Συμπληρώνονται φέτος 142 χρόνια από την απελευθέρωση της Άρτας και την ενσωμάτωσή της στο ελεύθερο ελληνικό κράτος. Τα ιστορικά γεγονότα που οδήγησαν στην προσάρτηση της πόλης μας στο Ελληνικό Κράτος, το 1881, είναι λίγο ή πολύ γνωστά. Στις 28 Μαρτίου 1881, μετά από τη «Συμφωνία της Κωνσταντινούπολης», η Θεσσαλία και η Άρτα περιέρχονται στην Ελλάδα. Μετά την απελευθέρωση στις 24 Ιουνίου 1881, το τμήμα αυτό της Ηπείρου, από τα σύνορα της Αιτωλοακαρνανίας μέχρι τον Άραχθο ποταμό, αποτέλεσε το Νομό Άρτας. Στην ανατολική όχθη του Αράχθου, σε διάφορα σημεία, έβαλε φυλάκια ο ελληνικός στρατός και στη δυτική ο τουρκικός. Δηλαδή στη γέφυρα της Άρτας, από το μέρος της πόλης υπήρχε Έλληνας φρουρός και απέναντι, προς το μέρος του κάμπου, Τούρκος. Οι Τούρκοι αποχωρούν από την Άρτα προς την Τουρκοκρατούμενη Ήπειρο.
Η Συμφωνία της Κωνσταντινούπολης (1881) προήλθε από τη διμερή διάσκεψη μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και συνομολογήθηκε τελικά ως Συμφωνία, στις 28 Μαρτίου του 1881 στη Κωνσταντινούπολη, όπου και καθορίστηκε η γραμμή των νέων συνόρων και προκλήθηκε «αμαχητί» μετά την Συνθήκη του Βερολίνου (1878). Αξίζει επίσης να αναφερθεί πως παρά τον ενθουσιασμό των Ελλήνων αγροτών ιδιαίτερα της Θεσσαλίας για τη δικαίωση των ονείρων περί της ελευθερίας τους, η ελληνική πολιτεία αδυνατούσε να προβεί στην αποζημίωση των μεγάλων Τούρκικων τσιφλικιών όπως είχε αναλάβει την υποχρέωση να κάνει. Τότε έσπευσαν Έλληνες του εξωτερικού και αγόρασαν από τους Τούρκους αυτές τις εκτάσεις μαζί με τους οικισμούς που περιλαμβάνονταν σε αυτές, με συνέπεια το θεσσαλικό αλλά και το αρτινό αγροτικό ζήτημα να παραμείνει άλυτο. Το έτος 1882 έγινε σύγκρουση τσιφλικάδων με κολλήγους στην Άρτα, τριάντα χρόνια πριν τα παρόμοια γεγονότα στο Κιλελέρ της Θεσσαλίας. Άρα η Άρτα μάλλον είναι πρωτοπόρος, διότι έγινε σοβαρή σύγκρουση δυνάμεων των τσιφλικάδων με κολλήγους στην πόλη. Παρόλα αυτά το μεγαλύτερο μέρος του σημερινού νομού Άρτας, αποτέλεσε μεγάλο τσιφλίκι, ιδιοκτησίας του πολιτικού παράγοντα, βουλευτή και υπουργού, Κωνσταντίνου Καραπάνου. Πολύ αργότερα, μετά το 1896, οι κάτοικοι των περισσότερων χωριών αυτού του τσιφλικιού εξαγόρασαν από την οικογένεια Καραπάνου τις γαίες που καλλιεργούσαν.
Αξίζει να εξετάσουμε τα δεδομένα (οικονομικά και κοινωνικοπολιτικά) της περιόδου αυτής, στην Ελλάδα. Η ταραγμένη εικοσαετία στην οποία κυριαρχεί η μορφή του Χαρίλαου Τρικούπη (1875-1895) είναι μια περίοδος που συμπυκνώνει ολόκληρη την πολιτική, κοινωνική και οικονομική ιστορία της Ελλάδας. Σε αυτή την περίοδο υπήρχαν βαθιές θεσμικές μεταρρυθμίσεις που αντέχουν μέχρι σήμερα, όπως η «αρχή της δεδηλωμένης»• προσπάθειες εκσυγχρονισμού της δημόσιας διοίκησης, του στρατεύματος, της οικονομίας, αλλά και λαϊκιστικά πισωγυρίσματα• διαρκής εθνοκαπηλεία που είχε ως αποκορύφωμα την ντροπιαστική ήττα του 1897 και την πολιτική κατάρρευση του ίδιου του Χαρίλαου Τρικούπη, την οικονομική χρεοκοπία του κράτους και τον διεθνή έλεγχο της ελληνικής οικονομίας. Μέσα σε όλα αυτά, ο Τρικούπης επέλεξε να μην έρθει σε ρήξη με το σώμα των μεγαλογαιοκτημόνων από το οποίο προσδοκούσε επενδύσεις στην Ελλάδα. Πίστευε πως άξιζε να τους παράσχει τις διευκολύνσεις που ζητούσαν, ώστε να έχουν το γρηγορότερο και μεγαλύτερο δυνατό κέρδος από τα τσιφλίκια τους, με αντάλλαγμα την εισροή κεφαλαίων που τόσο πολύ είχε ανάγκη για να πραγματοποιήσει το μεγαλεπήβολο σχέδιο εκσυγχρονισμού και αστικοποίησης της Ελλάδας, το οποίο ονειρευόταν. Οι προσδοκίες του, όμως, αυτές έπεσαν στο κενό. Είναι γενικά, πλέον, παραδεκτό ότι κατά την περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από τον Χαρίλαο Τρικούπη, το όραμα για ένα σύγχρονο κράτος, το οποίο θα ήταν οικονομικά ανεπτυγμένο και ισχυρό στη διεθνή σκηνή, δεν πραγματοποιήθηκε. Παρά τη φορολογική επιβάρυνση των πολιτών, το κράτος οδηγήθηκε σε πτώχευση.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο η απελευθέρωση της Άρτας σηματοδοτεί μια ευκαιρία για αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας των οικονομικών και κοινωνικών δομών που ίσχυαν μέχρι τότε και μια αδυναμία να υπάρξει εκμετάλλευση της ευκαιρίας αυτής. Υπήρξε, επομένως, μια χαμένη ευκαιρία ομαλής μετάβασης προς έναν αστικό τύπο οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας του τόπου, ο οποίος προερχόταν από μια οθωμανικού τύπου οικονομική και κοινωνική παράδοση με τη μορφή των τσιφλικιών. Η αποτυχία αυτή δεν οφείλεται μόνο στις ιστορικές ιδιομορφίες της τοπικής ανάπτυξης, αλλά και στις εγγενείς αδυναμίες του εκσυγχρονιστικού προγράμματος και της πολιτικής του Τρικούπη.
Στα 142 χρόνια που πέρασαν η πόλη μας έχει αλλάξει, οπωσδήποτε. Έχει μεγαλώσει κι έχει αναπτυχθεί, ίσως κάπως στρεβλά και μονόδρομα (ο Άραχθος που θα μπορούσε να αποτελεί το κεντρικό σημείο αναφοράς της εξακολουθεί να είναι το περιφερειακό της όριο), έχει εκσυγχρονιστεί σε μεγάλο βαθμό, απέκτησε φανάρια και λεωφόρους, σύγχρονες πολυκατοικίες, πεζοδρόμους και μεγαλύτερες πλατείες. Υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερις θεατρικές ομάδες που ανεβάζουν παραστάσεις αξιώσεων, το πρώην ΤΕΙ (νυν Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων) έδωσε άλλη ώθηση στην γεωπονική έρευνα και στα μουσικά της πόλης και το Μουσικό Σχολείο προσφέρει σημαντικά στον Πολιτισμό. Δεν υπάρχει η χωματερή, έχει κατασκευαστεί σύγχρονο αποχετευτικό δίκτυο και στην Άνω Πόλη, τα ψαράδικα έφυγαν από το κέντρο, όπως και οι αμαξιτοί δρόμοι (αν και όχι εντελώς τα αυτοκίνητα). Υπάρχει σύγχρονο αρχαιολογικό Μουσείο και κάποια καινούρια σχολεία, αν και σε μερικά δε φαίνεται να έχει περάσει ο χρόνος από πάνω τους. Το Ξενία έκλεισε, το Κάστρο δεν ήταν προσβάσιμο στον πολύ κόσμο για δεκαετίες, αν και έχουν αναπτυχθεί πρωτοβουλίες που κάνουν την πόλη μας τουριστικό πόλο έλξης. Ο κάμπος δεν είναι η πλουτοπαραγωγική πηγή που ήταν κάποτε και οι δουλειές φθίνουν αναγκάζοντας τους νέους να αναζητούν αλλού την τύχη τους.
Σε αντίθεση με την εποχή της απελευθέρωσης της πόλης μας, όμως, εμείς διαθέτουμε τη γνώση και την εμπειρία όλων αυτών των γεγονότων από τα οποία και θα πρέπει να προβληματιστούμε και να γίνουμε σοφότεροι. Ας βασιστούμε στον πρωτογενή πλούτο της περιοχής, ας προσπαθήσουμε να εφαρμόσουμε καινοτόμα προγράμματα κι ας δώσουμε στον τόπο μας μια ώθηση τέτοια που του άξιζε να έχει από την πρώτη μέρα της απελευθέρωσής του. Έχουμε χρέος στους προγόνους αλλά και στους απογόνους μας να το κάνουμε!
Δείτε εδώ άρθρα του κ. Κωσταβασίλη.