Με ρίζες στη Μυτιλήνη και στη Μικρασία, η Λίλη Λαμπρέλλη γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε νομικά και μουσική στην Αθήνα και στις Βρυξέλλες. Μετανάστρια κατ’ εξακολούθηση, εργάστηκε ως δικηγόρος στην Αθήνα και στη συνέχεια ως μεταφράστρια στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο Λουξεμβούργο και στις Βρυξέλλες. Έχει γράψει βιβλία για παιδιά, νέους και ενήλικες. Από τον Μάρτιο του 1998 ασχολείται με την αφήγηση λαϊκών παραμυθιών προφορικής παράδοσης. Μυήθηκε στα παραμύθια από την ανθρωπολόγο Nicole Belmont και πολλούς παραμυθάδες: τον Αφρικανό Maurice Boycasse, τον Άραβα Hamadi, τον Βέλγο Stephane van Hoecke, τον Γάλλο Michel Hindenoch κ.ά. Όμως δάσκαλό της θεωρεί έναν από τους μεγαλύτερους Γάλλους αφηγητές, τον Henri Gougaud, και ανήκει στην ομάδα του. Το βιβλίο της Το πέρασμα: Αϊβαλί-Μυτιλήνη, 1922, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη σε εικονογράφηση της Κατερίνας Βερούτσου, μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.
Πώς ξεκινά η προετοιμασία της συγγραφής ενός βιβλίου;
Πιστεύω πως πάντα ξεκινά από μια αρχική ιδέα που θεωρείς ότι είναι κατεπείγον να τη ζωντανέψεις και να τη μοιραστείς με άλλους, τους πιθανούς μελλοντικούς αναγνώστες. Με δυο λόγια, για μένα η προετοιμασία ξεκινά από τη λαχτάρα να μοιραστώ μια συγκλονιστική ιστορία. Αν το βιβλίο είναι ιστορικό, θα προηγηθεί μια πολύμηνη (και ίσως πολυετής, παράλληλα με τη γραφή), απολαυστική αναζήτηση μέσα από μαρτυρίες, ιστορικά βιβλία, αρχεία και ημερολόγια από αυτόπτες μάρτυρες, όπως για το 1922, του Νίκου Βασιλικού, του Παντελή Πρινιωτάκη κ.ά.
Ποιο ήταν το έναυσμα για να γράψετε το βιβλίο Το πέρασμα: Αϊβαλί-Μυτιλήνη, 1922;
Με αφορμή την επέτειο των εκατό χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, συνειδητοποίησα ότι, πέρα από κάποιες οικογενειακές ιστορίες, γνώριζα πολύ λίγα πράγματα για το τι ακριβώς συνέβη στο Αϊβαλί, που ήταν ο τόπος των δυο παππούδων μου, κυρίως από τον πρώτο διωγμό ως τη Συνθήκη της Λωζάνης (την περίοδο 1914-1923). Εντελώς παρορμητικά, αναζήτησα στο διαδίκτυο μαρτυρίες Αϊβαλιωτών και άλλων Μικρασιατών. Για καλή μου τύχη, έπεσα επάνω στη μαρτυρία μιας ανώνυμης Αϊβαλιώτισσας που, σε μια πολύ συνοπτική αφήγηση, περιέγραψε την ιστορία της οικογένειάς της. Η αφηγήτρια της μαρτυρίας, που η καταγραφή της έγινε πολύ αργότερα, ήταν το μεγαλύτερο (εννιά χρονών το 1922) από τα τρία μικρά κορίτσια – εγγόνια μιας οικογένειας τριών γενιών. Δεκατρία άτομα συνολικά, πέντε γυναίκες και οκτώ άντρες, μαζί με ένα νεογέννητο αγοράκι. Βρήκα συγκλονιστική συγκυρία ότι επέζησαν όλες οι γυναίκες και χάθηκαν με διάφορους τρόπους όλοι οι άντρες του σπιτιού.
Δεν είναι όμως αυτά γραμμένα με την προσωπική σας γραφή σε μυθοπλασία;
Είναι μυθοπλασία, που όμως βασίζεται στην παραπάνω μαρτυρία του εννιάχρονου κοριτσιού της οικογένειας των τριών γενιών. Απλά, στο ζωντάνεμά της έχουν ενσωματωθεί και μικρές ιστορίες από άλλες μαρτυρίες Μικρασιατών (όπως η ιστορία με το «χαλάλι») και κάποιες που έρχονται από την οικογένειά μου, όπως η ιστορία της φιλίας με τους Τούρκους γείτονες, η ιστορία με το τσαντάκι της ραπτικής που αντί για λίρες είχε κλωστές και βελόνες κ.ά. Η αλήθεια είναι ότι οι δικοί μου σπάνια μας έλεγαν στο σπίτι, και ποτέ δημόσια, θλιβερές ιστορίες από το παρελθόν, όταν ήμασταν παιδιά, αλλά κάποιες φορές κρυφακούγαμε μπαινοβγαίνοντας στο καθιστικό τις ιστορίες των μεγάλων σε επισκέψεις συγγενών με καταγωγή από το Αϊβαλί. Τα περισσότερα που γνωρίζω είναι από κάποιες αφηγήσεις του πατέρα μου για τη διάσωση ή την κακοποίηση θείων και εξαδέλφων του το ’22 με την Έξοδο ή το ’23 με την ανταλλαγή των πληθυσμών, μετά από παρακίνηση δική μου και της αδελφής μου, λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του, το 1995.
«Δεν νομίζω ότι θα ξαναπάω, γιατί θα μου φανεί αφόρητο να μη νιώσω την ίδια συγκίνηση».
Οι μνήμες από το Αϊβαλί αλλά και γενικότερα, πώς μπορούν να κρατηθούν και να μεταβιβαστούν στη νεότερη γενιά;
Πιστεύω πως ο καλύτερος τρόπος είναι η αφήγηση – προφορική ή γραπτή. Βέβαια, παρ’ όλη τη μεγάλη δύναμη της προφορικότητας, τα βιβλία έχουν –σαν χειροπιαστό αντικείμενο– μεγαλύτερο προσδόκιμο επιβίωσης. Όμως, σαν μαγικό άυλο αγαθό, είναι κι αυτά πλάσματα ζωντανά και κάποιες φορές απίστευτα ανθεκτικά, όπως τα παραμύθια από την προφορική παράδοση.
Το πέρασμα από το Αϊβαλί στη Μυτιλήνη έμοιαζε σαν άθλος. Η δική σας οικογένεια με ποιον τρόπο κατάφερε να περάσει απέναντι στη Μυτιλήνη;
Οι οικογένειες των δυο προ παππούδων μου, Αϊβαλιώτες που δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους, είχαν την τύχη να κάνουν τα δικά τους «περάσματα» από το Αϊβαλί στη Μυτιλήνη πολύ πριν από την Έξοδο. Το μερτικό τους στην οδύνη το απέκτησαν αφήνοντας πίσω για πάντα την προηγούμενη ζωή τους, τα σπίτια και τους τάφους των προγόνων τους, και κυρίως όταν υποδέχτηκαν τους πρόσφυγες συγγενείς τους που τους βάραιναν βαριά πένθη, το 1922 και το 1923, και κάποιοι από αυτούς συγκατοίκησαν μαζί τους το πρώτο διάστημα της προσφυγικής ζωής τους στη Μυτιλήνη.
Για να επιστρέψουμε στο βιβλίο σας, η βασική αφηγήτρια είναι η μεγαλύτερη από τα τρία κορίτσια, η Ελένη. Αλήθεια, είναι τόσο δυνατή η μνήμη ενός παιδιού εννιά χρονών;
Πιστεύω πως ναι, η μνήμη μπορεί να είναι πολύ δυνατή στα εννιά χρόνια ή και νωρίτερα, ιδίως αν όσα γίνονται γύρω από το παιδί είναι πρωτόγνωρα και τραγικά.
Οι περιγραφές που κάνετε μας κόβουν την ανάσα. Πού βρήκαν τόσο θάρρος και κατάφεραν να σωθούν οι συγγενείς σας;
Οι πολυπληθείς Αϊβαλιώτες συγγενείς μου της εποχής εκείνης πέρασαν στη Μυτιλήνη μέσα στον τρόμο του θανάτου. Το ένστικτο της επιβίωσης τους έσπρωξε να μπουν στην ουρά για τον έλεγχο των χαρτιών και την υποχρεωτική παρακράτηση χρημάτων και κοσμημάτων από τους ελεγκτές, εκλιπαρώντας να μπουν σε κάποιο πλοίο.
Κι όλα συνέβησαν τη μέρα των γενεθλίων του παππού. Ήταν καθοριστική αυτή η σύμπτωση;
Η μέρα των γενεθλίων του παππού είναι καθαρή μυθοπλασία, για να μπορέσω να αφηγηθώ την ιστορία του Αϊβαλιού και συγχρόνως να τονίσω την αντίθεση του πριν και του μετά (τη μετάβαση από την εποχή ευημερίας στην εποχή προσφυγιάς).
Πώς υποδέχτηκαν τους πρόσφυγες από το Αϊβαλί στη Λέσβο; Ποια ήταν η συμπεριφορά των ντόπιων απέναντι στους πρόσφυγες;
Οι δικοί μου, όπως προανέφερα, εγκαταστάθηκαν στη Μυτιλήνη πριν από τον ελληνοτουρκικό πόλεμο – σε μια περίοδο σχετικά ομαλή, σε σχέση με ό,τι ακολούθησε, και η υποδοχή τους ήταν καλή, γιατί είχαν συγγενείς στη Μυτιλήνη. Σύμφωνα με τη μαρτυρία στην οποία βασίστηκε το βιβλίο, οι πέντε γυναίκες πρόσφυγες που πέρασαν απέναντι με το μωρό είχαν επίσης καλή υποδοχή από την οικογένεια ενός κουμπάρου τους. Όμως, με το πέρασμα του χρόνου, ο ντόπιος πληθυσμός κουράστηκε από την υποδοχή όλης αυτής της οδύνης και άρχισε να φοβάται τον ανταγωνισμό με τους πρόσφυγες για τις θέσεις εργασίας. Δυστυχώς, υπάρχουν μαρτυρίες για απαξίωση και επιθετικότητα απέναντι στους Μικρασιάτες πρόσφυγες σε πολλά μέρη της Ελλάδας, πράγμα που ισχύει και για τη Λέσβο, που όμως είχε ήδη υποδεχτεί πολλούς σε αναλογία με τον πληθυσμό της.
Ποια είναι η γνώμη σας για τις εκδηλώσεις που έγιναν, ως επί το πλείστον πέρυσι, με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή;
Έχω παρακολουθήσει κάποιες από τις πάμπολλες εκδηλώσεις και συμμετείχα σε τρεις παραστάσεις με αναλόγιο και μουσική, με βάση Το πέρασμα. Σε όλες τις περιπτώσεις, είχα την ευλογία να μοιράζομαι τη συγκίνηση με πολλούς άλλους, ακροατές ή θεατές. Πιστεύω ότι είναι απαραίτητο να γίνονται εκδηλώσεις μνήμης, αλλά με δίκαιη μνήμη, χωρίς προκαταλήψεις – η αλήθεια φτάνει και περισσεύει.
Έχετε επισκεφτεί το Αϊβαλί; Τι έχει μείνει από τότε;
Επισκέφτηκα το Αϊβαλί πριν από πολλά χρόνια, στη δεκαετία του ’80, για μία μόνο μέρα, παίρνοντας το καραβάκι από το λιμάνι της Μυτιλήνης, χωρίς να μου περάσει καθόλου από το μυαλό πόσο βάρος θα μπορούσε να έχει μια τέτοια επίσκεψη. Ήμουν συνεχώς συγκινημένη, όλα μου φαίνονταν οικεία και γεμάτα νοσταλγία και τρυφερότητα. Τα χρώματα σε κάποιους εξωτερικούς τοίχους σπιτιών, η μυρωδιά των γιασεμιών, κάποια παλιά πετρόχτιστα ελληνικά αρχοντικά μού θύμιζαν ότι η πόλη είχε χτιστεί από Μυτιληνιούς. Επιστρέφοντας, είπα «δεν νομίζω ότι θα ξαναπάω, γιατί θα μου φανεί αφόρητο να μη νιώσω την ίδια συγκίνηση». Παρ’ όλα αυτά, συχνά σκεφτόμουν πότε θα κάνω το επόμενο ταξίδι στην παλιά πατρίδα, αλλά ζούσα στο εξωτερικό, όλο το ανέβαλλα και κατάφερα να κάνω αυτή την επιθυμία ένα δύσβατο βουνό. Δεν ξαναπήγα ποτέ και έμεινα με τη συναρπαστική εμπειρία της πρώτης και μοναδικής φοράς.
Πρέπει να διατηρούμε την ιστορική μνήμη;
Πολύ εύστοχη ερώτηση, όμως η απάντηση δεν είναι εύκολη, επειδή έχει παγιωθεί η αντίληψη ότι είμαστε τα μόνα θύματα. Δεν ξεχνώ ότι τα μικρασιατικά παράλια ήταν ελληνικά από τον 12ο αιώνα π.Χ., αλλά με βάση τα ελληνικά στρατιωτικά αρχεία για την περίοδο 1919-1923, υπήρξαν θύματα ανάμεσα στους αμάχους κι από τις δυο πλευρές, πράγμα που δεν περιέχεται στη βασική μαρτυρία και δεν πέρασε στο βιβλίο, που μιλάει για μια οικογένεια που ζούσε στο Αϊβαλί και δεν τους άγγιξε ο πόλεμος ως τον τρόμο της Εξόδου και τη βίαιη επιστράτευση των ανδρών, ανάμεσά τους και ο δεκαοχτάχρονος τότε Ηλίας Βενέζης, ένας από τους ελάχιστους επιζώντες που κατέγραψε την εμπειρία του στα «τάγματα εργασίας» (αμελέ ταμπουρού) στο βιβλίο του Το νούμερο 31328. Θα απαντήσω, λοιπόν, στην τελευταία ερώτηση με τα λόγια του ιστορικού Αντώνη Λιάκου από τον συλλογικό τόμο Το 1922 και οι πρόσφυγες. Μια νέα ματιά (εκδ. Νεφέλη, 2011): «Σίγουρα ναι, αλλά μετατρέποντας τη μνήμη-εκδίκηση σε μνήμη-κατανόηση. Αν η μνήμη δεν περάσει από μια διαδικασία ιστορικής κατανόησης, τότε γίνεται νοσηρό σύμπτωμα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτό που χρειάζεται στην τουρκική πλευρά είναι να κατανοηθεί ο πόνος που προκάλεσε στους Έλληνες και στην ελληνική πλευρά ο πόνος που προκάλεσε στους Τούρκους, ιδίως με τις εκτεταμένες καταστροφές στην υποχώρηση του ελληνικού στρατού». Και κάτι ακόμα από το ίδιο βιβλίο: «Ο μόνος τρόπος να γίνει συμφιλίωση μεταξύ των λαών είναι ο ένας να κατανοήσει την οδύνη του άλλου μέσα από τη λογοτεχνία».
Δείτε εδώ συνεντεύξεις του κ.Ιντζέμπελη.