Η Λουίζ Κένεντι, γεννημένη το 1967, μεγάλωσε σε μια μικρή πόλη έξω από το Μπέλφαστ. Οι Υπερβάσεις είναι το πρώτο της μυθιστόρημα, το οποίο διακρίθηκε ως το Ντεμπούτο της Χρονιάς στα British Book Awards, ως το Μυθιστόρημα της Χρονιάς στο πλαίσιο των An Post Irish Book Awards, ενώ συμπεριλαμβανόταν στη βραχεία λίστα για το Women’s Prize for Fiction, για το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα των βιβλιοπωλείων Waterstones και για το αντίστοιχο βραβείο των βιβλιοπωλείων Barnes and Noble. Είχε προηγηθεί η συλλογή διηγημάτων της The End of the World is a Cul de Sac, η οποία τιμήθηκε με το John McGahern Prize. Πριν ξεκινήσει τη συγγραφική της καριέρα, πέρασε σχεδόν τριάντα χρόνια δουλεύοντας ως σεφ. Ζει στο Σλάιγκο, στη βορειοδυτική Ιρλανδία. Η κυκλοφορία των Υπερβάσεων στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Ψυχογιός, σε μετάφραση της Δέσποινας Δρακάκη, μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.
Πώς προετοιμάζετε τη συγγραφή ενός βιβλίου;
Εξαρτάται τι γράφω. Το πρώτο μου βιβλίο ήταν μια συλλογή μικρών διηγημάτων με τίτλο The End of the World is a Cul de Sac. Γράφτηκε σε μία περίοδο σχεδόν τεσσάρων χρόνων. Δε σχεδίασα ποτέ τη συγγραφή του βιβλίου, αλλά όταν μια ιδέα μού ερχόταν στο μυαλό, πολύ συχνά κάτι μικρό, σχεδόν φευγαλέο, δούλευα επί μήνες ώστε να καταλάβω πού με βγάζει. Κάποια στιγμή κατέληξα να έχω δώδεκα ιστορίες που φαίνονταν να έχουν μια συνοχή και εκεί συνειδητοποίησα ότι δημιουργήθηκε μια συλλογή. Όσον αφορά τις Υπερβάσεις, γνώριζα ότι προοριζόταν για μυθιστόρημα. Ξεκίνησα με μία λίστα τραγουδιών από τη δεκαετία του ’70, τα τραγούδια που έπαιζαν στο παρασκήνιο στην παιδική μου ηλικία, υποθέτω. Τα τραγούδια αυτά μου γέννησαν πολλές αναμνήσεις, αλλά είχα ήδη ξεκινήσει να γράφω στα σοβαρά μερικούς μήνες νωρίτερα. Αυτό ήταν ουσιαστικά συνέπεια της διάγνωσής μου με μελάνωμα (μια θανάσιμη μορφή καρκίνου του δέρματος) στις αρχές του 2019. Συνειδητοποιώντας ότι ίσως να μην έχω αρκετή ζωή μπροστά μου και σε συνδυασμό με την αναρρωτική άδεια που πήρα για τρεις μήνες, άρχισα να νιώθω ότι ήταν επείγον και έπρεπε να το επισπεύσω. Το πρώτο προσχέδιο του βιβλίου ολοκληρώθηκε σε έντεκα εβδομάδες, λίγο πριν επιστρέψω στη δουλειά. Αυτή τη στιγμή γράφω το δεύτερο μυθιστόρημά μου. Δεν υπήρξε καθόλου χρόνος για προετοιμασία και γι’ αυτό δουλεύω κάθε μέρα καταμετρώντας αυστηρά τον αριθμό των λέξεων που συγγράφω και ελπίζω ότι, μέσω των πολλών διορθώσεων και επιμελειών, θα καταφέρω να μεταμορφώσω ένα άναρχο προσχέδιο σε κάτι καλό.
Ποια ήταν η αρχική ιδέα για τις Υπερβάσεις;
Μεγάλωσα σε μια μικρή πόλη κοντά στο Μπέλφαστ. Παρότι το βιβλίο είναι προϊόν φαντασίας, ο κόσμος που αναπαριστά είναι παρόμοιος με τον κόσμο στον οποίο μεγάλωσα. Η πρώτη σκηνή που έγραψα ήταν ο πρόλογος, όπου η Κούσλα Λάβερι βλέπει ένα γλυπτό και θυμάται κάποιον που γνώριζε πριν από σαράντα χρόνια. Η σκηνή αυτή είναι εμπνευσμένη από την επίσκεψή μου σε μια έκθεση με τίτλο Art of the Troubles, η οποία βρισκόταν στο μουσείο του Όλστερ στο Μπέλφαστ το 2015. Με έκανε να σκεφτώ τους τρόπους με τους οποίους οι εικαστικές τέχνες μπορούν να πουν κάτι το ανομολόγητο σε ένα πλαίσιο όπου η γλώσσα πολώνει και θορυβεί.
Γιατί διαλέξατε τη Βόρεια Ιρλανδία ως τον χώρο όπου διαδραματίζεται το μυθιστόρημα;
Ξεκίνησα να γράφω σε σχετικά μεγάλη ηλικίας στη ζωή μου –το 2014, σε ηλικία 47 ετών–, όταν ένας φίλος με έπεισε να γίνω μέλος μιας ομάδας συγγραφής. Η πρώτη ιστορία μου διαδραματιζόταν στο Μπέλφαστ. Έχω γράψει διηγήματα που διαδραματίζονται στα νότια των συνόρων της Ιρλανδίας, αλλά πάντα βρίσκω τον εαυτό μου να γυρίζει πίσω στον τόπο μου. Ίσως και η διάγνωσή μου με καρκίνο να συνέβαλε επίσης σε αυτό· το ότι αν μου δινόταν μια μοναδική ευκαιρία να γράψω ένα μυθιστόρημα, θα ήθελα να είναι μια ιστορία για ανθρώπους που είναι σαν την οικογένειά μου.
Παρότι η θρησκεία δεν αποτελεί πια εμπόδιο για την κοινωνική άνοδο στις μέρες μας, η κοινωνική τάξη και η γεωγραφία μπορούν ακόμα να επηρεάσουν τις ευκαιρίες που δίνονται στη ζωή ενός ανθρώπου.
Γιατί στο τέλος της δεκαετίας του 1970 καθημερινά υπήρχαν επεισόδια και ταραχές στην περιοχή;
Η περίοδος που είναι γνωστή και ως «Ταραχές» ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1968, όταν οι φοιτητές από το Πανεπιστήμιο Κουίνς του Μπέλφαστ, επηρεασμένοι από τις φοιτητικές διαδηλώσεις στο Παρίσι και τις διαδηλώσεις κατά του πολέμου στο Βιετνάμ στις ΗΠΑ, βγήκαν στους δρόμους για να διαδηλώσουν για την ισότητα στη στέγαση και για τα δικαιώματα ψήφου και εργασίας των Καθολικών στη Βόρεια Ιρλανδία. Η απάντηση της αστυνομίας σε αυτές τις ειρηνικές διαδηλώσεις ήταν σκληρή και μέσα σε έναν χρόνο τα σπίτια των Καθολικών καίγονταν από τους Προτεστάντες γείτονές τους, ενώ χρειάστηκε να επιστρατευτεί ακόμα και ο βρετανικός στρατός. Η βία κλιμακώθηκε και όξυνε ακόμα περισσότερο τις δογματικές διαφορές. Κράτησε μέχρι τη δεκαετία του ’90. Από τότε έχουν περάσει 25 χρόνια σχετικής ηρεμίας, αλλά το θέμα της εθνικής και πολιτισμικής ταυτότητας αποτελεί ακόμα πηγή εντάσεων. Και παρότι η θρησκεία δεν αποτελεί πια εμπόδιο για την κοινωνική άνοδο στις μέρες μας, η κοινωνική τάξη και η γεωγραφία μπορούν ακόμα να επηρεάσουν τις ευκαιρίες που δίνονται στη ζωή ενός ανθρώπου.
Η Κούσλα ζει μαζί με την αλκοολική μητέρα της. Πόσο δύσκολο είναι να ζεις με έναν άνθρωπο εξαρτημένο από το αλκοόλ;
Με ενδιαφέρει πολύ η δυναμική της οικογένειας, όλοι οι τρόποι με τους οποίους πρέπει να ικανοποιούμε άλλους ανθρώπους σε κάθε μέρα της ζωής μας. Η σχέση της Κούσλα με τη μητέρα της είναι στενή, αλλά και τεταμένη. Οι Υπερβάσεις έχουν χαρακτηριστεί ως μια ιστορία αγάπης, για μένα όμως είναι μεν μια ιστορία αγάπης, αλλά και ο δεσμός της Κούσλα και της Τζίνα είναι ίσως ο πιο σημαντικός στη ζωή της. Παρ’ όλα αυτά, είναι δύσκολο να αγαπάς ένα άτομο για το οποίο προτεραιότητα έχει η ουσία ή η δραστηριότητα όπου είναι εθισμένο. Ήθελα να δείξω ακριβώς αυτή τη σύγκρουση.
Παράλληλα, εργάζεται τα βράδια στην οικογενειακή παμπ. Γιατί οι παμπ είναι μέχρι σήμερα αγαπητοί χώροι σε κάποιες κοινωνίες;
Οι παμπ υπήρξαν πάντα ένα κομμάτι ζωτικής σημασίας για την κοινωνική ζωή στην Ιρλανδία. Οι παμπ είναι ακόμα ένα πολύ δημοφιλές σημείο συνάντησης, αλλά νομίζω ότι τα τελευταία 20 χρόνια έχουν υποπέσει σε παρακμή. Οι απαγορεύσεις για το κάπνισμα σε εσωτερικούς χώρους (σε μια χώρα που είναι κρύα και βροχερή), οι αυστηρές ρυθμίσεις σχετικά με την οδήγηση υπό την επήρεια του αλκοόλ και η μεγάλη διαφοροποίηση των τιμών στα μαγαζιά και τα μπαρ (πολύ πιο φτηνά) έχουν όλα συμβάλει στο να κάνουν τον κόσμο να μείνει στο σπίτι.
Στην παμπ γνωρίζει τον Μάικλ Αγκνιού, Προτεστάντη δικηγόρο, και τα φτιάχνει μαζί του. Τι τη γοητεύει τόσο σε αυτή τη σχέση, ώστε να ξεχνά ότι είναι παντρεμένος;
Οι Υπερβάσεις προβάλλονται πολύ στενά από την οπτική της Κούσλα. Έχουν να κάνουν λοιπόν αποκλειστικά με τη δική της οπτική. Ο Μάικλ είναι ένας άντρας της εποχής του: ελαφρώς υπεροπτικός, ελεύθερος να κάνει αυτό που τον ευχαριστεί, ενώ οι γυναίκες που τον περιτριγυρίζουν είναι περιορισμένες από τους οικογενειακούς και κοινωνικούς κανόνες. Στη σημερινή εποχή μια γυναίκα είκοσι τεσσάρων χρόνων θα μπορούσε να δει κάτι ύποπτο στους σαγηνευτικούς τρόπους του, αλλά τη δεκαετία του ’70 ο σοβινισμός ήταν η νόρμα. Και ο κόσμος της Κούσλα είναι μικρός. Μένει στο σπίτι με τη μητέρα της· λόγω των Ταραχών, δεν υπήρχαν πια κέντρα διασκέδασης ή μουσικές εκδηλώσεις· οι μόνοι άντρες που βλέπει είναι αυτοί που σερβίρει στην παμπ. Όσο για το γεγονός ότι ήταν παντρεμένος: κάποιες φορές η Κούσλα ένιωθε τη συνείδησή της να της χτυπάει την πόρτα, αλλά η έλξη για τον Μάικλ πάντα υπερίσχυε. Όπως και στην πραγματικότητα ο κόσμος έχει παράνομες σχέσεις, έτσι μπορούν και οι φανταστικοί χαρακτήρες.
Πώς βλέπουν οι Καθολικοί φίλοι της αυτή την παράνομη σχέση της με έναν Προτεστάντη;
Η σχέση τους είναι αναγκαστικά μυστική. Αν και γενικά δεν υπήρχαν πολλές αναμείξεις μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών, δεν αποτελούσε και κάτι πρωτάκουστο. Όταν οι Ταραχές έγιναν ακόμα πιο βίαιες, ο κόσμος κλείστηκε στις κοινότητές του και άρχισε να βλέπει τους «άλλους» με υποψία και φόβο. Και η θρησκευτική διαφορά δεν είναι το μόνο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν η Κούσλα και ο Μάικλ. Η δυναμική των κοινωνικών τάξεων είναι επίσης προβληματική, καθώς ο Μάικλ ανήκει σε μια ανώτερη κοινωνική τάξη από αυτήν· και το γεγονός ότι είναι παντρεμένος ήταν ταμπού στη δεκαετία του ’70 στην Ιρλανδία. Είναι ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων που κάνει τη σχέση τους όχι αποδεκτή. Η Κούσλα πρέπει να κρατήσει αυτή τη σχέση μυστική για αρκετούς λόγους. Φοβάται ότι θα κριθεί για την ηθικότητά της· δε θέλει να θέσει σε κίνδυνο τον αδερφό της, ο οποίος ήδη βρίσκεται σε ευάλωτη θέση ως ιδιοκτήτης μιας παμπ στην οποία πίνουν Προτεστάντες· φοβάται ότι θα χάσει τη δουλειά της· και δε θέλει να θέσει τον Μάικλ σε κίνδυνο. Τελικά η Κούσλα εμπιστεύεται τον φίλο της τον Τζέρι, αλλά μόνο και μόνο επειδή δεν μπορεί να απευθυνθεί σε κανέναν άλλο.
Ο Μάικλ είναι δικηγόρος και αναλαμβάνει δύσκολες υποθέσεις. Δε μοιάζει σαν να παίζει με τη φωτιά;
Ναι, έτσι νομίζω. Μου ήταν δύσκολο να τον δημιουργήσω σαν χαρακτήρα. Στα πρώτα προσχέδια ήταν πολύ πιο ρομαντική φιγούρα, και έτσι του έδωσα μια μεγάλη κοιλιά και μια εξάρτηση στο αλκοόλ που συνεχώς μεγαλώνει. Είναι περίπλοκος. Από τη μία είναι ηθικός, αμερόληπτος και φιλάνθρωπος· είναι όμως και ένας κατά συρροή μοιχός, που ζει μια διπλή ζωή.
Το πρωί η Κούσλα εργάζεται ως δασκάλα σε ένα Καθολικό δημοτικό σχολείο. Πώς καταφέρνει και διδάσκει με επιτυχία κι έχει τον σεβασμό και την αγάπη των μαθητών της;
Το βιβλίο διαδραματίζεται το 1975 και οι μαθητές της Κούσλα είναι περίπου εφτά χρόνων. Εκείνη τη χρονιά έγινα οχτώ χρόνων και θα μπορούσα να είμαι και εγώ μαθήτρια στην τάξη της, επομένως η σχολική μέρα είναι ουσιαστικά βασισμένη στην παιδική μου ηλικία. Η Κούσλα είναι περιορισμένη στον βαθμό των προσδοκιών του διευθυντή, αλλά είναι επίσης ευαίσθητη στον ευάλωτο χαρακτήρα των μικρών παιδιών, ειδικά αυτών που ζουν στις ταραχώδεις εποχές. Προσπαθεί να τα προστατέψει από τη θρησκευτική μισαλλοδοξία που διαδίδει ο πατέρας Σλάτερι, ο κακός ιερέας. Επίσης, επιτρέπει στα παιδιά να είναι παιδιά: να παίζουν, να ευχαριστιούνται τη φύση, τη μουσική, το διάβασμα και να περνάνε καλά…
Εκείνη την περίοδο υπήρχε αλληλεγγύη ανάμεσα στον κόσμο;
Υπήρχε λιγότερη αλληλεγγύη από αυτή που ο κόσμος θα ήθελε να παραδεχτεί. Μέσα στην Καθολική κοινότητα υπήρχε ένα σύστημα τάξεων. Η οικογένεια της Κούσλα κατέχει μία επιχείρηση και, παρότι δεν είναι πλούσιοι, ανήκουν στην πιο υψηλή κλίμακα. Ο Ντέιβι Μακγκόιν, ένας από τους μαθητές της, ανήκε σε μια οικογένεια που ήταν στη χαμηλότερη κλίμακα της πυραμίδας. Η Κούσλα το βλέπει αυτό και προσπαθεί να τους βοηθήσει, κάτι που κατακρίνεται από τον διευθυντή και τον ιερέα, καθώς δεν θέλουν να διαταράξουν το κοινωνικό κατεστημένο. Όλο αυτό είναι βασισμένο στις αναμνήσεις μου από αυτά τα χρόνια. Δυστυχώς δεν υπήρχε το «μας καταπίεζαν όλους μαζί».
Πώς νιώθετε που το μυθιστόρημά σας απέσπασε τόσες διακρίσεις;
Έγραψα τις Υπερβάσεις πριν αποκτήσω εκδότη, κάτι που μου έδωσε μεγάλη ελευθερία. Είχα τη δυνατότητα να το ολοκληρώσω ταχύτατα, χωρίς να έχω τον φόβο ότι θα κατακριθεί από κάποιον εκδότη. Όταν πλησίαζε η ημέρα έκδοσης του βιβλίου, αγχωνόμουν όλο και πιο πολύ. Είναι φυσικό να θες το βιβλίο σου να γίνει προϊόν θαυμασμού από άλλους συγγραφείς, να λάβει επιδοκιμαστικά σχόλια από τους κριτικούς και να αγαπηθεί από το αναγνωστικό κοινό. Ωστόσο, αυτά δε με απασχολούσαν. Γεννήθηκα στο Μπέλφαστ και πέρασα την παιδική μου ηλικία εκεί, αλλά για πολλούς λόγους που ήταν συνδεδεμένοι με τις Ταραχές, φύγαμε όταν ήμουν δώδεκα ετών. Όταν έγραψα το βιβλίο, βασίστηκα κυρίως στις αναμνήσεις μου και αυτό με έκανε να αναρωτηθώ: μήπως η παιδικότητά μου μου θόλωσε την αντίληψη και το βιβλίο βγήκε κάπως αφελές, υποκειμενικό και ανακριβές; Σύντομα, όμως, οι αναγνώστες από τη Βόρεια Ιρλανδία ξεκίνησαν να μιλάνε για το βιβλίο στο διαδίκτυο και η ανταπόκρισή τους ήταν πολύ θετική. Αυτό ήταν μια τρομερή ανακούφιση, καθώς ήθελα με όλη μου την καρδιά να αποτυπώσω όσο το δυνατόν πιο πιστά τον τρόπο με τον οποίο ζούσαμε τότε. Οτιδήποτε συνέβη κατόπιν αποτέλεσε απλώς μία επιπλέον επιβράβευση.
Λατρεύω το ελληνικό θέατρο και είναι μεγάλη τιμή να εκδίδεται το βιβλίο μου στον τόπο όπου κάποτε δημιούργησαν ο Αισχύλος και ο Ευριπίδης.
Τώρα έχουμε το βιβλίο μεταφρασμένο στην ελληνική γλώσσα. Πώς νιώθετε γι’ αυτό;
Οι Υπερβάσεις έχουν μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες, αλλά η ελληνική έκδοση με έκανε να χαρώ περισσότερο από όλες. Αυτό είχε να κάνει εν μέρει με το γεγονός ότι ήταν συναρπαστικό για μένα να δω τις λέξεις μου σε ένα διαφορετικό αλφάβητο και να δω το όνομά μου γραμμένο διαφορετικά σε ένα εξώφυλλο. Κυρίως, οφείλεται στο γεγονός ότι λατρεύω το ελληνικό θέατρο και είναι μεγάλη τιμή να εκδίδεται το βιβλίο μου στον τόπο όπου κάποτε δημιούργησαν ο Αισχύλος και ο Ευριπίδης.
Μετάφραση από τα αγγλικά: Θοδωρής Ιντζέμπελης
Δείτε εδώ συνεντεύξεις του κ.Ιντζέμπελη.