Ο φτωχός πρίγκιπας

Share:

xristougenna 666x399

Ο νικητής στρατός του μεγάλου πριγκιπάτου δαφνοστεφανωμένος επέστρεφε στην πατρίδα. Με υψωμένες σημαίες οι νικηφόρες φάλαγγες επέλαυναν μεγαλόπρεπες, ενώ παιάνες και τύμπανα ανέβαζαν στα ουράνια τις καρδιές. Ο λαός με εκρηκτικές εκδηλώσεις χαράς υποδεχόταν τα στρατευμένα παιδιά του. Είχαν πολεμήσει ηρωικά για την ασφάλεια και την ειρήνη της χώρας τους. Οι πολέμιοι που την είχαν απειλήσει κατατροπώθηκαν αποφασιστικά και οριστικά.

Στο πολεμικό του άρμα ο Μέγας Πρίγκιπας, με στρατιωτική περιβολή, επιβλητικός μες στην αστραφτερή πανοπλία του, με πορφυρό κράνος και χιονόλευκο λοφίο στο κεφάλι, ζωσμένος στη μέση με βαρύ αργυρό σπαθί σε θήκη χρυσή, ηγήθηκε της θριαμβικής πορείας μέχρι τις ανοιχτές πύλες των ανακτόρων. Ανέβηκε στην ψηλή εξέδρα που είχε στηθεί ειδικά για τον εορτασμό της μεγάλης του νίκης. Ο πρωτοσπαθάριος πλησίασε και έριξε πάνω στους ώμους του τη βασιλική πορφύρα, που υψώθηκε αμέσως στο φύσημα του ανέμου σαν σημαία πάνω από την πολεμική του εξάρτηση. Οι γενναίοι του στρατηγοί πήραν θέση δεξιά και αριστερά του και ο Μέγας Πρίγκιπας χαιρέτησε τα πλήθη που τον επευφημούσαν με έξαλλο ενθουσιασμό. Βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του. Η εμπιστοσύνη του λαού στο πρόσωπό του ήταν απόλυτη. Η αφοσίωσή του έκδηλη. Η καρδιά του κολυμπούσε σε πέλαγος ευφορίας. Ήταν μια μέρα γεμάτη χαρά. Το πριγκιπάτο έγραφε τις πιο λαμπρές σελίδες της ιστορίας του.

Ήταν γι’ αυτό, που δεν κατάλαβε κανένας το μεγάλο γεγονός που ακολούθησε λίγες μέρες μετά. Μες στη χαρούμενη ανεμελιά που διαδέχτηκε την ένδοξη νικηφόρα επιστροφή, δεν έτυχε κανένας να προσέξει μια χαμηλή άμαξα με κατεβασμένα τα βήλα, που αναχωρούσε αθόρυβα ένα πρωί από την πόλη τους. Τα νέα μαθεύτηκαν λίγο αργότερα αφήνοντας το ανύποπτο πριγκιπάτο άναυδο: Ο Μέγας Πρίγκιπας παραιτήθηκε από το αξίωμά του και εγκατέλειπε το βασίλειό του, αφήνοντας στον αδελφό του το στέμμα του. Η αναπάντεχη είδηση προκάλεσε τρομερό σοκ σε ολόκληρη τη χώρα. Ο γενναίος ηγεμόνας ήταν ψυχή θεοσεβής. Αν και υπήρξε στις μάχες κραταιός και αήττητος, σεβαστός σε φίλους και εχθρούς, η δόξα και το ανθρώπινο μεγαλείο δεν γέμιζαν την ψυχή του. Δεν εύρισκε ευχαρίστηση στους πολέμους και τους ανταγωνισμούς. Κατανοούσε το άστατο των ανθρωπίνων πραγμάτων. Τα μάτια του είχαν δει αρκετές φορές το πισωγύρισμα της τύχης. Την άνοδο και την κάθοδο βασιλέων. Τη δόξα και τον όλεθρο να εναλλάσσονται στο ίδιο άρμα. Τη ζωή και τον θάνατο να διεκδικούν τον ίδιο αναβάτη. Είχε αντικρίσει πολλά ποτάμια αίματος, αναρίθμητα νιάτα να σωριάζονται, άγουρα στάχυα, στο χώμα απ’ το ανεύσπλαχνο δρεπάνι του χάρου. Δεν ήθελε να χαραμίσει τη ζωή του στη χλιδή και την καλοπέραση, αλλά να την προσφέρει στον ουράνιο βασιλέα του. Και να το κάνει αυτό, όχι στα γεράματά του, όταν θα καταντούσε ένα άχρηστο αδύναμο κουφάρι, αλλά τώρα, πάνω στη δόξα του, προτού ξοδέψει τις ακμαίες ακόμα δυνάμεις του στην ανθρώπινη ματαιότητα. Προτού η θριαμβική του ευφορία μεταβάλει την ψυχική του διάθεση. Ήθελε να προσφέρει στον Θεό την καλύτερη, τη δυναμικότερη έκδοση του εαυτού του. Να δουλέψει γι’ αυτόν τώρα, στον ανθό της νιότης και της ρώμης του.

Αφού στερέωσε τη θέση της χώρας του ανάμεσα στα άλλα βασίλεια και εξασφάλισε την ειρήνη και κάθε δυνατή ευημερία στους υπηκόους του, πήρε τη μεγάλη απόφαση. Πάνω στη λαμπρότερη στιγμή της ζωής του και ενώ το μεγαλείο του ανθρωπίνως είχε απογειωθεί, έκανε τη μεγάλη ανατροπή. Στο αποκορύφωμα της δόξας του, χωρίς να συρθεί από κάποια ανάγκη, ήρεμα και αποφασιστικά, χωρίς να πειθαναγκαστεί από καμμιά εξωτερική δύναμη, ψύχραιμα και θεληματικά, έκανε τη ριζοσπαστικότερη καμπή στην πορεία του. Συγκέντρωσε τους «ιδίους οικογενείας» και όλη την πολιτική και στρατιωτική αρχή του πριγκιπάτου και εντελώς απλά και φυσικά ανακοίνωσε την απόφασή του. Σείστηκε ο κόσμος συθέμελα. Οι άνθρωποι τα έχασαν και με το δίκιο τους. Απόλυτα συγκλονισμένοι προσπάθησαν κάποιοι να μιλήσουν, μα ο Μεγάλος Πρίγκιπας ύψωσε το χέρι του, για να δείξει πως η απόφασή του ήταν αμετάκλητη. Μπρος στο ακάνθινο στεφάνι του Εσταυρωμένου απόθεσε το διαμαντένιο πολύτιμο στέμμα του. Ξεζώστηκε το βαρύτιμο σπαθί του για να σηκώσει τον ματωμένο σταυρό του Χριστού. Αγκάλιασε έναν-έναν τους παλιούς του συντρόφους στις μάχες και στους κινδύνους. Τους φίλησε όλους με δάκρυα. Δεν θα ξαναβλεπόντουσαν πια. Έκλαιγαν όλοι, άλλοι σιωπηλά και άλλοι με λυγμούς. Έδωσε την ελευθερία σε όλο το υπηρετικό προσωπικό του μαζί με χρήματα για να προχωρήσουν τη ζωή τους. Μα τότε μέσα από το πλήθος ξεχώρισε ένας άνθρωπος. Προχώρησε λίγα βήματα και στάθηκε μπροστά του, ακουμπώντας το γόνατο στη γη. Ήταν ο πιστός ιπποκόμος του.

– Δεν θέλω τα χρήματα, σεβαστέ μου άρχοντα! Και δεν πρόκειται να πάω πουθενά. Θα είμαι μαζί σου, όπου κι αν πας, όπου και να βρίσκεσαι. Όπως σε υπηρέτησα σαν δούλος σου, έτσι θα σε υπηρετήσω και ελεύθερος.

Ο Μεγάλος Πρίγκιπας, με την καρδιά του να χτυπάει ανεξέλεγκτα, τον έσφιξε στην αγκαλιά του.

– Θα είσαι αγαπημένος μου αδελφός και όχι υπηρέτης μου!

asteri 1000x423

Αλληλοσυγχωρέθηκε με όλους μέσα σε κλίμα βαθύτατης συγκίνησης και ζήτησε ταπεινά να τον θυμούνται στις προσευχές τους. Το επόμενο κιόλας πρωί ο Πρίγκιπας της καρδιάς τους δεν βρισκόταν πλέον ανάμεσά τους. Όσο να συνειδητοποιήσουν οι άνθρωποι τί συνέβη και, ακόμη περισσότερο, πολύ πριν αρχίσουν να κατανοούν τί ήταν αυτό που ώθησε τον αγαπημένο τους άρχοντα να ανταλλάξει την επίγεια βασιλεία του με την ουράνια, ο Μέγας Πρίγκιπας βρισκόταν ήδη πολύ μακριά. Με τη συνοδεία μόνο του πιστού ιπποκόμου του, όδευε σε τόπους άγνωστους, μακρινούς. Ταξίδευε προς τους Αγίους Τόπους, όπου ευχόταν και έλπιζε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του, αλλάζοντας την πολύτιμη βασιλική πορφύρα με το φτωχικό μοναχικό τριβώνιο. Κάποιοι βέβαια δεν μπόρεσαν ποτέ να καταλάβουν τον θαυμαστό αυτόν άνθρωπο. Θεώρησαν τρέλα, μωρία, ανοησία την απόφασή του. Οι πολλοί όμως συγκλονίστηκαν. Εκτίμησαν βαθύτερα τον ήδη καταξιωμένο μέσα τους ηγεμόνα. Αγάπησαν πιο δυνατά τον αγαπημένο τους άρχοντα. Η φωτεινή του μορφή χαράχτηκε ανεξίτηλα μέσα τους. Και διδάχτηκαν βαθιά από τη συγκλονιστική του αυτή κίνηση. Ο καλός τους Πρίγκιπας παρέμεινε στην ψυχή τους εσαεί ζωντανό αξεπέραστο πρότυπο υπέροχης βιωτής. Ήταν γι’ αυτούς ένας άγιος βασιλιάς.

Ο ιπποκόμος σταμάτησε την άμαξα στο μικρό πλάτωμα, ξέζεψε τα κουρασμένα άλογα και τα έφερε στο μικρό ρυάκι που κυλούσε στην άκρη για να πιούν. Έπειτα τα άφησε ελεύθερα στο πράσινο χορτάρι να βοσκήσουν και να ξεκουραστούν. Μα όταν πήγε να τα ξαναζέψει, ένα σύννεφο σκόνης φάνηκε να σκιάζει τον ορίζοντα πίσω τους. Ένα τεράστιο καραβάνι πρόβαλε σε λίγο μπροστά τους. Υποζύγια φορτωμένα και κατασκονισμένες άμαξες προπορεύονταν με αργό ρυθμό. Ήταν φανερό πως ερχόντουσαν από ταξίδι μακρύ. Σκορπισμένοι έφιπποι και οπλισμένοι άντρες διέτρεχαν απ’ άκρη σ’ άκρη τη μεγάλη ταξιδιωτική συνοδεία. Ανάμεσά τους ένα μεγάλο πλήθος άντρες και γυναίκες κάθε ηλικίας, ρακένδυτοι, καταπονημένοι, σκέλεθρα, έσερναν με ανείπωτη δυσκολία τα βήματά τους. Ναι, δυστυχώς, ήταν ένα καραβάνι αιχμαλώτων. Ο αέρας γέμιζε από τα βογγητά των σκλάβων, τις φωνές και τις βρισιές των φρουρών τους, τα σφυρίγματα των μαστίγιων, τα ποδοβολητά και τα χλιμιντρίσματα των αλόγων. Οι δουλέμποροι σταμάτησαν τη μακάβρια πομπή κοντά στο νερό. Άνθρωποι και ζώα έτρεξαν αμέσως, έσκυψαν βιαστικά και ανυπόμονα να δροσιστούν. Ο Μέγας Πρίγκιπας πλησίασε το πλήθος, που τσακισμένο από την κούραση είχε καθίσει καταγής. Θα ήταν πάνω από εκατό άτομα. Οι περισσότεροι, νέοι άντρες, αιχμάλωτοι πολέμου, αλλά και πολλοί άμαχοι, γυναίκες και άντρες, ακόμα και μικρά παιδιά, θύματα αρπαγής. Οι δουλέμποροι ασφαλώς τους είχαν εξαγοράσει από κατακτητές και τώρα κατευθύνονταν στα μεγάλα σκλαβοπάζαρα για να τους πουλήσουν όσο μπορούσαν ακριβότερα. Η κατάστασή τους ήταν τραγική. Η πίκρα και ο πόνος αυλάκωναν τα πρόσωπά τους. Τα κορμιά τους, μισοντυμένα με άθλια κουρέλια, ματωμένα από τα μαστίγια και τους τραυματισμούς, σκέβρωναν από την πείνα και την κακοπάθεια. Οι πιο αδύναμοι σωριάζονταν, αφήνοντας την τελευταία τους πνοή καθ’ οδόν. Μα δεν νοιαζόταν γι’ αυτούς κανένας πια. Εγκαταλείπονταν αδιάφορα βορά στα αγρίμια. Ίσως όμως να ήταν και οι πιο τυχεροί.

Η καρδιά του Πρίγκιπα σφίχτηκε μπρος στο φριχτό θέαμα. Έμεινε να παρατηρεί για λίγο συλλογισμένος το ταλαιπωρημένο ανθρώπινο κοπάδι. Είχε πολεμήσει ο ίδιος πολλές φορές, μα δεν κακοποίησε ποτέ αιχμάλωτο. Μετά από κάθε πόλεμο, τους έστελνε ξανά στον τόπο τους ελεύθερους. Και πολύ περισσότερο, δεν επέτρεψε ποτέ να πειραχτεί άμαχος. Τον εκτιμούσαν και τον σέβονταν γι’ αυτό οι πάντες, φίλοι κι εχθροί. Αναζήτησε τον αρχηγό της «επιχείρησης» και προσπάθησε να διαπραγματευτεί. Εκείνος αρχικά δεν έδειξε καμμιά προθυμία να δεχτεί κάποιον άγνωστο, μα όταν έμαθε ότι πρόκειται για τον Μεγάλο Πρίγκιπα, υποχώρησε αμέσως και έδειξε κάθε σεβασμό και ευγένεια. Η φήμη και το όνομα του Μεγάλου Πρίγκιπα είχαν ξεπεράσει τα σύνορα του πριγκιπάτου του. Τον γνώριζαν σχεδόν παντού. Ο Πρίγκιπας είχε μαζί του χρήματα. Πολλά χρήματα. Ένα μικρό θησαυρό. Τον προόριζε για τα ιερά προσκυνήματα, όπου είχε σκοπό, με τη χάρη του Θεού, να εγκαταβιώσει. Ήθελε να ανακαινίσει και να λαμπρύνει όσο γινόταν περισσότερο τους ιερούς ναούς και τα μοναστήρια που είχαν κτισθεί πάνω στους τόπους όπου «έστησαν οι πόδες» του Κυρίου του. Θα ξεκινούσε απ’ τον ναό της Γέννησης στη Βηθλεέμ, πάνω από το άγιο Σπήλαιο, όπου πρωτοφανερώθηκε στη γη ως άνθρωπος, «παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός».Ευελπιστούσε μάλιστα να είναι τα Χριστούγεννα εκεί. Να προλάβει έγκαιρα, ταπεινός προσκυνητής σαν τους βοσκούς και τους μάγους κι αυτός, να γιορτάσει τη θεία Γέννηση στην πόλη του Δαυΐδ. Ο θησαυρός που κουβαλούσε θα ήταν το αφιέρωμά του, το δώρο του στο νεογέννητο Βρέφος, η δική του ευλαβική προσφορά στον Σωτήρα Χριστό.

 

Μα να, που τώρα βρέθηκαν μπροστά του «εν περιστάσει», σε ανάγκη δεινή, πολλοί άλλοι έμψυχοι ναοί, οι ένσαρκες εικόνες του Θεού. Τί θα ’πρεπε να κάνει; Δεν χρειάστηκε ώρα πολλή για να πάρει την απόφασή του. Πολλή όμως ώρα του πήρε η διαπραγμάτευση με τον αδυσώπητο αρχηγό των δουλεμπόρων για την απελευθέρωση όλου εκείνου του πλήθους. Με τα πολλά κατάφερε μια αξιοπρεπή συμφωνία. Ο Πρίγκιπας έδωσε όλα τα χρήματά του και οι αιχμάλωτοι θα αποκτούσαν όλοι την ελευθερία τους. Οι δουλέμποροι θα τους παρείχαν επιπλέον ξηρά τροφή μιας ημέρας, για να φτάσουν στην κοντινότερη πόλη. Και ο Πρίγκιπας, μέσω του καλού του ιπποκόμου, έβαλε στο χέρι του καθενός ένα μικρό ποσό, τα τελευταία ελάχιστα χρήματα που του είχαν απομείνει, για να ξεκινήσει ο καθένας το ταξίδι για τον τόπο του. Οι φτωχές απελπισμένες υπάρξεις σήκωσαν το κεφάλι ξανά. Έπεσαν στα γόνατα να ευχαριστήσουν τον Θεό και τον ανέλπιστο σωτήρα τους, τον Πρίγκιπα. Κλαίγοντας από ευγνωμοσύνη και χαρά, αγκάλιασαν τα πόδια του να τα φιλήσουν. Μα εκείνος τους προέπεμψε γεμάτος συγκίνηση και γνέφοντας στον ιπποκόμο του, πήρε ξανά τον δρόμο του, φτωχός πλέον κι αυτός ανάμεσα στους άλλους φτωχούς. Είχαν ήδη φτάσει στα πρόθυρα μιας μικρής πόλης και συλλογίζονταν πού και πώς θα μπορούσαν να περάσουν τη νύχτα τους. Χρήματα πια δεν υπήρχαν. Έπρεπε να βρεθεί και κάτι για φαγητό. Για ύπνο θα μπορούσαν να βολευτούν κάπως και στην άμαξα. Άρχισαν να ψάχνουν για μια ήσυχη γωνιά να σταματήσουν. Μα πριν ακόμα καταλήξουν κάπου, μια συγκλονιστική σκηνή μπρος στην είσοδο μιας χαμηλής κατοικίας τους συντάραξε. Τρεις χειροδύναμοι άντρες είχαν τραβήξει από μέσα τον φτωχό ιδιοκτήτη του σπιτιού, σέρνοντάς τον βίαια στον δρόμο. Πίσω του έτρεχαν με φωνές και κλάματα η γυναίκα του και τέσσερα μικρά παιδιά. Τί είχε συμβεί;
Ο άνθρωπος ήταν οφειλέτης στον τοκογλύφο της πόλης. Η προθεσμία για την εξόφληση του μεγάλου του χρέους είχε περάσει προ πολλού, το ίδιο και όσες παρατάσεις κατάφερε να του δοθούν. Τελικά ο ανελέητος τοκογλύφος, που δεν δάνειζε φυσικά για την ψυχή του, έστειλε τους ανθρώπους του για να καθαρίσουν την υπόθεση. Η ζωή του φτωχού οφειλέτη πλέον του ανήκε. Θα φυλακιζόταν, ή, το πιθανότερο, θα πουλιόταν ως δούλος, πράγμα που συνέφερε περισσότερο τον σκληρό τοκογλύφο. Όποιο απ’ τα δυο κι αν γινόταν, για τη φτωχή οικογένεια θα ’ταν καταστροφή. Μα ο καλόκαρδος Πρίγκιπας δεν παρέμεινε απλός θεατής. Αφού πληροφορήθηκε πώς έχουν τα πράγματα για τον άτυχο βιοπαλαιστή, είπε στους ανθρώπους του δανειστή:

– Έχω αυτά τα δυο καλά άλογα και την άμαξα που βλέπετε. Η αξία τους, από όσο μπορώ να υπολογίσω, είναι περίπου στο ύψος του χρέους του ανθρώπου αυτού. Πάρτε τα λοιπόν και αφήστε τους φτωχούς ανθρώπους ήσυχους.

Και κάπως έτσι, έκλεισε το θέμα εκεί. Τα άλογα και η άμαξα άλλαξαν χέρια αμέσως. Από τη μια στιγμή στην άλλη ο Πρίγκιπας με τον πιστό ιπποκόμο του βρέθηκαν ακόμα πιο φτωχοί. Μα η ταλαίπωρη οικογένεια σώθηκε. Οι άνθρωποι δεν πίστευαν στα μάτια τους. Σε μια στιγμή βίωσαν δυο δυσβάσταχτα αντιφατικά συναισθήματα. Όσο να συνέλθουν όμως από την πρώτη σοκαριστική περιπέτεια και από τη δεύτερη απρόσμενη έκπληξη, ο Πρίγκιπας με τον ιπποκόμο του είχαν πάρει δρόμο. Δεν ένιωθαν ποτέ καλά να εισπράττουν τις ευχαριστίες των φτωχών. Πλανήθηκαν σε δρόμους στενούς, ώσπου πρόβαλε μπρος τους μια εκκλησιά.

– Εδώ! είπε ο Πρίγκιπας. Κάπου θα βολευτούμε να βγάλουμε τη νύχτα.

Και όντως ένα μικρό υπόστεγο στη νότια πλευρά του ναού, τους φάνηκε καλό καταφύγιο. Ο καιρός δεν ήταν ακόμα πολύ ψυχρός, αλλά η νύχτα είναι πάντα δύσκολη, έχει τους δικούς της κανόνες. Οι δυο ταξιδιώτες στάθηκαν για λίγο όρθιοι. Στράφηκαν προς την ανατολή, έκαναν ευλαβικά τον σταυρό τους και, παρά την κούραση τους, είπαν από στήθους την προσευχή του Αποδείπνου, ζητώντας «ανάπαυσιν σώματος και ψυχής» και προστασία «από του ζοφερού ύπνου της αμαρτίας». Τυλίχτηκαν όσο καλύτερα μπορούσαν στους μανδύες τους και ζάρωσαν νηστικοί στη γωνιά. Το νυχτερινό αγιάζι τους ξύπνησε προτού ακόμα φέξει. Μα τότε είδαν πως εκεί, παραδίπλα τους, είχαν καταφύγει και άλλοι δυο άστεγοι. Ήταν σε κατάσταση ελεεινή. Μερικά μόνο ξεφτισμένα κουρέλια μισοσκέπαζαν το σώμα τους. Έτρεμαν έντονα και οι δυο στην ψυχρή σκοτεινιά. Οι δυο ταξιδιώτες έβγαλαν αμέσως τους μανδύες τους. Τους έριξαν πάνω στους μισόγυμνους ζητιάνους. Έμειναν τώρα να τρέμουν αυτοί, φορώντας μόνο το λεπτότατο εσωτερικό τους ιμάτιο. Υπέμειναν ωστόσο καρτερικά, ώσπου να πέσουν πάνω τους οι πρώτες ακτίνες της αυγής. Ο νεωκόρος του ναού άνοιξε τις πύλες νωρίς και οι δυο ταξιδιώτες εισήλθαν ευθύς, να ζεσταθούν λίγο και να προσκυνήσουν. Βλέποντάς τους με τόσο ελαφρό ντύσιμο, να τρέμουν στη νυχτερινή δροσιά, ο νεωκόρος σκέφτηκε πως θα ήταν πολύ φτωχοί. Έβγαλε δυο μικρά νομίσματα και τους τα έδωσε. Ο Πρίγκιπας προσκυνώντας την εικόνα του Χριστού στο τέμπλο, ψέλλισε σιγανά χωρίς να τον ακούσει κανένας:

– Σ’ ευχαριστώ, Χριστέ μου, που με αξίωσες να λάβω ελεημοσύνη. Να γίνω φτωχός για το όνομά σου.

Ο παπάς έφτασε στο κατόπιν, προσκύνησε και προχώρησε προς το Ιερό, λέγοντας ψιθυριστά το «εισελεύσομαι εις τον οίκον σου, Κύριε…». Στα χέρια του κρατούσε ένα Ευαγγέλιο μικρό σε σχήμα τσέπης. Το μάτι του πήρε τους δυο ταξιδιώτες, παραξενεύτηκε κι αυτός που ήταν τόσο ελαφροντυμένοι. Πλησίασε και ρώτησε τον Πρίγκιπα:

– Ποιος σας ξεγύμνωσε έτσι, άνθρωπέ μου;

Και ο Πρίγκιπας, δείχνοντας το Ευαγγέλιο, απάντησε:

– Αυτό που κρατάς, Δέσποτά μου, μας ξεγύμνωσε. Το Ευαγγέλιο!

Ο αγαθός γέροντας φρόντισε να τους δοθούν αμέσως ρούχα να ζεσταθούν και μια μικρή προμήθεια φαγητού για το ταξίδι τους. Οι δυο οδοιπόροι ξεκίνησαν ξανά. Ο δρόμος για τη Βηθλεέμ ήταν πολύς ακόμα μπροστά τους. Είχαν ήδη ξεμακρύνει για πολύ από την πόλη, όταν ένα νέο συναπάντημα τους ανάγκασε να σταθούν. Μια μαυροφορεμένη γυναίκα βάδιζε κλαίγοντας στην ερημιά, χτυπώντας τα στήθια της, τραβολογώντας τα μαλλιά της. Με το που τους είδε, έπεσε στα πόδια τους.

– Καλέ μου, άρχοντα! στέναξε γοερά. Κάνε κάτι και για μένα την ταλαίπωρη χήρα! Εσύ δεν είσαι που λευτέρωσες τους σκλάβους πιο πριν; Όμως τα δυο παιδιά μου είχαν πουληθεί νωρίτερα. Η κακή τους μοίρα δεν τα άφησε να φτάσουν με τους άλλους μπροστά σου, να γευτούν την καλοσύνη σου. Πρόλαβε να τα αγοράσει κάποιος ντόπιος αφέντης. Αλλά δείξε το έλεός σου και σε μας! Αυτά μονάχα έχω στη ζωή. Βοήθησέ μας, καλέ μου άνθρωπε!

Η χαροκαμένη γυναίκα είχε αγκαλιάσει τα πόδια του Πρίγκιπα και έκλαιγε σπαραχτικά. Η σπλαχνική καρδιά του άρχοντα ράγισε. Έκλαψε και αυτός με τη δυστυχισμένη γυναίκα. Μα δεν είχε τίποτε να τη βοηθήσει. Ακόμα και τα ρούχα που φορούσε ήταν ξένα. Με τί να εξαγοράσει τους γιους της;

– Δεν έχω πια τίποτε, καλή μου γυναίκα! της είπε με μεγάλη συμπόνοια. Δεν μου απέμεινε παρά μόνο ο εαυτός μου.
– Έλα τουλάχιστον, άρχοντά μου, να μιλήσεις εσύ στον αφέντη τους. Εσένα μπορεί να σε ακούσει ίσως και ν’ αφήσει ελεύθερα τα παιδιά μου.

Ο Πρίγκιπας δεν αρνήθηκε την ύστατη αυτή παρηγοριά στην πολύπαθη μάνα. Άλλαξε την πορεία του και πήγε να συναντήσει τον αφέντη των δυο παιδιών. Μα όσο κι αν προσπάθησε, εκείνος ήταν αμετάπειστος. Αδυνατούσε να χωρέσει στο μυαλό του πώς του ζητούσαν τέτοιο πράγμα. Πώς ήταν δυνατόν να χάσει τους ακριβοπληρωμένους σκλάβους του, χωρίς κανένα αντάλλαγμα; Και τότε η μεγάλη καρδιά του γενναίου Πρίγκιπα έκανε το αδιανόητο.

– Προσφέρομαι εγώ στη θέση τους! είπε χωρίς δισταγμό. Κράτησε εμένα για σκλάβο σου. Άφησέ τους αυτούς να φύγουν.
– Θα αφήσω μόνο τον ένα, μια και θέλεις να πάρεις τη θέση του εσύ! είπε ο σκληρός φεουδάρχης. Ο άλλος όμως θα παραμείνει.
– Προσφέρομαι γι’ αυτόν εγώ! πετάχτηκε αμέσως ο ιπποκόμος από δίπλα. Και βλέποντας το ξάφνιασμα του Πρίγκιπα, ψιθύρισε σιγανά:
– Δεν σου είπα, πως όπου κι αν βρίσκεσαι, θα βρίσκομαι κι εγώ, άρχοντά μου;

a48ce81f8d40a83a491bc589dce356e4

Η συμφωνία έκλεισε και οι δυο γιοί της χήρας αποδόθηκαν ελεύθεροι στην πονεμένη μάνα τους, που είχε χάσει τη φωνή της μπρος στα απίστευτα που έβλεπε μπροστά της. Ο αγροίκος αφέντης, ζώντας απομονωμένος στο φέουδό του, δεν είχε την τύχη να ακούσει ποτέ για τον Μεγάλο Πρίγκιπα. Μα και ο Πρίγκιπας δεν του αποκάλυψε ποτέ την ταυτότητά του. Έκανε αδιαμαρτύρητα όποια δουλειά του ανέθεταν. Καλλιεργούσε τους αγρούς, φρόντιζε τα κοπάδια, εκτελούσε κάθε βαριά εργασία με τα υποζύγια, τους όνους, τους ημιόνους, τα άλογα. Υπέμενε κάθε σκληρότητα από το αφεντικό και οποιονδήποτε άλλον. Κάθε μέρα παρακαλούσε:

– Κύριέ μου, βοήθησέ με να βλέπω στο πρόσωπό του την εικόνα σου. Να τον υπηρετώ πάντα σαν να ήσουν μπροστά μου εσύ!

Με τον καιρό το αφεντικό συμπάθησε τους νεοφερμένους σκλάβους του. Έβλεπε τη μεγάλη διαφορά τους απ’ τους άλλους, την προθυμία τους στη δουλειά, τον καλό τους τρόπο σε κάθε περίσταση. Άρχισε να τους προσέχει περισσότερο. Ένιωθε πως ήταν καλλιεργημένοι άνθρωποι. Τους καλούσε καμμιά φορά για να κουβεντιάζει μαζί τους «και ηδέως αυτών ήκουε». Άρχισε να τους εκτιμά και να τους σέβεται. Μα οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια περνούσαν. Η Βηθλεέμ είχε γίνει πολύ μακρινό όνειρο για τον Μεγάλο Πρίγκιπα. Δεν περίμενε πια να συνεχίσει ξανά το ταξίδι του. Μα δεν τον πείραζε. Ας τον πήγαινε ο Θεός όπου ήθελε. Αφέθηκε με εμπιστοσύνη στα χέρια του. Χριστούγεννα έρχονταν και έφευγαν και ο Πρίγκιπας στενοχωριόταν πολύ, όχι που δεν τα γιόρταζε στη Βηθλεέμ, αλλά που δεν μπορούσε τέτοια μέρα να λειτουργηθεί λίγο σε μια χριστιανική εκκλησιά.

Στον δέκατο χρόνο απάνω, καθώς ξημέρωνε η άγια μέρα, ο Πρίγκιπας σηκώθηκε και περπάτησε με τον πιστό του ιπποκόμο, σαν κάτι να τον έσπρωχνε, προς το γειτονικό χιονισμένο δάσος. Διάλεξαν έναν τεράστιο γεροπλάτανο και μπήκαν στην κουφάλα του. Μακριά από αδιάκριτα βλέμματα, ύψωσαν τα χέρια τους στον ουρανό και άρχισαν να ψάλλουν τους θαυμάσιους χριστουγεννιάτικους ύμνους. «Χριστός γεννάται, δοξάσατε… Χριστός επί γης, υψώθηκε…».Ένα θαυμαστό γεγονός πήρε να εκτυλίσσεται τότε μπροστά τους. Απ’ όλα τα μέρη του δάσους άρχισαν να καταφτάνουν αμέτρητα σμήνη πουλιών. Κάθισαν πάνω στα γυμνά κλαδιά του γεροπλάτανου και όσα δεν χωρούσαν πια, πετούσαν κάνοντας κύκλους από πάνω του. Αναρίθμητα πουλιά, όλοι οι φτερωτοί κάτοικοι του δάσους ήταν εκεί. Και όλα στο δέντρο όπου έψαλλαν οι δυο άνθρωποι του Θεού. Στα άλλα δέντρα δεν κάθισε ούτε ένα πουλί. Όλα κελαηδούσαν υπέροχα και η μυριόστομη μουσική τους συνόδευε τη γλυκιά γιορτινή υμνωδία των σκλάβων. Τους φάνηκε πως υμνούσε τον Θεό η φύση ολόκληρη. Μια υπερκόσμια χαρά εισέβαλε στις ταπεινές τους ψυχές. Άλλα δέκα χρόνια πέρασαν, μα το θαύμα δεν σταμάτησε. Επαναλαμβανόταν κάθε χρόνο με το ξημέρωμα της άγιας μέρας. Στον δέκατο πάλι χρόνο απάνω, ο Θεός άνοιξε τα μάτια των ανθρώπων. Μια γυναίκα αντιλήφθηκε το παράδοξο γεγονός. Ξεσήκωσε και τους άλλους. Το είπαν στον αφέντη και όλοι μαζί πλησίασαν προσεκτικά προς το μέρος, όπου ακουγόταν η ψαλμωδία. Οι δυο σκλάβοι τους είδαν. Κατέβασαν τα χέρια τους και σταμάτησαν το ψάλσιμο. Αμέσως σταμάτησαν να κελαηδούν και τα πουλιά. Σκόρπισαν ξανά μες στο δάσος. Οι άνθρωποι έβλεπαν εκστατικοί. Έπεσαν στα γόνατα συγκλονισμένοι. Ο αφέντης πλησίασε και παρακάλεσε:

– Σας ικετεύουμε, μη μας κρύψετε άλλο την αλήθεια! Πέστε μας, ποιοι είστε πραγματικά;

Ο Μεγάλος Πρίγκιπας διηγήθηκε την ιστορία τους. Εντυπωσιάστηκαν όλοι. Απ’ τη μεγάλη πρωτάκουστη θυσία του. Που με τη θέλησή του διάλεξε από άρχοντας να γίνει φτωχός. Και όχι μόνο φτωχός, αλλά και δούλος.

– Είστε ελεύθεροι πια! είπε ο αφέντης. Να πάτε για εκεί που ξεκινήσατε. Στη Βηθλεέμ. Θα σας χαρίσω πολλά δώρα και χρήματα γι’ αυτό.
– Όχι, καλέ μου κύριε! είπε ο Πρίγκιπας. Ένα μόνο δώρο θέλουμε από σας. Υποσχεθείτε μας, πως θα φροντίσετε να γνωρίσετε όλοι σας το αληθινό φως που ανέτειλε στον κόσμο για μας.
– Αυτό ακριβώς θα γίνει! είπε ο αφέντης. Θα γίνουμε όλοι Χριστιανοί. Να γνωρίσουμε τον Θεό σας που έχει τέτοιο μεγαλείο και σας εμπνέει να έχετε μια τέτοια πρωτόγνωρη αγάπη.
– Το έκανε Εκείνος πρώτος για μας! εξήγησε ο Πρίγκιπας. Και από μεγάλος Θεός έγινε άνθρωπος μικρός και φτωχός. Και ακόμα παρακάτω, «δούλου έλαβε μορφήν» για χάρη μας.

Κατασυγκινημένοι αποχαιρετίστηκαν όλοι σαν αγαπημένοι αδελφοί. Συνοδευόμενος πάντα από τον πιστό ιπποκόμο του ο Πρίγκιπας, πήρε ξανά τον δρόμο για τη Βηθλεέμ. Μα μήπως, άραγε, δεν ήταν φτασμένος ήδη από καιρό εκεί; Είχε όντως ομοιωθεί με τον Χριστό. Συμπορεύτηκε μαζί του παντού. Κατέβηκε όπως κι Εκείνος από τα ψηλά στα χαμηλά. Από τον πλούτο στη φτώχεια. Από τη δόξα στην ατιμία. Ο Μέγας Πρίγκιπας έγινε δούλος, ταπεινώθηκε. «Εαυτόν εκένωσε».Θεληματικά. Από αγάπη.

Πού αλλού θα γεννιόταν ο Χριστός, αν όχι στην καρδιά του φτωχού Πρίγκιπα; Ο θαυμαστός αυτός άνθρωπος είχε όντως τον αστέρα της Βηθλεέμ αβασίλευτο μέσα του…

π. Δημητρίου Μπόκου

Δείτε εδώ κείμενα του π. Δημητρίου Μπόκου.

 

Previous Article

Η Θεϊκή φωτιά

Next Article

Εξιχνίαση κλοπής από αποθήκη στην Πρέβεζα

Σχετικά άρθρα