Ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, δούλεψε ως περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός στην Αφρική, τη Λατινική Αμερική και την ελληνική περιφέρεια. Συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς και δίδαξε σε ποικίλα ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο. Υπήρξε ιδρυτής/εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεθνούς Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών (Δ.Ι.Π.Ε.). Στο δοκιμιακό-ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα βιβλία Μύθοι της Ανάπτυξης στους Τροπικούς, Από την Εδέμ στο Καθαρτήριο, Τοπογραφίες, Το Παιγνίδι της Ανάπτυξης, Παγκοσμιοποίηση και Περιβάλλον και Η Αρχαιολογία της Ανάπτυξης. Στο μυθοπλαστικό, Χρυσή Ακτή, Ο Μεγάλος Αμπάι, Επιστροφή (Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών), Η σχεδία (Ειδική Διάκριση Επιτροπής Κρατικών Βραβείων / Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας), Άγρια Δύση, Τελευταία Έξοδος Στυμφαλία, Εκουατόρια (Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος και Βραβείο του περιοδικού Literature), Το Πλέγμα και Παραγουάη.Την τελευταία μιάμιση δεκαετία συνεργάζεται ως κριτικός βιβλίου με την εφημερίδα Τα Νέα και ποικίλα λογοτεχνικά περιοδικά. Η πρόσφατη συλλογή διηγημάτων του Τα θαύματα του κόσμου, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.
Πώς ξεκίνησε η ιδέα της έκδοσης μιας συλλογής διηγημάτων έπειτα από εννέα, κατά τεκμήριο ογκώδη, μυθιστορήματα;
Ήταν ίσως η πίστη μου στη δύναμη των σύντομων ιστοριών, στην ενότητα του κόσμου, τη συμπεριληπτικότητα και οργανικότητά του. Όπως συμβαίνει συχνά με τα διηγήματα πολλών πατέρων του είδους, έχουμε εδώ μεγάλη «ποικιλότητα» ύφους, θεματικών γραμμών, φόρμας. Άλλωστε έχουν γραφεί υπό ποικίλες περιστάσεις.
Γιατί αυτή τη φορά διαλέξατε τη μικρή φόρμα;
Ε, καιρός ήταν να καταφύγω στο διήγημα. Είναι, ξέρετε, ένα στοίχημα να δοκιμάζεσαι στην επιγραμματικότητα ή τη συμπερασματικότητα που οφείλει να διαθέτει μια καλή ιστορία μικρού μήκους. Είναι ακόμη ένα είδος αυτοτέλειας που ήθελα να καταφέρω. Ίσως πάλι να επέδρασε πάνω μου η διπλή κόπωση από τους εγκλεισμούς του κορονοϊού, αλλά και το πέρασμα των χρόνων.
Το ταξίδι μπορεί να γίνει συγγραφικό όπλο αλλά είναι επικίνδυνο στη χρήση του.
Τα διηγήματα της συλλογής αναφέρονται στην αγωνία για το μέλλον, τη φυγή από τους καταναγκασμούς της καθημερινότητας, την οικολογία, την περιπλάνηση ως τα πέρατα του κόσμου. Αλήθεια, υπάρχουν προσδοκίες να αλλάξει κάτι στη σημερινή κοινωνία;
Πολλά αλλάζουν ραγδαία και ατυχώς ερήμην μας – η τεχνολογία, η γεωπολιτική, η έννοια του πολέμου, τα πληθυσμιακά μεγέθη, ακόμη και οι φυσικές σταθερές. Οι συγκρούσεις [εθνοτικές, πολιτισμικές, διαγενεακές] αλλάζουν μορφή και περιεχόμενο. Ωστόσο, μια ριζική αλλαγή πορείας είναι πάντοτε ευκταία, ώστε οι κοινωνίες να οχυρωθούν –ιδεολογικά, θεσμικά, δικαιακά–, απέναντι στις επαπειλούμενες λαίλαπες της περιβαλλοντικής φθοράς, των ολοκληρωτισμών, των αλλεπάλληλων οικονομικών και ενεργειακών κρίσεων. Είναι κυριολεκτικά υπαρξιακό ζήτημα. Αν δεν ελπίζαμε, δεν θα δρούσαμε, ούτε ίσως θα γράφαμε – τουλάχιστον με τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι εγώ τη γραφή. Για να φέρω ένα παράδειγμα, στο διήγημα που έδωσε τον τίτλο του στη συλλογή, τα «Θαύματα του Κόσμου», τονίζεται η ανάγκη να (ξανα)κοιτάξουμε τα πράγματα με φρέσκια ματιά – άλλος θα έλεγε «ποιητική». Αυτό επιδιώκεται μέσω της αφήγησης ενός μεγάλου προς ένα κοριτσάκι. Αυτή η ανάγκη, όχι μόνο του συγγραφέα αλλά και κάθε ανθρώπου, να ξαναδεί τα κοινότοπα πράγματα, θέλει ωστόσο κότσια. Απαιτεί άδραγμα των στιγμών που αφειδώς μας προσφέρονται «εκεί έξω», ακόμα και σε δυσμενείς συνθήκες. Είναι ένα είδος επαναβάπτισης-φώτισης. Σ’ αυτό το διήγημα, λοιπόν, ο σπουδαίος Αμερικανός συγγραφέας και παλιός φίλος Ντον Ντελίλο, ξανανακαλύπτει –λίγο πριν φύγει απ’ την Ελλάδα– με τα μέσα της καθημερινότητας τον κόσμο του Αιγαίου σε όλη του τη διαχρονικότητα. Ταυτόχρονα, αποκαλύπτει αυτόν τον κόσμο στη μικρή κόρη μιας φίλης του, που νιώθει απογοητευμένη επειδή τα ντόπια παιδιά «δεν την παίζουν» μιας και είναι «ξένη» και δεν μπορεί να επικοινωνήσει γλωσσικά μαζί τους. Έτσι αποκαλύπτονται σε όλους τους συμμετέχοντες φρέσκες, μυθοποιημένες πλέον στιγμές, γνωστών κατά τα άλλα πραγμάτων.
Κι όλα αυτά αναδεικνύονται με τρυφερότητα και χιούμορ. Τα χρειαζόμαστε αυτά τα στοιχεία για να αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες που συναντάμε;
Ασφαλώς, άλλωστε για λογοτεχνία πρόκειται, που σημαίνει ότι το ανθρώπινο υπερισχύει του ευρύτερου κοινωνικού. Κοιτάζω με τρυφερότητα και κατά το δυνατόν ενσυναίσθηση τους ήρωές μου, αλλά είμαι και άτεγκτος ως προς κάποιες επιλογές τους. Δεν ηθικολογώ, αλλά ο σαρκασμός, η κριτική, ακόμη και ο κυνισμός, είναι στην περίπτωσή μου τρόποι έκφρασης του παράλογου της ζωής. Ο Ροΐδης, με εκείνο το πνεύμα του στα όρια του κυνισμού, υπήρξε καλός δάσκαλος για μένα.
Μας ταξιδεύετε στην Γκάνα, την Κρήτη, την Κούβα, τη Χαλκιδική, τις πηγές του Νείλου, το Πακιστάν, την Κύθνο, τη λίμνη της Γενεύης. Πόσο σημαντικό είναι να ταξιδεύεις και να μαθαίνεις τον κόσμο;
Είναι και δεν είναι. Γράφω μόνο για τόπους και πράγματα που ξέρω, πάντα κατόπιν μεγάλης επιτόπιας έρευνας. Δεν γράφουν όσοι ταξιδεύουν γιατί δεν παρατηρούν, δεν συντήκονται με τις τοπικές συντεταγμένες ή ίσως υφίστανται σοκ πολιτισμικού τύπου. Το ταξίδι μπορεί να γίνει συγγραφικό όπλο αλλά είναι επικίνδυνο στη χρήση του, πιστέψτε με. Επιπλέον οι τόποι έχουν τη σημασία τους – συχνά καθορίζουν τη δράση των ηρώων και την εκδίπλωση μιας ιστορίας ή γίνονται οι ίδιοι ήρωες μιας αφήγησης. Γι’ αυτό άλλωστε πολλά βιβλία μου έχουν «γεωγραφική συνιστώσα» στον τίτλο [Χρυσή Ακτή, Άγρια Δύση, Μεγάλος Αμπάι (ή Γαλάζιος Νείλος), Στυμφαλία].
Η πλήξη γίνεται κινητήρια δύναμη της ιστορίας.
Γιατί όλα τα διηγήματα αναπτύσσονται σε πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις με πολλούς αφηγητές;
Αυτή η φόρμα μού πάει. Πάντως παρεισφρέει συχνά σε εγκιβωτισμένες αφηγήσεις και η τριτοπρόσωπη αφήγηση, ακόμη και το β’ πρόσωπο ή και το α’ πληθυντικού, ως χορός. Η υποκειμενικότητα είναι κυρίαρχη στη λογοτεχνία του εικοστού αιώνα, ήδη από τα χρόνια του πρώιμου μοντερνισμού. Η συνειδησιακή ροή, οι εσωτερικοί μονόλογοι, οι αυτοενδοσκοπήσεις, η σχετικότητα της αλήθειας του καθενός, πάνε χέρι χέρι με τις παραδοχές της σύγχρονης επιστήμης. Ο παρατηρητής τροποποιεί το αντικείμενο της παρατήρησης, και το αντίστροφο. Το πρώτο πρόσωπο μού πάει προσωπικά γιατί αποκαλύπτει τους αρμούς της γραφής και τον τρόπο δόμησης των ιστοριών που αφηγούνται οι άνθρωποι, άσχετα από τον αποδέκτη. Ίσως ένας πρόσθετος λόγος να είναι ότι δεν πιστεύω στον παντογνώστη αφηγητή, τον συγγραφέα θεό, «ός τα πανθ’ ορά». Αντίθετα, με ενδιαφέρει η μνήμη, η πολυεστιακότητα, η επίπονη διαδικασία της αυτογνωσίας.
Κάποιοι ήρωες είναι Έλληνες που ζουν και ταξιδεύουν στο εξωτερικό. Αλήθεια, σας εντυπωσιάζουν οι Έλληνες της διασποράς;
Όχι ιδιαίτερα. Συχνά έχουν διαστρεβλωμένη εικόνα της παλιάς πατρίδας, αναχρονιστικές έως και αντιδραστικές πεποιθήσεις, ενώ ούτε και στο νέο κοινωνικό περιβάλλον εντάσσονται απόλυτα. Πολλοί δικοί μου ήρωες δεν είναι αναγκαστικά της διασποράς, είναι της περιπέτειας. Στο δραματουργικό φορτίο των αφηγήσεών μου η πλήξη γίνεται κινητήρια δύναμη της ιστορίας. Από την άλλη, είναι ένα στοίχημα για μένα να συσχετίζω τους τόπους με τη δράση. Τελείως αλλιώτικα δρουν οι ίδιοι άνθρωποι σε διαφορετικούς τόπους, κι αυτό πρέπει να φανεί με τους τρόπους της γραφής. Ο χώρος, με τα ποικίλα συστατικά του στοιχεία, γίνεται συχνά κεντρικός ήρωας μιας αφήγησης και η ανθρώπινη περιπέτεια καθορίζεται από αυτόν. Κατά τον παλαίμαχο κριτικό Δημήτρη Ραυτόπουλο η θεματική μου διακρίνεται από ανοιχτωσιά, ξάνοιγμα της αφήγησης στον κόσμο και τη φύση – ένα είδος μυθοπλαστικού κοσμοπολιτισμού. Τελικά, ίσως αυτό που σταθερά με βασανίζει να είναι η σχέση της Ελλάδας με τον κόσμο. Πώς εισπράττουμε την Ευρώπη, την Αμερική, αφήστε πια τον πάλαι ποτέ Τρίτο Κόσμο; Από πού προέρχεται η τόση άγνοια και ιστορική καχυποψία σε μια χώρα εμπόρων, μεταπρατών, διασποράς, μαζικών σπουδών στο εξωτερικό – μια χώρα με απειράριθμες αποικίες ήδη από την αρχαιότητα; Πώς γίνεται να μιμούμαστε μεν μετά μανίας τους άλλους, να εισάγουμε τα πάντα (τεχνολογία, προϊόντα, μόδες) και παράλληλα, ακόμα κι η κάθε συντεχνιακή διαδήλωση να κατευθύνεται επί δεκαετίες στην Αμερικανική Πρεσβεία σαν να επρόκειτο να μας λύσουν το πρόβλημα οι Αμερικανοί; Η σχέση μας λοιπόν με τον κόσμο –μέσω της κατανάλωσης, της τεχνολογίας, της πολιτικής, της μείξης ετεροχθόνων πρωταγωνιστών ή και φαντασιώσεων– βρίσκεται σχεδόν παντού, ακόμη και στα «αυτόχθονα» βιβλία μου, όπως το Τελευταία Έξοδος Στυμφαλία, Το Πλέγμα και η Επιστροφή.
Κάποιος από τους χαρακτήρες του βιβλίου λέει πως οι άνθρωποι δεν γεννήθηκαν για να ζουν με αυτόν τον τρόπο. Μήπως ο άνθρωπος αυτός έχει αυτοσυνείδηση και ξέρει τι θέλει;
Αυτοσυνείδηση πράγματι αποκτά, αλλά ως προς το τι θέλει μέσα στην αμφιθυμία του έχω κάποιες αμφιβολίες. Το ταξίδι –επαγγελματικό ή τουριστικό– έχει εκφυλισθεί σε μαζική βιομηχανική διαδικασία με πλασματικά οφέλη. Η διεθνοποίηση και γενίκευση της ανάπτυξης ομοίως. Το δράμα του συγκεκριμένου ήρωα είναι πως έχει μεν κριτική ικανότητα, αλλά είναι παγιδευμένος στους τροχούς της αέναης κατανάλωσης τόπων και ανθρώπων.
Πιστεύετε πως οι παγκοσμιοποιημένοι κανόνες της αγοράς συντρίβουν και ισοπεδώνουν όχι μόνο τη φυσική τάξη, αλλά και την ταυτότητα των προσώπων;
Όχι μόνο της αγοράς. Της εν γένει αναπτυξιακής διαδικασίας, θα έλεγα.
Πολλές φορές θυμήθηκα από την ανάγνωση των ιστοριών τον παλιό καλό οικολόγο Μιχάλη Μοδινό. Είναι καλό να καταφεύγουμε στο παρελθόν;
Και ναι και όχι. Όχι για να κλαυθμηρίσουμε, όχι σαν μηρυκαστικά των παλιών καλών καιρών, όχι για να γλείψουμε πληγές και τραύματα, όπως συχνά γίνεται στην ύστερη λογοτεχνική παραγωγή, αλλά για την ανάκληση εμπειριών και συμπερασμάτων με μακρύ ορίζοντα.
Είναι τυχαίο ότι η συλλογή κλείνει με το σκοτεινό οικολογικό παραμύθι «Η Κοκκινοσκουφίτσα στον Βασιλικό Κήπο»;
Καθόλου. Έχουμε ανάγκη από την παιδική ματιά στα πράγματα – κάτι με μεγάλη σημασία σ’ αυτή τη συλλογή. Στο καταληκτήριο διήγημα, μια εντόπια αντιστροφή του μύθου της Κοκκινοσκουφίτσας που ανακαλύπτει τα θαύματα του κόσμου μέσω της καταβρόχθισης του λύκου, θέλει να δικαιώσει τρόπον τινά τον τίτλο: Επικαλούμαι το δικαίωμα να εκπλήσσεσαι.
Τι θα προτείνατε στους αναγνώστες μας;
Την επαναβάπτιση στις αφειδώς προσφερόμενες εκπλήξεις του βίου. Στόχος η λύτρωση μέσω της καλής, αν και συχνά επίμοχθης, λογοτεχνίας.
Δείτε εδώ συνεντεύξεις του κ. Ιντζέμπελη.