(Με αφορμή μία δήλωση του Πεπ Γκουαρντιόλα)
Η πρόσφατη επικαιρότητα, με τη δολοφονία ενός νέου ατόμου από ομάδα φανατικών νεοναζιστών (ξενικής και εγχώριας προέλευσης), έριξε τα φώτα σ’ αυτό που αποκαλούμε «οπαδική βία». Ωστόσο αυτό είναι μόνο το προκάλυμμα, η επίφαση ή αν θέλετε το μασκάρεμα ενός γενικότερου φαινομένου. Σε κάθε περίσταση, οι συνθήκες υπό τις οποίες ζούμε (αβεβαιότητα για το μέλλον, ακρίβεια, αισθητική της βίας, κυριαρχία του φόβου κ.λπ) οριοθετούν ένα κλίμα όπου ανθούν οι εντάσεις και οι συγκρούσεις, όπου ο καθένας προσπαθεί να επιβληθεί στον άλλο είτε ως αυτοεπιβεβαίωση είτε ως επιβίωση είτε ως απλό ξέσπασμα. Είναι η περίοδος όπου ανθούν η βία και η έκφραση των άκρων. Σε συνθήκες τέτοιες βίας δεν μπορεί παρά να αντανακλώνται τα κοινωνικά δεδομένα, ειδικά μέσα σε χώρους που αποτελούν έκφραση των κοινωνικών συνθηκών, όπως τα γήπεδα, αλλά και τα σχολεία. Η βία είναι, ως εκ τούτου, αναπόφευκτο φαινόμενο το οποίο εκφράζεται ποικιλότροπα και προς κάθε κατεύθυνση (καταστροφή υλικών, κτηρίων, βιαιοπραγίες, λεκτική βία κ.ο.κ.).
Τι είναι αυτό που οδηγεί τους νέους στην ωμότητα; Θα έπρεπε να ανοίξουμε ολόκληρη ιστοσελίδα για να αναλύσουμε το θέμα αυτό και πάλι δύσκολα θα καταλήγαμε σε κοινά αποδεκτό αποτέλεσμα. Με λίγα λόγια, μεγάλη ευθύνη φέρει η ίδια η κοινωνία, με τις εικόνες βίας που διαχέει σε κάθε μορφή Μέσου ενημέρωσης, αλλά και με την απανθρωπιά που τη διακρίνει, τις περισσότερες φορές, στην αντιμετώπιση της φτώχειας και της ανεργίας, των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων και κυρίως των νέων. Έχουμε στερήσει από τους νέους μας την ελπίδα, τους έχουμε αφαιρέσει κάθε ρομαντισμό και φαντασία, τους έχουμε καταστήσει ορθολογιστές στυγνούς σε σημείο που να σκέφτονται μόνο το συμφέρον τους και την επικράτησή τους έναντι οιουδήποτε κόστους. Σε μια τέτοια κοινωνία που, επί της ουσίας, ασκεί βία στα μέλη της, δεν μπορεί παρά να ανθίσει η βία και να εξαπλωθεί σε κάθε πλευρά, ακόμα και σε σχολεία, σχολές, πανεπιστήμια (όπου υποτίθεται καλλιεργείται το πνεύμα του διαλόγου και της έρευνας), και όπου αλλού.
Το στοιχείο αυτό επεσήμανε και ένας άνθρωπος του αθλητισμού, από τους ικανότερους και εξυπνότερους που έχει αναδείξει ο χώρος του ποδοσφαίρου. Πρόκειται για τον προπονητή της Μάντσεστερ Σίτυ, Πεπ Γκουαρντιόλα ο οποίος, σε ερώτηση που του έγινε για τη δολοφονία του Μιχάλη Κατσουρή (όταν ήρθε στη χώρα μας για τη διεξαγωγή του Ευρωπαϊκού Σούπερ Κυπέλλου το οποίο κέρδισε τελικά η ομάδα του), δήλωσε χωρίς περιστροφές: ««Φταίει η κοινωνία, δεν είναι πρόβλημα του ποδοσφαίρου. Ο ρατσισμός δεν είναι πρόβλημα, είναι κοινωνικό φαινόμενο. Είναι παντού, όπως και η βία. Γιατί η διαφορά του πλούσιου με τον φτωχό είναι πολύ μεγάλη. Δεν υπάρχει μεσαία τάξη για να ισορροπήσει την κατάσταση. Στον κόσμο οι ανισότητες δημιουργούν προβλήματα». Και πρόσθεσε: «Ο μισός πλανήτης υποφέρει από την πείνα, ο άλλος μισός πεθαίνει λόγω ανεβασμένης χοληστερίνης. Όσα συνέβησαν στην Ελλάδα, συμβαίνουν και σε άλλες χώρες. Είναι θέμα κουλτούρας και παιδείας. Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να αμείβονται καλύτερα, όσοι εργάζονται στον τομέα της υγείας πρέπει να πληρώνονται καλύτερα, αλλά τελικά όσοι είναι στην εξουσία κλέβουν τα πάντα κι έτσι δυσκολεύει η κατάσταση», επισήμανε στη συνέχεια.
Όταν δεν προβάλλονται σωστά μοντέλα ζωής ούτε από την οικογένεια, ούτε από το σχολείο, ούτε από την πολιτεία, τότε είναι λογικό και επόμενο ότι ο νέος θα κατασκευάσει ένα δικό του μοντέλο επιβίωσης στην κοινωνία που θα βασίζεται στον «νόμο» της ζούγκλας. Οι αξίες άλλα και τα λειτουργήματα που εξευγενίζουν τον άνθρωπο, όπως είναι οι εκπαιδευτικοί, υποτιμώνται από τα σύγχρονα κράτη, και στον αντίποδα προβάλλονται αυτοί που βγάζουν εύκολο χρήμα «κλέβοντας τα πάντα» όπως είπε ο Γκουαρντιόλα. Λανθασμένα πρότυπα που εξαγριώνουν τον άνθρωπο. Και η δύναμή τους είναι ότι «πατούν» πάνω στα πάθη των ανθρώπων, όπως ο οπαδισμός, η πολιτική, το σεξ, ο τζόγος κ.α. Θα υπήρχε άραγε βία σε έναν κόσμο όπου η επιβίωση και η ευημερία, η ασφάλεια και ο άνετος βίος θα ήταν εξασφαλισμένα; Δύσκολα μπορεί να απαντήσει κάποιος σε τούτο το ερώτημα. Η ιστορία του Κάιν με τον Άβελ λέει πως ακόμα και τότε η βία μπορεί να κάνει την εμφάνισή της, διότι κανείς δεν μπορεί να ελέγξει τα ασίγαστα πάθη του ανθρώπου. Άλλο όμως οι μεμονωμένες περιπτώσεις και άλλο η καθημερινότητα της ανασφάλειας και των συνεχών κρουσμάτων βίας.
Γι’ αυτό ξαναγυρίζουμε στο μεγάλο ζητούμενο, πως όλα είναι θέμα σωστής παιδείας. Αυτή είναι η βάση για να διαμορφώνεται ένας συνειδητοποιημένος πολίτης, που θα ξέρει να διακρίνει πού πρέπει να διοχετεύει τις δυνάμεις του, τι συμπεριφορές πρέπει να αποφεύγει, ποιους αγώνες πρέπει να δίνει στη ζωή του, και ποιοι είναι οι πραγματικοί εχθροί της ευημερίας του. Είναι για λύπηση η κοινωνία εκείνη που περιμένει από την Αστυνομία να λύσει κοινωνικά προβλήματα. Διότι, με αυτόν τον τρόπο, αναθέτει στην αστυνομία την ευθύνη της καταστολής, όχι μόνο του εγκλήματος, αλλά και των κοινωνικών παραπτωμάτων. Όμως η δουλειά της αστυνομίας είναι να προστατεύει τους πολίτες κι όχι να τους εκπαιδεύει και να τους προσφέρει διαπαιδαγώγηση. Αυτό πρέπει να γίνεται στις οικογένειες, στα σχολεία, στις κοινωνικές εκδηλώσεις, στον εργασιακό χώρο. Και γι’ αυτό θα πρέπει να υπάρχει ομαδική προσπάθεια. Αυτό είναι που έχουμε χάσει κι έχουμε ξεχάσει ως κοινωνία. Ότι για να υπάρξουμε, εμείς οι άνθρωποι, έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλον και ως εκ τούτου θα πρέπει να συνεργαζόμαστε, να δουλεύουμε ομαδικά, να μάθουμε να ακούμε, να προσέχουμε το διπλανό μας και να συμμετέχουμε. Το κάνουμε αυτό πράξη στην καθημερινότητά μας; Πολύ φοβάμαι πως όχι. Είμαστε λοιπόν καταδικασμένοι να ζούμε μέσα σε μια κοινωνία ατελεύτητης βίας; Θέλω να είμαι αισιόδοξος και να πιστεύω ότι θα βρούμε το δρόμο μας για την ανθρωπιά. Η λύση είναι απλή.
Στροφή στο συνάνθρωπο, όπου κι αν βρίσκεται. Το λέει το Ευαγγέλιο, το λένε και οι ποιητές μας. Πόσοι από εμάς έχουμε αυτιά και καρδιά να το ακούσουμε;
Δείτε εδώ κείμενα του κ. Κωστασταβασίλη.