκρυσταλλωμένο στο μυαλό σου· η δυσκολία έγκειται στο πώς θα το αξιολογήσεις, ερμηνεύσεις και συνθέσεις. Κι αν χρειαστεί να το ανασυνθέσεις, βεβαίως, με τη δική σου σκέψη.

Επιχειρώ μια επαναξιολόγηση/ανασύνθεση των τραγικών γεγονότων της Σμύρνης, με εργαλείο τη δημοσιογραφική εμπειρία και τις γνώσεις μου.

Τα βιβλία σας έχουν περιεχόμενο σχετικό με την ιστορία. Ποια είναι η δική σας σχέση με την ελληνική ιστορία;

Η σχέση μου είναι αυτή του πάθους. Από μικρός παθιαζόμουν με τα βιβλία της ελληνικής ιστορίας. Ως Έλληνας, ήθελα να ξέρω ποια είναι η χώρα μου και ποιος είμαι εγώ. Ξέρετε κάτι; Εμείς οι Έλληνες υπερηφανευόμαστε στα λόγια για την ένδοξή μας ιστορία –και πράγματι είναι ένδοξη– μόνο που αποφεύγουμε στην πράξη να τη διαβάσουμε και να τη μάθουμε. Είμαστε λίγο ανιστόρητοι ως λαός. Εγώ δεν θέλω να ανήκω σε αυτή την κατηγορία. Όπως δεν θέλω να ανήκω στην κατηγορία εκείνη των ανθρώπων που, όσο κι αν είναι ένδοξη, εξιδανικεύουν καθ’ ολοκληρίαν την ιστορία μας. Υπήρξαν και λάθη.

Ποια ήταν η αφορμή για να γράψετε το βιβλίο 1922: Το τέλειο έγκλημα;

Ως γιος πρόσφυγα του 1922, ανέκαθεν με ενδιέφερε το θέμα. Διάβαζα όποιο σχετικό βιβλίο κυκλοφορούσε. Μετά την ανάγνωση κάθε βιβλίου, αντί στο μυαλό μου να ξεδιαλύνεται αυτή η τραγική ιστορία, όλο και περισσότερο συσκοτιζόταν. Όχι πως δεν μου ήταν σεβαστή η όποια εκδοχή πρόβαλλαν οι συγγραφείς των εν λόγω βιβλίων, αλλά οι περισσότερες ήταν στρατευμένες. Εξέφραζαν πολιτικοποιημένες απόψεις, ενταγμένες ακόμη, ύστερα από τόσες δεκαετίες, στο διχαστικό κλίμα του 1917-1920. Βιβλία αγιοποίησης ή αφορισμού των πρωταγωνιστών της Μικρασιατικής εκστρατείας και της καταστροφής. Ελάχιστα βιβλία προσέγγιζαν την αλήθεια. Και προσωπικά, δεν είμαι της διαχωριστικής… σχολής «Πατριώτες – Προδότες». Έτσι, πήρα την απόφαση να προσπαθήσω να αγγίξω το 1922 με όση αντικειμενικότητα δύναται να υπάρξει. Να ξεκαθαρίσω κάτι: Δεν είμαι επαγγελματίας ιστορικός. Άλλο είναι το επάγγελμά μου. Στο βιβλίο μου δεν κάνω κάποιες συγκλονιστικές αποκαλύψεις, δεν προσκομίζω νέα ιστορικά στοιχεία που έως τώρα ήταν άγνωστα. Τι κάνω; Πολύ απλά, επιχειρώ μια επαναξιολόγηση/ανασύνθεση των τραγικών γεγονότων της Σμύρνης, με εργαλείο τη δημοσιογραφική εμπειρία και τις γνώσεις μου. Με σκοπό την πληρέστερη και αντικειμενικότερη κατανόηση του θέματος. Ειλικρινά, δεν ξέρω εάν το κατόρθωσα. Θα το κρίνουν οι αναγνώστες.

Ο τίτλος του βιβλίου σας είναι συμβολικός ή δηλώνει κάτι κυριολεκτικά;

Δηλώνει κυριολεκτικά αυτό που ανέφερε ο Οδυσσέας Ελύτης για τη Μικρασιατική καταστροφή σε συνέντευξή στο Βήμα, το 1978, «την αισχρή στάση των Δυτικών απέναντί μας για να μην σηκώσουμε κεφάλι». Όταν οι σύμμαχοί σου στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο από μια χρονική στιγμή και μετά σε εγκαταλείπουν, περνούν στην αντίπερα όχθη και τροφοδοτούν με χρήματα και όπλα τον πρώην εχθρό τους –και εχθρό σου–, αυτό δεν λέγεται προδοσία; Δεν αποτελεί διάπραξη ενός εγκλήματος με θύμα τον ελληνισμό;

Γιατί η Μικρασιατική καταστροφή θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες καταστροφές για το ελληνικό κράτος;

Γιατί ο ελληνισμός έχασε την οικουμενικότητά του, πέραν των χιλιάδων νεκρών και προσφύγων. Πάνω από δυο χιλιάδες χρόνια ο ελληνισμός είχε πληθυσμιακή παρουσία και στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Αυτό έπαψε να υφίσταται το 1922. Το Αιγαίο από επίκεντρο ενός οικουμενικού πολιτισμού μετατράπηκε απλώς σε σύνορο του ελληνικού κράτους – το οποίο κι αυτό, σημειώστε, αμφισβητείται στις μέρες μας (από τα Ίμια και μετά) σε μεγάλο μέρος από τη γείτονα χώρα.

stelios paraskevopoulos 12042024

Γιατί οδηγηθήκαμε στη Μικρασιατική καταστροφή;

Η πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας, δηλαδή η εθνική εδαφική ολοκλήρωση της Ελλάδας, προϋπέθετε εθνική ενότητα. Λαό, στρατό, ανώτατο άρχοντα, πολιτικό κόσμο, πολιτικά κόμματα, όλους ενωμένους σε μια γροθιά. Ε, στην ελληνική γη της Ιωνίας δεν υπήρξε τέτοια ελληνική πανστρατιά. Πήγε η μισή Ελλάδα να πολεμήσει. Με τον μισό διχασμένο κόσμο να απέχει και να εύχεται ο Βενιζέλος να φάει τα μούτρα του – κι όταν έγινε η παλινόρθωση του Κωνσταντίνου, να εύχεται να κερδίσει ο Μουσταφά Κεμάλ! Με τέτοιον διχασμό χάνονται, δεν κερδίζονται οι πόλεμοι. Παρά ταύτα, τίποτα δεν θα είχε χαθεί, εάν δεν είχε υπάρξει η μεταστροφή των συμφερόντων των συμμάχων μας – το έγκλημα/προδοσία που προανέφερα.

Θέλω να πιστεύω πως εμείς οι Έλληνες δεν χάσαμε ακόμη την ψυχή μας.

Γράφετε ότι δεν έχει κλείσει ακόμη το κεφάλαιο του 1922. Μπορείτε να αιτιολογήσετε τη γνώμη σας;

Δεν έχει κλείσει με την ιστορική και τη συναισθηματική του έννοια. Πώς να ξεχαστεί μια τόσο μεγάλη καταστροφή, μια τόσο μεγάλη απώλεια; Αναπόδραστα η τραυματική εμπειρία θα μεταφέρεται από γενιά σε γενιά. Η Σμύρνη, όπως και η Κωνσταντινούπολη, ήταν η καρδιά και η ψυχή του ελληνισμού. Όταν κάτι το έχεις τοποθετήσει στην καρδιά της καρδιάς σου, το έχεις αγκαλιάσει με την ψυχή σου, πόσο μάλλον να το έχεις ποτίσει και με το αίμα σου, ακόμη κι όταν το χάσεις, μπορείς να το ξεχάσεις; Να το κλείσεις; Δεν μπορείς. Ξεχνάει κανείς τους γονείς του που έφυγαν από τη ζωή; Και να αναφέρω μια συνετή κουβέντα της Ιωάννας Τσάτσου: «Δεν ξεπερνάμε τα περασμένα. Αφήνουν καυτερά σημάδια στη γη και το αίμα μας». Θέλω να πιστεύω πως εμείς οι Έλληνες δεν χάσαμε ακόμη την ψυχή μας.

Στο βιβλίο έχουμε μια διαφορετική προσέγγιση από τις καθιερωμένες μελέτες. Για ποιο λόγο επιχειρήσατε αυτή την προσέγγιση;

Η διαφορετική προσέγγιση απέβλεπε στο να αποδώσω τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ. Να αποδοθούν οι ευθύνες ακριβοδίκαια, τόσο στον Βενιζέλο όσο και στον Κωνσταντίνο. Και οι δύο ήταν πατριώτες, το καλό της Ελλάδας επεδίωκαν – ωστόσο, και οι δύο διέπραξαν λάθη. Δεν ξέρω εάν κατάφερα στην προσέγγισή μου να είμαι δημοσιογραφικά αμερόληπτος. Πάντως, εάν ήταν να προσφέρω έναν ακόμη ύμνο ή έναν ακόμη αναθεματισμό για «τον γιο του Ψηλορείτη» και «του αετού τον γιο», ειλικρινά σας λέω δεν θα χρειαζόταν να καθίσω να γράψω. Έχουν γραφεί τόσο πολλά επί του συγκεκριμένου είδους, που εγώ δεν θα χρειαζόμουν.

Ποιος είναι ο ρόλος του Ελευθερίου Βενιζέλου στη Μικρασιατική καταστροφή;

Στην καταστροφή δεν ήταν στο τιμόνι της χώρας. Ο ρόλος του, συνεπώς, εξετάζεται στην απόφασή του (υπαγορευμένη από τους συμμάχους) στη Μικρασιατική εκστρατεία. Και το ερώτημα έρχεται από μόνο του, έπρεπε ή όχι να αποστείλει η Ελλάδα στρατό στη Σμύρνη; Εκ του οδυνηρού αποτελέσματος, η απάντηση είναι αρνητική. Μπορούσε ο Βενιζέλος να προβλέψει το αποτέλεσμα; Ως διπλωμάτης επιβαλλόταν να πιθανολογήσει τη θέση της χώρας, τις εξελίξεις του πολέμου και μετά το τέλος της δικής του εποχής και να αποφασίσει ανάλογα. Όμως ο υπερπατριωτισμός του, ο υπέρμετρα φιλόδοξος χαρακτήρας του και η πολιτική του κυριαρχία (που αποδείχτηκε στις εκλογές του 1920 πως ήταν φαινομενική), δεν του επέτρεψαν να δει μακρύτερα. Και αποφάσισε με πρόσκαιρους συσχετισμούς συμφερόντων αυτό το οποίο θα αποφάσιζε (η αλήθεια να λέγεται) οποιοσδήποτε άλλος πολιτικός βρισκόταν στη θέση του. Η Ελλάδα, μαζί με τις άλλες νικήτριες χώρες, να μην έμενε έξω από τη μοιρασιά της ηττημένης Ανατολής. Όμως, με μεγαλύτερη διορατικότητα, μπορούσε ο Βενιζέλος να αποφύγει τη Σμύρνη και να διεκδικούσε από τους συμμάχους περιοχές σχεδόν μηδενικού κινδύνου, όπως τη Βόρεια Ήπειρο, τη σλαβική Μακεδονία, την Ανατολική Θράκη, τα Δωδεκάνησα, την Κύπρο. Ακόμη ακόμη και την Κωνσταντινούπολη.

Οι ευθύνες του βασιλιά Κωνσταντίνου και των υπουργών του;

Στο ότι δεν αντελήφθη κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου, από μια χρονική στιγμή και μετά, ότι η ουδετερότητα έβλαπτε τα συμφέροντα της Ελλάδας. Κι όταν αντελήφθη στο πολεμικό συμβούλιο της Κιουτάχειας, τον Ιούλιο του 1921, ότι ο ελληνικός στρατός οδεύει σε ταπεινωτική ήττα, δεν είχε το σθένος να προχωρήσει σε συμβιβασμό / συνθήκη ειρήνης, παρασυρμένος από τον βασιλόφρονα πρωθυπουργό Δ. Γούναρη.

Μετά την τραγωδία της Μικρασιατικής καταστροφής έπρεπε κάποιοι να τιμωρηθούν. Ποια είναι η γνώμη σας για τη δίκη των Έξι;

Άδικη δίκη και εξίσου άδικη καταδίκη. Οι Έξι συνέχισαν αυτό που παρέλαβαν. Πολέμησαν. Άλλοι είχαν αποφασίσει τη Μικρασιατική εκστρατεία. Όμως η ανείπωτη τραγωδία και η δικαιολογημένη λαϊκή οργή αναζήτησαν παραδειγματική τιμωρία. Δεν γινόταν, δυστυχώς, διαφορετικά.

Κατά πόσο μπορεί να βοηθήσει ένα ιστορικό βιβλίο στην ενθύμηση και πληροφόρηση για σημαντικά γεγονότα της πατρίδας μας;

Συμβάλλει ώστε τα παθήματα να γίνονται μαθήματα. Αμφιβάλλω όμως πολύ εάν οι πολιτικοί μας ταγοί διδάσκονται από την ιστορία μας.

Ποιο ιστορικό βιβλίο διαβάσατε τελευταία και σας έκανε εντύπωση;

Διάβασα το βιβλίο Οι Έλληνες: Μια παγκόσμια ιστορία του Ρόντρικ Μπίτον [μτφρ. Μενέλαος Αστερίου, Εκδόσεις Πατάκη, 2022). Το συνιστώ ανεπιφύλακτα.

Δείτε εδώ συνεντεύξεις του κ.Ιντζέμπελη

Previous Article

Σύλληψη αλλοδαπού διωκόμενου στην Ηγουμενίτσα

Next Article

Σύλληψη παράτυπου μετανάστη για κλοπή μοτοποδηλάτου

Σχετικά άρθρα