Τα έντομα, ως μικροσκοπικά πλάσματα που ίπτανται, προκαλούν στον άνθρωπο δέος, και στις δύο σημασίες του: από τη μία θαυμασμό, ως σύμβολα ελευθερίας, αφού πετούν μακριά χωρίς να μπορείς να τα φτάσεις· από την άλλη φόβο, γιατί η ίδια τους αυτή η ευκινησία τα κάνει επικίνδυνα, όταν πλησιάζουν τον άνθρωπο απειλητικά.
Μπορούμε κάπως χονδρικά να πούμε ότι, ενώ η αρχαιότητα στάθηκε περισσότερο στο πρώτο σκέλος του δέους, τον θαυμασμό, η νεοελληνική λαϊκή παράδοση, κατεξοχήν αγροτική και κτηνοτροφική, προτίμησε το δεύτερο.
Για την αρχαιότητα δεν μπορούμε σε αυτή την περιορισμένη παρουσίαση να επεκταθούμε, αρκεί μόνο να αναφέρουμε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα.
α) Οι μέλισσες είναι τα έντομα που αγαπήθηκαν πολύ από τους αρχαίους Έλληνες, όχι μόνο για το μέλι και το κερί που παράγουν, αλλά και για την άρτια οργάνωση της ζωής τους μέσα στην κοινότητα, που ταίριαζε πολύ με το αρχαιοελληνικό πρότυπο της πολιτείας. Έτσι, η μέλισσα συνδέθηκε στενά με τη λατρεία της Δήμητρας, της οποίας μάλιστα οι γυναίκες-ακόλουθοι, ονομάζονταν Μέλισσαι. Αλλά και στη λατρεία της Αρτέμιδος Εφεσίας έπαιξε σημαντικό ρόλο, αρκεί να σκεφτούμε ότι η μέλισσα αποτέλεσε σύμβολο της Εφέσου και χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα ως εικονογραφικός τύπος σε νομίσματα της πόλης.
β) Ένα ακόμα σπουδαίο παράδειγμα είναι η πεταλούδα, που θεωρήθηκε σύμβολο της ψυχής (γι’ αυτό άλλωστε και «ψυχή» ήταν το αρχαίο της όνομα [πβ. ψυχανθή: τα φυτά που τα άνθη τους μοιάζουν με πεταλούδες]). Είναι εύκολο να καταλάβουμε πώς έγινε αυτή η σύνδεση. Πάντα έκανε εντύπωση στους Έλληνες, αλλά και σε άλλους λαούς, πώς μια κάμπια (προνύμφη) μπαίνει σε ένα κουκούλι, που είναι η φυλακή της, και μετά από λίγο καιρό βγαίνει από αυτό έχοντας φτερά, με τα οποία μπορεί να πετάξει στον ουρανό αφήνοντας πίσω τη φυλακή της. Έτσι την παρομοίασαν με την ψυχή, που με τον θάνατο απελευθερώνεται από το φθαρτό σώμα (χαρακτηριστικό της αρχαίας μεταφυσικής).
Σήμερα όμως δεν θα σταθούμε στην αρχαία, αλλά στη νεοελληνική λαϊκή παράδοση, όπως αυτή φαίνεται μέσα από μεταφορικές και παροιμιακές γλωσσικές φράσεις. Εκεί θα διαπιστώσουμε ότι όντως, το άλλο σκέλος του δέους, δηλαδή ο φόβος είναι που κυριαρχεί, μετουσιωμένος όμως σε πολλά άλλα αρνητικά συναισθήματα: ενόχληση, δυσφορία, θυμός, ταραχή, λύπη – αν και δεν λείπουν εντελώς και ορισμένα θετικά, όπως θα δούμε π.χ. στο έντομο μέλισσα. Αυτό είναι λογικό για την αγροτοκτηνοτροφική, αλλά και τη μετέπειτα αστική οργάνωση της ζωής των Νεοελλήνων.
Μιλώντας για έντομα, αυτό που συνειρμικά έρχεται στον νου των περισσοτέρων είναι η δυσφορία που προκαλούν αυτά τα μικρά πλάσματα ως ενοχλητικοί ή και επιβλαβείς εισβολείς – πολλά εκ των οποίων όμως είναι άκρως χρήσιμα στις ποικίλες διεργασίες του φυσικού περιβάλλοντος (όπως η επικονίαση των φυτών, η παραγωγή μελιού κ.ά.).
Ας δούμε, λοιπόν, με ποιες σημασίες συναντώνται γλωσσικά τα έντομα, συμπαθητικά ή απεχθή:
ακρίδα
- (μειωτικά) ο κάτισχνος, ο πολύ αδύνατος: (χρησιμοποιείται και ως αρσενικό) Ποιος είναι αυτός ο ακρίδας στη φωτογραφία;// (μτφ.) Ακρίδες τρως;
- (για πλήθος ανθρώπων, που τρώνε πολύ) Έπεσε ακρίδα στον μπουφέ! Ούτε τυροπιτάκι δεν έμεινε!
- ο άπληστος, αυτός που κατατρώει τα πάντα. Αυτοί οι εφοριακοί που συνελήφθησαν σήμερα ήταν ακρίδες! Πολλοί επιχειρηματίες καταστράφηκαν οικονομικά χρηματίζοντάς τους!
αραχνιασμένος
ο παμπάλαιος, ο ξεπερασμένος. Ρε Νίκο, το λογισμικό σου είναι αραχνιασμένο, γι’ αυτό δεν ανοίγει το αρχείο // (το ρήμα αραχνιάζω χρησιμοποιείται για ένδειξη παλαιότητας) Έχει αραχνιάσει το ασανσέρ, γι’ αυτό χαλάει κάθε τρεις και λίγο.
γρύλος
ο μηχανισμός για την ανύψωση βαρέων αντικειμένων. Δυστυχώς, δεν είχα γρύλλο στο αμάξι, οπότε περίμενα τρεις ώρες μέχρι να έρθει η οδική βοήθεια.
ζούδι
ο μικρόσωμος, ο ανυπόληπτος. Άντε, ρε ζούδι, που θα μας απειλήσεις κιόλας!
ζουζούνι (θηλ. ζουζούνα) / ζούζουλο
- χαριτωμένο ή και άτακτο παιδάκι. Αυτό το ζούζουλο στη φωτογραφία ο ανιψιός σου είναι; / Δήμητρα, τι κάνουν τα ζουζούνια σου; // (γενικότ. χαϊδευτικά) Θα βγούμε το βράδυ, εντάξει ζουζουνάκο μου;)
- ζουζουνιά: χαριτωμένη κίνηση
- ζουζουνίζω: μιλάω (κυρίως για τις χαρούμενες παιδικές φωνές)
κάνθαρος
αρχαίο αγγείο. Στην ανασκαφή βρέθηκαν ακέραιοι δέκα πήλινοι κάνθαροι και δύο χάλκινα ξίφη.
κατσαριδάκι
το αυτοκίνητο σκαραβαίος (βλ.λ.) και κατ’ επέκτ. κάθε αυτοκίνητο μικρού κυβισμού. Ρε άνθρωπε, πού πας μ’ αυτό το κατσαριδάκι στην εθνικό οδό
κατσαρίδας
ζωηρό παιδάκι. Αυτός ο κατσαρίδας με το κόκκινο μπλουζάκι είναι ο γιος της Αμαλίας.
κηφήνας
αυτός που εκ πεποιθήσεως δεν εργάζεται, αλλά ζει παρασιτικά. Τριάντα χρονών κηφήνας και τον συντηρεί ο πατέρας του, ο οποίος μάλιστα δουλεύει και μετά τη συνταξιοδότησή του!
κοριός
- κυρίως στη φράση κάνω τον ψόφιο κοριό για κάποιον που υποκρίνεται ότι κάτι δεν τον αφορά. Όταν η Χριστίνα κάλεσε την Αστυνομία καταγγέλλοντας τον σύζυγό της για κακοποίηση, αυτός έκανε τον ψόφιο κοριό.
- μικροσκοπικός μηχανισμός υποκλοπής συνομιλιών. Οι κοριοί της Αντιτρομοκρατικής παρακολουθούσαν εδώ κι ένα χρόνο τις τηλεφωνικές κλήσεις μεταξύ των μελών της συμμορίας.
μαμούνι
αυτός που είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικός σε κάτι, χωρίς οι άλλοι να το περιμένουν από αυτόν. Ξέρεις τι μαμούνι είναι η Σόνια; Μπορεί να σου βρει μαγαζιά με φοβερά πράγματα σε πολύ χαμηλές τιμές.
μαρμάγκα
δηλητηριώδης αράχνη· κυρίως στις φράσεις:
- θα σε φάει η μαρμάγκα / σ’ έφαγε η μαρμάγκα αν…: θα πάθεις κακό (ως απειλή)
- το ’φαγε η μαρμάγκα εξαφανίστηκε
μέλισσα
πρόσωπο που εργάζεται άοκνα ή που προσφέρει αγαθά. Μέλισσα η θεία Γεωργία! Κάθε φορά που θα πάμε στο σπίτι της, μας γεμίζει με καλούδια.
μουσίτσα
(κυριολεκτικά μικρό έντομο, π.χ. Όλη η φετινή σοδειά μας καταστράφηκε απ’ τη μουσίτσα) συνήθως σκωπτικά για πρόσωπο που συμπεριφέρεται με πονηριά: Είσαι μια μουσίτσα εσύ!
μύγα
Πλούσια η εκπροσώπηση του εν λόγω εντόμου σε διάφορες παροιμιώδεις φράσεις. Μερικά παραδείγματα:
- Στο τέλος της σεζόν βαράμε μύγες όλη μέρα στο μαγαζί (δεν έχουμε δουλειά, καθόμαστε άπραγοι).
- Βρε Χρύσα, μύγα σε τσίμπησε; (ενοχλήθηκες έντονα και ξαφνικά, χωρίς ιδιαίτερο λόγο).
- Δεν μου φαίνεται περίεργο το ξέσπασμα του Άκη. Όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται (αντιδρά/ενοχλείται όποιος έχει λόγο να το κάνει).
- Η γυναίκα του τά ’χει με τον υπάλληλό του κι αυτός χάφτει μύγες (έχει πλήρη άγνοια, είναι εντελώς αφελής).
- Για λίγα ψώνια στο σούπερ μάρκετ και πλήρωσα 53 ευρώ! Θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι (θα πεινάσει ο κόσμος).
- Όλοι ήταν καλοντυμένοι, αλλά ο Σάκης, όπως πάντα, ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα μ’ εκείνο το κακόγουστο μπλουζάκι του (ήταν τελείως αταίριαστος με το περιβάλλον).
- Σ’ αυτόν τον φούρνο χρεώνουν μέχρι και τις χαρτοπετσέτες για την τυρόπιτα! Βγάζουν απ’ τη μύγα ξίγκι! (αντλούν κέρδος από το κάθε τι).
- Εγώ τον είχα προειδοποιήσει ότι δεν σηκώνω μύγα στο σπαθί μου (είμαι εύθικτος).
- Εμείς τής λέμε της κόρης μας ότι δεν ταιριάζει με τον συγκεκριμένο άνθρωπο, αλλά αυτή κόλλησε σαν τη μύγα στο μέλι (συνδέθηκε πολύ έντονα, προσκολλήθηκε).
μυρμήγκι (και λαϊκά: μέρμηγκας)
- ασήμαντος. Τα αφεντικά όλους εμάς τους εργάτες μάς θεωρούν μυρμήγκια.
- μυρμηγκιάζω: μυρμηγκιάζουν τα χέρια μου (για ελαφρά τσιμπήματα ή μούδιασμα).
οίστρος
ενοχλητικό έντομο που μπαίνει στη μύτη (εξ ου και η παροιμιώδης φράση) ιπποειδών και βοοειδών, η αλογόμυγα, η βοϊδόμυγα. Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως με μεταφορική σημασία: Στην έκθεση που εγκαινιάζεται αύριο, θα θαυμάσουμε τα έργα του οίστρου του κορυφαίου καλλιτέχνη κατά την πιο δημιουργική δεκαετία της ζωής του.
παράσιτο
- αυτός που εκδηλώνει ακραία αντικοινωνική συμπεριφορά. Άκου εκεί… Το παράσιτο της κοινωνίας έχει το θράσος να βγαίνει στα κανάλια και να δίνει συνεντεύξεις!
- στον πληθυντικό: ήχοι που προκαλούνται σε μέσα επικοινωνίας ή ενημέρωσης: Μάνθο, ξαναπάρε με, γιατί έχει παράσιτα το τηλέφωνο.
πεταλούδα
γυναίκα ελευθερίων ηθών. Αυτός είχε μεγάλη περιουσία, αλλά του την έφαγαν οι πεταλούδες της νύχτας.
σαράκι
έμμονη σκέψη, ακατασίγαστη θλίψη. Εμένα μού είχαν πει ότι το παιδί μου πέθανε στον τοκετό και το έθαψαν κατευθείαν, αλλά ακόμα και σήμερα με τρώει το σαράκι ότι το πήραν για υιοθεσία!
σκαθάρι
ζωηρό και άτακτο παιδί. Το σκαθάρι ξέρεις τι πήγε κι έκανε; Έβαλε αλάτι στο τσάι της μητέρας μου!
σκαραβαίος
κολεόπτερο έντομο· παλαιότερα μετωνυμικά ονομαζόταν έτσι μοντέλο αυτοκινήτου της εταιρείας Volkswagen με παρόμοιο χαρακτηριστικό σχήμα: Τότε που ήμασταν φοιτητές, μπαίναμε έξι άτομα σε ένα σκαραβαίο που είχε ο κολλητός μου.
σκνίπα
πολύ μεθυσμένος. Χθες είχα βγει με κάτι συναδέλφους κι έγινα σκνίπα!
σκορπιός
- πρόσωπο που διατυπώνει πικρόχολα σχόλια
- πρόσωπο που ανήκει στο όγδοο ζώδιο του κύκλου της αστρολογίας. Γωγώ μου, το ήξερες ότι ο Κώστας είναι Σκορπιός, μην παραπονιέσαι τώρα που δεν τα πάτε καλά!
σφήκα
- πρόσωπο που έχει επιθετικό και δύστροπο χαρακτήρα. Ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας είναι μια σφήκα… ο Θεός να σε φυλάει!
- σφηκοφωλιά χώρος όπου λαμβάνουν χώρα παράνομες ενέργειες. Δεν μπορείς να φανταστείς τι σφηκοφωλιά είναι αυτό το διαμέρισμα… Συνεχώς μπαινοβγαίνουν άνθρωποι της νύχτας.
τζίτζικας
- ο οκνηρός. Τον Μήτσο μια ζωή τζίτζικα τον θυμάμαι, γι’ αυτό τώρα δεν έχει ούτε ευρώ στην τσέπη του.
- Σήμερα που σκάει ο τζίτζικας (έχει υπερβολική ζέστη), χάλασε το κλιματιστικό στο γραφείο!
τσιμπούρι
πολύ ενοχλητικός άνθρωπος. Στην αρχή η πεθερά μου ερχόταν μια φορά τη βδομάδα. Τώρα κάθε μέρα είναι στο σπίτι μας. Τσιμπούρι μάς έγινε!
ξανθόψειρα / ξανθόψειρας / ξανθομπάμπουρας
γενική (συνήθως σκωπτική) ονομασία για ξανθό άνθρωπο. Ο Σωκράτης είναι πολύ ωραίο παιδί, αλλά πήγε και παντρεύτηκε μια ξανθόψειρα. // Αυτός ο ξανθομπάμπουρας στο βίντεο είναι ένας συνάδελφος από τη Σουηδία.
χρυσοκάνθαρος
το σκαθάρι· (κυρίως μεταφορικά) αυτός που πλουτίζει με δόλια μέσα: Οι χρυσοκάνθαροι της τράπεζας έδιναν αύξηση στον εαυτό τους, και μάλιστα αναδρομικά, ενώ παράλληλα εισηγούνταν μείωση των μισθών για όλους τους υπαλλήλους!
ψείρα
- μικροσκοπικό ακουστικό ή μικρόφωνο.
- στον πληθυντικό ψείρες: α) μικροσκοπικά γράμματα. Αυτά είναι ψείρες, πρέπει να ’χει γυαλιά ο άλλος για να τα διαβάσει.
- β) ζητήματα άνευ σημασίας. Έλα, βρε Τατιάνα μου, κάθεσαι τώρα κι ασχολείσαι με ψείρες…
- ψείρας: αυτός που είναι πάρα πολύ προσεκτικός σε κάθε ενέργεια: Δεν υπάρχει περίπτωση να έκανε λάθος ο Νίκος με τις αποδείξεις, είναι πολύ ψείρας.
- ψειρού: η φυλακή. Γι’ αυτό το πλαστό πιστοποιητικό, ο Τόλης πέρασε τρία χρόνια στην ψειρού.
- πρέπει να το ’χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες. Λέγεται για όσους αποτυγχάνουν επειδή δεν έχουν τα απαραίτητα προσόντα.
- ψειρίζω τη μαϊμού (πιο σωστό θα ήταν: ξεψειρίζω): ασχολούμαι με κάτι εμμονικά, δαπανώ χρόνο πολύ περισσότερο απ’ ό,τι χρειάζεται: Τα έγγραφα τα δώσαμε στον δικηγόρο εδώ κι ένα μήνα, αλλά αυτός ξεψειρίζει τη μαϊμού.
ψύλλος
Αρκετές οι παροιμιώδεις φράσεις που αναφέρονται στο συγκεκριμένο ενοχλητικό έντομο:
- Μου μπήκαν ψύλλοι στ’ αυτιά (υποψιάζομαι) ότι ο Αντώνης βάζει χέρι στο ταμείο του μαγαζιού όταν λείπω.
- καλιγώνω τον ψύλλο είμαι πανέξυπνος / για ψύλλου πήδημα (ασήμαντη αιτία) και κάνεις αξονική;
- Αν καταλάβει ο θείος μου ότι πήραμε το αυτοκίνητό του χωρίς να τον ρωτήσουμε, ούτε ψύλλος στον κόρφο μας (θα βρεθούμε σε τρομερά δύσκολη θέση).
Άξιο αναφοράς, τέλος, είναι και το ότι ορισμένες λέξεις που αναφέρονται στα έντομα είναι ευρύτατα γνωστές με τη μεταφορική τους σημασία και όχι με την κυριολεκτική, π.χ. μουσίτσα, οίστρος, χρυσοκάνθαρος.
Δεν θα κάνουμε αναφορά σε αινίγματα και λογοπαίγνια, π.χ. όλοι ανακαλούμε στη μνήμη μας τους παιδικούς γλωσσοδέτες: Φτου! Σκουληκομυρμηγκότρυπα! / ο τζίτζιρας (λαϊκός τύπος της λέξης τζίτζικας), ο μίτζιρας, ο τζιτζιμιντζιχότζιρας, ούτε σε ονόματα αντλημένα από έντομα (αξίζει μόνο να αναφερθεί το κύριο όνομα Μελισσάνθη, όπως και πληθώρα επωνύμων: Μελισσανίδης, Μέρμηγκας, Μυγιάκης, Σφήκας, Ψυλλιάς κ.ά.).
Αλλά επειδή η έμφαση εκ των πραγμάτων δόθηκε στην ενοχλητική πλευρά των εντόμων, ας κλείσουμε με μια γλυκιά και νοσταλγική εικόνα των εντόμων, όπως την αποτυπώνει ένας από τους πιο αισθαντικούς ποιητές μας:
Πεταλούδες πετούν ταίρι με ταίρι,
εδώ βουίζει μέλισσα, εκεί σφήκα·
Τη φύση στην καλή της ώρα εβρήκα,
λαχταρίζει η ζωή σ’ όλα τα μέρη.
(Λορέντζος Μαβίλης, Πατρίδα)
Κείμενο – φωτό: Βασίλης Μαλισιόβας
Δείτε εδώ κείμενα του κ.Μαλισιόβα.