Πολύς λόγος έγινε και γίνεται για τη δήλωση γνωστού παρουσιαστή κεντρικού καναλιού πανελλαδικής εμβέλειας σχολιάζοντας ρεπορτάζ συναδέλφου του για την ακρίβεια. Ούτε λίγο ούτε πολύ υποστήριξε ότι με 4 φέτες ζαμπόν μια μέση οικογένεια μπορεί να ψήσει 4 τοστ κι έτσι να λύσει το επισιτιστικό της πρόβλημα. Και με επικριτικό ύφος επεσήμανε: «Τι να τις κάνει μια οικογένεια περισσότερες φέτες; Να τις αφήσει να χαλάσουν»; Μετά από μια τέτοια δήλωση θα περίμενε κανείς να ακολουθήσει γενική κινητοποίηση. Οι Έλληνες θα έπρεπε να νιώθουν θιγμένοι και με έντονο προβληματισμό. Κι αυτό γιατί, αντί να εκπλησσόμαστε, δεν ενδιαφερόμαστε για όσα περίεργα συμβαίνουν γύρω μας, τι θα πρέπει να περιμένουμε για την πολύπαθη Ελλάδα μας; Πώς μπορούμε να περιμένουμε να αλλάξει κάτι αν όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, μας φαίνονται απλά κάτι το συνηθισμένο, από αυτά δηλαδή που συμβαίνουν φυσιολογικά σε μια χώρα όπως η Ελλάδα; Με τι μούτρα, για να το πω πιο απλά θα αντικρίσουμε τις επόμενες γενιές, αν δεν έχουμε κάτι να τους πούμε για όλα αυτά τα συγκλονιστικά που εκτυλίσσονται συνεχώς γύρω μας; Καθώς αναρωτιόμουν όλα αυτά, συνειδητοποίησα ότι οι αναφορές των παρουσιαστών-δημοσιογράφων της εκπομπής θα ταίριαζαν περισσότερο σε καθοδηγητές και καθοδηγούμενους κι όχι σε ενημερωτές πολιτών..
Αυτό, να σας πω την αλήθεια, με ανησύχησε πολύ περισσότερο από τα όσα διάβαζα στις αθηναϊκές εφημερίδες. Κι αυτό γιατί ειλικρινά δεν πιστεύω ότι ο κάθε δημοσιογράφος ή αρθρογράφος μπορεί να έχει το δικαίωμα να θεωρεί πως μπορεί να καθοδηγήσει την κοινή γνώμη, μόνο και μόνο επειδή έχει τη θέληση και τη δυνατότητα να προβάλει την άποψή του και να την καθιστά γνωστή σε όλους. Ο απλός πολίτης που μπορεί να μην έχει κάποια πρόσβαση σε έντυπα (πολύ δε περισσότερο στα τηλεοπτικά, ηλεκτρονικά και ραδιοφωνικά μέσα ενημέρωσης), δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να έχει άποψη, ειδικά όταν φροντίζει να τη διαμορφώνει όσο το δυνατόν αντικειμενικότερα και αληθοκεντρικά. Συνεπώς οι εκπρόσωποι της δημοσιογραφίας δεν έχουν κανένα δικαίωμα να θεωρούν ότι θα πρέπει, στο πλαίσιο της ενημέρωσης, να μας δώσουν κάποιου τύπου οδηγίες με τις θέσεις τους για κάθε ζήτημα. Συνοδοιπόροι και συμπάσχοντες είμαστε σ’ αυτή την κοινωνία, όλοι μας, κι όχι καθοδηγητές και καθοδηγούμενοι. Ο καθένας μας διατηρεί την αυτονομία του, την άποψή του και διαθέτει το αυτενεργό και το αυτεξούσιο. Γι’ αυτό, παραμένω αισιόδοξος ότι, όσο κι αν φαίνονται σκούρα τα πράγματα, τελικά όλα στο τέλος θα πάνε πιο καλά απ’ όσο περιμέναμε.
Κι αυτό γιατί εμείς οι Έλληνες έχουμε την πολιτική μέσα στο αίμα μας, όχι τόσο ως τυφλή υπακοή στον ηγέτη, όπως συμβαίνει σε κάποιους βόρειους λαούς, όσο ως δυνατότητα άσκησης κριτικής και διατύπωσης γνώμης. Είναι μάλλον κάτι γονιδιακό που μπορεί να το κουβαλάμε μέσα μας από τους προγόνους μας της αρχαιότητας και μπορεί να μην εκφράζεται απαραιτήτως μέσα από έντυπα ή μέσα ενημέρωσης, αλλά εκφράζεται δια ζώσης από καφενείου εις καφενείον, με τη μορφή της πολιτικής συζήτησης μεταξύ φίλων, της πολιτικής κριτικής, του έντονου ή και εριστικού πολλές φορές διαλόγου κατά τη διάρκεια του οποίου ακούς αλήθειες σαν αυτές που έκαναν τον Πλάτωνα μεγάλο φιλόσοφο και τους διαλόγους του λογοτεχνικά έργα που γίνονται αντικείμενο παγκόσμιας μελέτης. Στο ερώτημα λοιπόν αν χρειάζεται να ανησυχούμε για τη μοίρα των Ελλήνων, η θέση μου είναι κατηγορηματικά όχι! Οι Έλληνες δεν φοβούνται κανέναν και τίποτε, μπορούν να κρίνουν και να αξιολογήσουν τους ηγέτες τους, γιατί έχουν απαιτήσεις από αυτούς και γιατί κατέχουν καλά το δύσκολο άθλημα της πολιτικής από τα γεννοφάσκια τους. Αν αφεθούν ελεύθεροι, χωρίς ασφυκτικό εναγκαλισμό από τα πάσης φύσεως κέντρα εξουσίας που διαστρεβλώνουν πολλές φορές την αλήθεια και χαλκεύουν τις ειδήσεις όπως τους βολεύει, τότε μπορούν να δώσουν αποστομωτικές απαντήσεις σε όσους νομίζουν ότι μπορούν εύκολα να τους ποδηγετήσουν. Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι όλο και περισσότερο, τελευταία, πληθύνονται οι προσπάθειες ποδηγέτησης με μια συντονισμένη δράση εκατέρωθεν, σε συνεργασία της εκτελεστικής εξουσίας με τα Μέσα Ενημέρωσης, τους φορείς, δηλαδή, της λεγόμενης 4ης εξουσίας. Η κυβέρνηση προσπαθεί να ελέγξει με επιδόματα και παροχές τους πολίτες και να τους μετατρέψει σε «πελάτες» ρωμαϊκού τύπου, εκείνους δηλαδή τους Ρωμαίους που ζούσαν κοντά στους πατρικίους (πλούσιους Ρωμαίους) ως υπήκοοι και δέχονταν την προστασία τους, την ίδια στιγμή που αδιαφορεί για την ποιότητα ζωής τους και προχωρά σε συμφωνίες δισεκατομμυρίων με δυσδιάκριτο προς το παρόν στόχο, αλλά οπωσδήποτε με ευδιάκριτες συνέπειες για τις μεσαίες και κατώτερες τάξεις. Παράλληλα με την προσπάθεια αυτή, τα ΜΜΕ αποπροσανατολίζουν, στρέφοντας την προσοχή του κόσμου σε διχαστικά διλήμματα που τελικά δεν έχουν τόσο μεγάλη σημασία και αποσιωπώντας, πολλές φορές, τα πραγματικά προβλήματα. Πόση εμπιστοσύνη μπορεί να εμπνεύσει αυτή η στάση;
Σε απάντηση του ερωτήματος παραθέτω απόσπασμα από άρθρο του (γνήσιου τέκνου του συστήματος) Γ. Πρετεντέρη στα ΝΕΑ το 2010: «καλώς ή κακώς, η διαφάνεια και η αποκάλυψη είναι τα δυο πόδια του Τύπου, τα οποία του επιτρέπουν να τρέχει ακόμη και στις πιο δύσκολες εποχές αλλά µε δύο προϋποθέσεις. Πρώτον, ότι και η διαφάνεια και η αποκάλυψη έχουν κανόνες. Ότι δεν ασκούνται εις βάρος του δικαίου ή της αξιοπρέπειας κι ότι ο χώρος του Τύπου δεν είναι ξέφραγο αμπέλι. Δεύτερον, ότι η διαφάνεια και η αποκάλυψη δεν κρύβουν ούτε υπηρετούν σκοπιμότητες (πολιτικές ή επιχειρηματικές, κοµµατικές ή προσωπικές). Διότι η σκοπιμότητα υπομονεύει την αξιοπιστία του Τύπου, άρα οδηγεί στον βέβαιο θάνατό του. Δυστυχώς, ο ελληνικός Τύπος δεν έχει κατορθώσει να ανταποκριθεί συνολικά σε καμία από τις δύο προϋποθέσεις. Και γι’ αυτό, μεταξύ άλλων, τη δύσκολη στιγμή έμεινε χωρίς πόδια».
Δείτε εδώ κείμενα του κ. Κωσταβασίλη.