Η Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου είναι ομότιμη καθηγήτρια Ελληνικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ. Στο συγγραφικό, επιστημονικό και ερευνητικό της έργο ασχολείται κυρίως με θέματα νεοελληνικής λογοτεχνίας 19ου-20ού αιώνα. Στον χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους την απασχολούν θέματα ιστορίας, θεματολογίας και υφολογίας σύγχρονων κειμένων παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας, οι σχέσεις λογοτεχνίας και εκπαίδευσης, καθώς και η ανάγνωση και η φιλαναγνωσία. Έχει λάβει μέρος σε πολλά πανελλήνια και διεθνή συνέδρια, μελέτες της έχουν δημοσιευτεί σε έγκυρα περιοδικά, κριτικές της δημοσιεύονται στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Κυριότερα έργα της: Φιλολογικές διαδρομές Α’ Β’, Γ’ (Πατάκης), Το θαυμαστό ταξίδι: Μελέτες για την παιδική λογοτεχνία (Πατάκης), Καλλιεργείται η αγάπη για το διάβασμα; Τόποι ανάγνωσης και τρόποι εκπαίδευσης (Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση, Μελέτες 2011, σε συνεργασία με τους Δ. Πολίτη, Ά, Χαλκιαδάκη & Φ. Τσιαμπάση). Έχει επίσης την επιμέλεια τόμων και πρακτικών συνεδρίων που η ίδια έχει οργανώσει. Υπήρξε επί πολλά έτη πρόεδρος της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων Παιδικής Λογοτεχνίας Ελλάδας και Κύπρου. Ο τιμητικός τόμος Κ’ η φαντασία στο λογισμό, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο, σε επιστημονική επιμέλεια των Δημήτρη Πολίτη & Γιάννη Σ. Παπαδάτου, μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.
Είστε νεοελληνίστρια, έχετε ασχοληθεί στις μελέτες σας με συγγραφείς και ρεύματα του 19ου και του 20ού αιώνα. Θα θέλατε να μας μιλήσετε για τις επιρροές που σας οδήγησαν στις επιλογές σας αυτές;
Πρωταρχικό ρόλο στους προσανατολισμούς μου διαδραμάτισε το οικογενειακό μου περιβάλλον, που έδινε ιδιαίτερη έμφαση στα γράμματα και τον πολιτισμό και πάνω σ’ αυτή τη βάση οι φιλόλογοί μου στο Γυμνάσιο ενίσχυσαν και εμπλούτισαν την αγάπη μου προς τη λογοτεχνία. Στη συνέχεια οι ακαδημαϊκοί μου δάσκαλοι, όπως ο Κωνσταντίνος Δημαράς, ο André Mirambel και o Yvon Tarabout, καθηγητές μου στη Σορβόνη, προσφέρανε τις επιστημονικές βάσεις για τη μετέπειτα πορεία μου. Όμως, σ’ αυτή την πορεία τον ουσιαστικότερο ρόλο έπαιξε η γνωριμία και η συναναστροφή μου με προσωπικότητες των γραμμάτων μας, όπως ήταν η Έλλη Αλεξίου, ο Μάρκος Αυγέρης, ο Κώστας Βάρναλης, ο Βασίλης Ρώτας, η Βούλα Δαμιανάκου κ.ά., με τις οποίες είχα τη μεγάλη τύχη να συνδεθώ προσωπικά και ουσιαστικά. Οι προσωπικότητες αυτές επηρέασαν τόσο τη στροφή μου προς τη νεοελληνική λογοτεχνία, όσο και τη θεώρηση και την οπτική γωνία των ερευνών μου. Η αντίληψη ζωής, ο πλούτος των γνώσεων, ο κοινωνικός προσανατολισμός τους υπήρξαν μεγάλο σχολείο ζωής και πολιτισμού για μένα. Η σύνδεση του λογοτεχνικού έργου με τις κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες που το παρήγαγαν ήταν κεντρικός άξονας των μελετών και της έρευνάς μου.
Στο έργο σας έχετε ασχοληθεί ιδιαίτερα με τον Παλαμά, έναν ποιητή που στην εποχή του χάραξε νέους δρόμους στην ποίηση και όχι μόνο. Στην εποχή μας θεωρείται από πολλούς ξεπερασμένος. Ποια είναι η γνώμη σας;
Ο Κωστής Παλαμάς υπήρξε μια μεγάλη μορφή των γραμμάτων μας στην εποχή του και οι επόμενες γενιές κινήθηκαν στη «βαριά σκιά» του, όπως αναφέρει ο Δημαράς. Όμως το έργο του, οι θέσεις του για πνευματικά ζητήματα, ιστορικά γεγονότα, η σύνδεση του έργου του με την ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα είχαν ως αποτέλεσμα ποιήματα ή και συλλογές του να συγκλονίζουν, πέρα από τη αισθητική τους αξία, με τη βαθύτητα και ευθυκρισία της σκέψης τους ακόμη και σήμερα. Η ποίηση του Παλαμά έχει διαχρονικά στοιχεία. Δεν είναι τυχαίο –και το συναντάμε συχνά– ότι κείμενα και άρθρα που σχολιάζουν σύγχρονες καταστάσεις στον έντυπο ή ηλεκτρονικό τύπο, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενισχύονται από παλαμικούς στίχους. Θα αναφέρω μια εμβληματική για την επαναστατικότητα της σκέψης της ποιητική συλλογή: Τα σατιρικά γυμνάσματα ή ποιήματα, όπως «Ο Γκρεμιστής». Ακόμη, στη σημερινή εποχή είναι πολύ κοντά μας ο Παλαμάς της «χαμηλής φωνής», όπως αυτός εκφράζεται λυρικά στις συλλογές ή ενότητες «Εκατό φωνές» από την Ασάλευτη Ζωή, Δειλοί και Σκληροί Στίχοι, Νύχτες του Φήμιου κ.ά.
Η σύνδεση του λογοτεχνικού έργου με τις κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες που το παρήγαγαν ήταν κεντρικός άξονας των μελετών και της έρευνάς μου.
Διδάσκατε, όπως διαβάζουμε στον αφιερωματικό τόμο Κ’ η φαντασία στο λογισμό, με τον οποίον σας τίμησαν πρόσφατα συνάδελφοι και μαθητές σας, Λογοτεχνία και Παιδική Λογοτεχνία στο Π.Τ.Δ.Ε. του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Από τη δική σας προσφορά, κατά τη θητεία σας στο πανεπιστήμιο, τι θεωρείτε ουσιαστικότερο;
Πολλά έχει κανένας να θυμηθεί και να ξεχωρίσει· θα ήθελα όμως να σταθώ στο γεγονός της ανάδειξης των μαθημάτων της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, καθώς και της Λογοτεχνίας για Παιδιά και Νέους, ως υποχρεωτικών στο Π.Τ.Δ.Ε., ένα τμήμα που προετοιμάζει τους αυριανούς δασκάλους. Και αυτό έγινε από το 1987, τον πρώτο χρόνο που δίδαξα στο Π.Τ.Δ.Ε. Επέμεινα στην τροποποίηση του Προγράμματος Σπουδών όχι μόνο γιατί ο δάσκαλος πρέπει να γνωρίζει τη νεότερη πνευματική ζωή, τα ρεύματα, τους πνευματικούς εκπροσώπους της χώρας του, τη συσχέτισή τους με τα πολιτισμικά, ιστορικά, κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα μέσα στα οποία αναδείχθηκαν, αλλά και για να προωθήσει τη φιλαναγνωσία και στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, όπου η λογοτεχνία διδάσκεται πλημμελώς, αν όχι καθόλου. Μια άλλη παράμετρος είναι η ικανοποίηση από την έρευνα σε τομείς των ενδιαφερόντων μου και, τέλος, η εμφύσηση αγάπης για τη μελέτη και την έρευνα της λογοτεχνίας με ταυτόχρονη την καλλιέργεια της κριτικής σκέψης σε φοιτητές και υποψηφίους διδάκτορες και η ικανοποίησή μου να τους βλέπω να διακρίνονται είτε σε πανεπιστημιακές θέσεις είτε στην εκπαίδευση σε θέσεις ευθύνης, μεταλαμπαδεύοντας την αγάπη για τη λογοτεχνία στις νεότερες γενιές.
Η φιλαναγνωσία είναι ένας τομέας που σας έχει απασχολήσει και ερευνητικά.
Ναι, είχα οργανώσει –και είχα συμμετάσχει σε– τρία μεγάλα ερευνητικά προγράμματα, που έχουν ολοκληρωθεί με τη συνδρομή συναδέλφων και φοιτητών, έχουν δημοσιευτεί τα αποτελέσματά τους και κυκλοφορούν είτε σε έντυπη είτε σε ηλεκτρονική μορφή. Ακόμη, κυκλοφορούν και τα πρακτικά μεγάλου συνεδρίου με διεθνή συμμετοχή: Καλλιεργώντας τη φιλαναγνωσία. Πραγματικότητες και προοπτικές (επιμ. Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου – Δημήτρης Πολίτης, εκδ. Αιώρα, 2013). Στην καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας είχε συμβάλει και το ΕΚΕΒΙ, όπου είχα οργανώσει ή συμμετάσχει σε πολλές δράσεις και ερευνητικά προγράμματα, με ουσιαστικότερη αυτήν του Προγράμματος «Καινοτόμες δράσεις ενίσχυσης της φιλαναγνωσίας των μαθητών», που δυστυχώς διακόπηκε βάναυσα το 2012 από την τότε κυβέρνηση.
Υπήρξατε για 26 χρόνια καθηγήτρια του ΕΚΠΑ. Τι θα είχατε να μας πείτε για το ελληνικό πανεπιστήμιο;
Το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο έχει προσφέρει και συνεχίζει να προσφέρει πάρα πολλά τόσο σε ερευνητικό και σε διδακτικό επίπεδο, όσο και ως χώρος ελεύθερης διακίνησης ιδεών επιστημονικών, κοινωνικών, πολιτικών. Είναι χώρος όπου οι νέες και οι νέοι όχι μόνον αποκτούν γνώσεις ή μαθαίνουν πώς να τις αποκτήσουν, αλλά ολοκληρώνουν την προσωπικότητά τους, αποκτούν αυτονομία σκέψης και δράσης.
Από πολλούς θεωρείται ότι αυτά τα περιθώρια ελευθερίας έχουν καταπατηθεί και οδηγούν στην υποβάθμιση του πανεπιστημιακού χώρου. Ποια είναι η γνώμη σας;
Νομίζω πως το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο έχει αδικηθεί από την κυρίαρχη αντίληψη που προωθείται και στα ΜΜΕ ότι είναι διαλυμένο κ.λπ., αντίληψη που συνδέεται άμεσα με την προώθηση του ιδιωτικού πανεπιστημίου. Δεν μπορώ να σας μιλήσω γενικά για όλες τις σχολές. Γνωρίζοντας όμως από πολύ κοντά την κατάσταση στις θεωρητικές σχολές, μπορώ να σας βεβαιώσω ότι δεν υστερούν έναντι αυτών του εξωτερικού ούτε σε επίπεδο περιεχομένου σπουδών ούτε σε επίπεδο ποιότητας του διδακτικού προσωπικού. Εκείνο που δημιουργεί την απόσταση και οδηγεί σε αρνητικές ίσως εντυπώσεις είναι η πολύ χαμηλή κρατική χρηματοδότηση, που έχει ως αποτέλεσμα να μην είναι επαρκείς ή σύγχρονες οι κτηριακές και υλικές υποδομές, ο τεχνολογικός εξοπλισμός, η οικονομική ενίσχυση της βασικής έρευνας, ο αριθμός μελών ΔΕΠ.
Οι θεωρητικές σπουδές δεν είναι παραγκωνισμένες στην εποχή μας, με την ανάπτυξη της τεχνολογίας και την έμφαση σ’ αυτή;
Είναι γεγονός ότι οι θεωρητικές σπουδές δεν ενισχύονται σε κανέναν τομέα, ούτε οικονομικά ούτε ερευνητικά. Στην εποχή του κέρδους και της κυριαρχίας της οικονομίας, η καλλιέργεια των ανθρωπιστικών σπουδών και η ενίσχυσή τους θεωρούνται δυστυχώς περιττές με αποτέλεσμα την υποτίμηση ή και περιφρόνηση ιδεών και αξιών πανανθρώπινων, που θα μπορούσαν να αλλάξουν τις δυστοπικές συνθήκες της ζωής μας.
Δείτε εδώ συνεντεύξεις του κ.Ιντζέμπελη.