Μαρία Ηλιού: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Share:

Η Μαρία Ηλιού είναι σεναριογράφος, σκηνοθέτις του κινηματογράφου και συγγραφέας. Το πρώτο μυθιστόρημά της, Μια φιλία στη Σμύρνη (Εκδόσεις Μίνωας, 2022) τιμήθηκε με το Βραβείο αφηγηματικού πεζού λόγου του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ έχει βραβευτεί πολλές φορές στην Αμερική και την Ευρώπη για τις ταινίες της. Σπούδασε λογοτεχνία και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα, από όπου αποφοίτησε με άριστη και τιμητική διάκριση, Summa cum laude. Στη συνέχεια, σπούδασε κινηματογράφο στην Ιταλία με υποτροφία του ιταλικού κράτους και εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη με τους Τζιουζέπε και Μπερνάρντο Μπερτολούτσι. Υπήρξε υπότροφος της Casa D’Italia και του ιδρύματος Fulbright. Στη Νέα Υόρκη, όπου συνέχισε σπουδές σκηνοθεσίας στο New York University, Tisch School of the Arts, έζησε και εργάστηκε για πολλά χρόνια. Έχει γράψει πολλά κινηματογραφικά σενάρια και έχει σκηνοθετήσει ταινίες μεγάλου μήκους μυθοπλασίας, από τις οποίες οι πιο γνωστές είναι οι: Παράθυρο στη θάλασσα, Τρεις εποχές και Αλεξάνδρεια, μια ερωτική ιστορία. Τα τελευταία χρόνια σκηνοθετεί ιστορικά ντοκιμαντέρ κάνοντας παράλληλα και την έρευνα, και σε συνεργασία με τις Εκδόσεις Μίνωας έχει δημοσιεύσει φωτογραφικά λευκώματα βασισμένα στα ντοκιμαντέρ της. Το μυθιστόρημα Μια φιλία στη Σμύρνη μάς έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.

Πέρυσι εκδόθηκε το μυθιστόρημά σας Μια φιλία στη Σμύρνη και βρίσκεται ήδη στην 3η έκδοση. Το κοινό, όμως, σας γνωρίζει κυρίως από τον κινηματογράφο. Έχετε σκηνοθετήσει ταινίες μυθοπλασίας και ιστορικά ντοκιμαντέρ κι έχετε γράψει σενάρια. Από πού ξεκίνησε η αγάπη σας για το ραδιόφωνο και τον κινηματογράφο;

Μεγάλωσα μέσα στην ελληνική ραδιοφωνία βοηθώντας τη γιαγιά μου, Αντιγόνη Μεταξά (Θεία Λένα), στις παιδικές της εκπομπές λέγοντας τραγουδάκια και με τον παππού μου, Κώστα Κροντηρά, στο ραδιοφωνικό Θέατρο της Τετάρτης, βοηθώντας τον ηχολήπτη και φτιάχνοντας ήχους στις εκπομπές του. Με θυμάμαι να χτυπάω ένα κουδουνάκι όταν άλλαζε η σκηνή, να κουνάω κλαδιά δέντρου για τον αέρα, να χτυπάω τα χέρια μου σε μια λεκάνη με νερό για τον ήχο της θάλασσας. Ήταν πολύ δημιουργικό το ραδιόφωνο στις αρχές της δεκαετίας του ’50 και άναβε τη φαντασία ενός μικρού παιδιού. Φανταζόμουν σε εικόνες τα παραμύθια που έλεγε η γιαγιά μου και μετά τους έβαζα ήχους, έφτιαχνα ταινίες με τη φαντασία μου χωρίς να ξέρω πως είναι ταινίες. Και στις εκπομπές του παππού μου, κάνοντας ήχους και ακούγοντας τους ηθοποιούς, πρόσθετα εικόνες, φτιάχνοντας πάλι ταινίες με τη φαντασία μου. Επίσης, διάβαζα μυθιστορήματα από παιδί με μανία από μια σειρά βιβλίων της Αντιγόνης Μεταξά, Η μεγάλη λογοτεχνία για παιδιά. Πανέμορφες εκδόσεις, Μόμπυ Ντικ, Μόγλης, Οι τρεις σωματοφύλακες, Ο χαμένος Θησαυρός, Ο γύρος του κόσμου σε 80 μέρες και τόσα άλλα γινόντουσαν μέσα μου εικόνες. Και έγινε και κάτι άλλο λίγα χρόνια νωρίτερα. Η αγαπημένη μου θεία Χριστίνα, η αδερφή του παππού μου, ήταν σινεφίλ. Πού τη βρίσκαμε, πού τη χάναμε, ήταν στο «Αττικόν» να βλέπει ταινίες. Όταν έγινα τριών χρονών, ζήτησε από τη μητέρα μου να με πάρει μαζί της να δω την πρώτη μου ταινία στο «Αττικόν». Ήταν η Βασίλισσα Χριστίνα με την Γκρέτα Γκάρμπο. Ο παππούς μου, όταν βγαίναμε απ’ το σπίτι, έβαλε τα γέλια. «Πρόσεξε μην την κάνεις από τώρα σινεφίλ και δείτε για δεύτερη φορά την ταινία!» της είχε πει. Εκείνη τη μέρα όταν τέλειωσε η προβολή, έβαλα τα κλάματα. Δεν ήθελα να φύγω και παρακάλεσα τη θεία μου να ξαναδούμε άλλη μια φορά την ταινία! Τηλεφωνήσαμε στο σπίτι και πήραμε την άδεια. Και βέβαια την ξαναείδαμε, θεία και ανιψιά, πανευτυχείς! Αυτό ήταν. Είχα γίνει σινεφίλ και μετά από δυο δεκαετίες κινηματογραφίστρια.

Τα περισσότερα θέματα με τα οποία έχετε ασχοληθεί έχουν σχέση με την Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Για ποιο λόγο υπάρχει αυτή η προτίμηση;

Το θέατρο, η λογοτεχνία, η τέχνη, ο κινηματογράφος και η Ιστορία ήταν μέσα στη ζωή της οικογένειάς μου. Ήδη από το δημοτικό βοηθούσα στην αντιγραφή λημμάτων της Εγκυκλοπαίδειας του παιδιού της γιαγιάς μου και μου άρεσε πολύ να αντιγράφω ιστορικά και μυθολογικά θέματα. Όμως, από πολύ νέα ήθελα να σπουδάσω κινηματογράφο. Οι δικοί μου επέμειναν οι πρώτες σπουδές να ήταν λογοτεχνία και φιλοσοφία (Lettere e filosofia) στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα, όπου μπορούσα να συνδυάσω και κινηματογραφικές σπουδές. Τότε ήμουν πολύ θυμωμένη μαζί τους που δεν με άφησαν κατευθείαν να σπουδάσω σκηνοθεσία στο Centro Sperimentale στη Ρώμη. Τώρα τους ευγνωμονώ. Πρώτα ολοκλήρωσα τις σπουδές μου στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα και μετά σπούδασα σκηνοθεσία. Η αγάπη μου για την Ιστορία άρχισε να γίνεται πιο ξεκάθαρη, όσο εξακολουθούσα να ζω μακριά από την Ελλάδα. Πολλά χρόνια ζωής στην Ιταλία, στην αρχή για σπουδές, μετά δουλεύοντας ως βοηθός σκηνοθέτη με τον Τζιουζέπε και Μπερνάρντο Μπερτολούτσι στη Ρώμη, το Μιλάνο, την Πάρμα, την Μπολόνια. Ύστερα ήρθαν τα χρόνια στο Παρίσι και στο Μόναχο και, τέλος, τα χρόνια στη Νέα Υόρκη από το 2004 έως το 2020. Αν και η ζωή στις χώρες αυτές μου έδωσε τη δυνατότητα «να γίνω ο εαυτός μου» και να ασκήσω το επάγγελμά μου με αξιοπρέπεια, η νοσταλγία με βασάνιζε. Παρακολουθούσα τις εξελίξεις στη Ελλάδα και βλέποντας τα πράγματα από μακριά με ενδιέφερε να συνδυάσω το σινεμά με την Ιστορία όλο και περισσότερο.

Πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής του βιβλίου Μια φιλία στη Σμύρνη;

Ήδη από το 2004 είχα γράψει το σενάριο μιας ταινίας μεγάλου μήκους με αυτόν τον τίτλο, αλλά το σενάριο εκείνο έχει πολύ μικρή σχέση με το μυθιστόρημα. Την περίοδο της πανδημίας δεν μπορούσαμε να κάνουμε γυρίσματα για το καινούργιο μας project για την Αθήνα, κι έτσι έμεινα στο σπίτι μας στη θάλασσα στην Αττική, ένα σπίτι που έφτιαξε ο πατέρας μου ο Ανδρέας, που ήταν Σμυρνιός. Στον κήπο μας, σύμφωνα με την επιθυμία του, ανθίζει μόνο ό,τι άνθιζε στη Σμύρνη. Εκεί ένιωσα την επιθυμία να αρχίζω να ξαναγράφω απ’ την αρχή με τη μορφή του μυθιστορήματος την ιστορία που είχα πρωτοσκεφτεί το 2004 και που όλο άλλαζε μέσα μου. Μάλιστα το 2020, όταν άρχισα να γράφω το μυθιστόρημα, δεν κοίταξα καν το παλιό σενάριο που είχα γράψει στον υπολογιστή και άρχισα να γράφω το μυθιστόρημα στο χέρι. Ένιωσα σαν το ασυνείδητο να κατοικούσε πιο εύκολα στο δάχτυλα.

Οι πρόσφυγες έφεραν μαζί τους έναν τρόπο ζωής, με τον οποίο μεγάλωσαν και τα παιδιά τους.

Μια παρέα παιδιών μεγαλώνει στη Σμύρνη. Τι είναι αυτό που τους ενώνει σε όλη τη ζωή τους;

Οι κοινές αξίες, και ας προέρχονται από διαφορετικές θρησκείες και παραδόσεις. Όλοι, η Άννα, ο Ρεσάτ, ο Ισαάκ, η Ρόζα και οι οικογένειές τους συμμετέχουν σε έναν αστικό κοσμοπολίτικο κόσμο. Πατρίδα όλων είναι η Σμύρνη, ως ένας χώρος αποδοχής του διαφορετικού, ως χώρος χαράς της ζωής και δημιουργικότητας. Η πόλη τους καταστρέφεται με τραγικό τρόπο, αλλά οι κοινές αξίες παραμένουν και ας σκορπίζονται σε διαφορετικές πόλεις.

Η Άννα και η Ρόζα έχουν κοινά χαρακτηριστικά με τη Μαρία;

Η Ρόζα και η Άννα δεν έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Είναι εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες. Η Άννα όμως έχει κάποια κοινά χαρακτηριστικά με τη Μαρία. Και οι δυο είναι παρορμητικές και ξεροκέφαλες. Ακολουθούν δρόμους «lesstraveled» (λιγότερο ταξιδεμένους). Έχουν καλλιτεχνική φύση και διεκδικούν να ασχοληθούν με αυτά που αγαπούν στη ζωή τους, η μία ζωγράφος, η άλλη σκηνοθέτις και μυθιστοριογράφος. Και οι δυο συγκρούονται με τους δικούς τους για να βρουν τον δρόμο τους. Έχουν πιο εύκολες σχέσεις με τη γιαγιά και πιο δύσκολες σχέσεις με τη μητέρα, αν και την αγαπούν πολύ βαθιά. Έχουν χάσει τον σύζυγό τους, ενώ έχουν και από μία κόρη που σπουδάζει (ή σπούδαζε όσο έγραφα το βιβλίο). Και οι δυο έχουν ζήσει στην ίδια γειτονιά της Νέας Υόρκης στο WestVillage, απέναντι από τον Saint John in theVillage, απλώς σε άλλη χρονική στιγμή. Αγαπούν τη θάλασσα, τη συναναστροφή με τους ανθρώπους, τα πάρτι, έχουν ζήσει δυνατά, αλλά και έχουν νιώσει «σαν το ψάρι στο νερό» σε πολυπολιτισμικές, κοσμοπολίτικες κοινωνίες.

Μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος, μας περιγράφετε εικόνες της Σμύρνης και τόσες λεπτομέρειες, ώστε μοιάζει σαν να ζούμε σε εκείνη την εποχή. Πώς καταφέρατε να απεικονίσετε το παρελθόν με τόσο ωραίο τρόπο;

Είναι οι διηγήσεις του πατέρα μου, Αντρέα, και οι διηγήσεις της θείας Νίτσας από τότε που ήμουν παιδί που έπαιξαν ρόλο. Αλλά το 2014 παρουσιάσαμε ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο Σμύρνη, Η καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης, 1900-1922 στο Μουσείο Μπενάκη. Η έρευνα για αυτό το ντοκιμαντέρ κράτησε χρόνια. Διάβασα όποιο βιβλίο υπήρχε, συλλέξαμε προσωπικές ιστορίες, διάβασα memoir και αλληλογραφία. Μίλησα με πρώτης, δεύτερης και τρίτης γενιάς Σμυρνιούς, είδα χαμένα φιλμάκια και πάνω από 2.000 φωτογραφίες της καλής εποχής από το 1900 έως τον Αύγουστο του 1922. Οι προσωπικές, οικογενειακές ιστορίες με τις οποίες μεγάλωσα αλλά και η έρευνα για το ντοκιμαντέρ μού έδωσαν τη δυνατότητα «να δω και να ζήσω τη ζωή στη Σμύρνη» και να τη διηγηθώ. Αλλά νομίζω ότι είναι και κάτι άλλο. Οι Σμυρνιοί έφεραν μαζί τους έναν τρόπο ζωής. Μερικές από τις σκηνές που διηγούμαι στο πρώτο κεφάλαιο, τα παιδικά πάρτι, τα δείπνα, οι γιορτές, η επίσκεψη στη μοδίστρα για τα αποκριάτικα κοστούμια, το καλοκαίρι δίπλα στη θάλασσα, οι χαρταετοί, είναι σκηνές που έζησε ο πατέρας μου στη Σμύρνη σαν παιδί, αλλά και σκηνές που έζησα κι εγώ σαν παιδί στην Αθήνα και στην Αττική, γιατί οι πρόσφυγες έφεραν μαζί τους έναν τρόπο ζωής, με τον οποίο μεγάλωσαν και τα παιδιά τους. Υπάρχουν, λοιπόν, σκηνές που θα μπορούσε κανείς να τις πει βιωματικές, τουλάχιστον για τα καλά χρόνια.

Ναι, αλλά και οι σελίδες της Καταστροφής –αν και είναι ένα μικρό τμήμα του βιβλίου– είναι επίσης πολύ ζωντανές, σχεδόν βιωματικές.

Αυτό έχει να κάνει με τις διηγήσεις που έζησα από παιδί, το πώς αυτές οι διηγήσεις πέρασαν μέσα μου, αλλά και από την έρευνα, πάλι. Στην αρχή δεν υπήρχε καθόλου η Καταστροφή στο βιβλίο. Το έδωσα στην κόρη μου, Νεφέλη (σήμερα διδάκτωρ Αρχαιολογίας από την Οξφόρδη) και όταν τελείωσε την ανάγνωση μου είπε: «Πάρα πολύ καλό, ζωντανεύεις τα κοσμοπολίτικα χρόνια που δεν γνωρίζουμε με μια συναρπαστική ιστορία ενηλικίωσης τεσσάρων φίλων από διαφορετικές θρησκείες, αλλά λείπει η Καταστροφή! –There is an elephant in the room! Can’t you see it?– Χρειάζεται να προσθέσεις την Καταστροφή». Έτσι κι έκανα, παρόλο που φοβόμουν πολύ να γράψω αυτές τις σελίδες. Πάντως η μέθοδος Στανισλάφκι, παρόλο που έχει να κάνει με την υποκριτική και τη σκηνοθεσία, και χρησιμοποιώντας αυτό που ο Στράσμπεργκ ονόμαζε emotional memory (συγκινησιακή μνήμη) με βοήθησε πολύ με αυτές τις σελίδες. Ήταν σαν να ανασύρω τους παιδικούς μου φόβους και φρίκη για την Καταστροφή. Είναι ένα μεγάλο συλλογικό τραύμα, ζωντανό μερικές φορές από γενιά σε γενιά.

Ίσως όταν έχεις ζήσει μια γεμάτη, όμορφη ζωή, όπως είχαν ζήσει οι περισσότεροι Σμυρνιοί, βρίσκεις τη δύναμη να την ξαναζήσεις.

Όταν το 1919 μπήκε ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη, τα πάντα άλλαξαν. Πώς ένιωσαν οι ξένοι από την εγκατάσταση του στρατού εκεί;

Δεν τους άρεσε καθόλου. Ή, για να το πούμε πιο σωστά, από τις μαρτυρίες προκύπτει πως είχαν διπλά συναισθήματα. Από τη μια υπήρχε ένα είδος προστασίας από μια χριστιανική κυβέρνηση, από την άλλη, όμως, φοβόντουσαν πολύ τον ελληνικό εθνικισμό, που θα μπορούσε να καταλήξει σε μια πολύ πιθανή σύγκρουση του ελληνικού στρατού με την εθνικιστική κυβέρνηση της Άγκυρας του Μουσταφά Κεμάλ.

Τρία χρόνια μετά, το 1922, ήρθε η Καταστροφή. Γιατί μέχρι σήμερα ο ελληνικός λαός αυτό το γεγονός δεν το έχει ξεπεράσει;

Γιατί είναι ένα πολύ μεγάλο συλλογικό τραύμα. Οι Μικρασιάτες έχασαν τα σπίτια τους, τη ζωή τους, τον κόσμο τους, την πατρίδα τους. Σκεφτείτε, ακόμα και σήμερα δεν είμαστε σίγουροι για τον αριθμό των νεκρών, που είναι τεράστιος, ενώ οι πρόσφυγες ξεπέρασαν το 1.200.000, όταν οι κάτοικοι της Ελλάδας ήταν 3.000.000! Όλες ή σχεδόν όλες οι ελληνικές οικογένειες έχουν σήμερα κάποια σχέση με τη Σμύρνη ή γενικότερα τη Μικρά Ασία, αν σκεφτεί κανείς τα παιδιά και τα εγγόνια των Μικρασιατών που παντρεύτηκαν Έλληνες.

Το μυθιστόρημά σας είναι μια ιστορία ενηλικίωσης, όπου οι άνθρωποι μετά τις εφιαλτικές στιγμές του 1922 βρίσκουν τη δύναμη να ζήσουν. Από πού άντλησαν αυτή τη δύναμη;

Και εγώ αναρωτιέμαι συχνά όταν σκέφτομαι την ιστορία της οικογένειάς μου και των Μικρασιατών που γνωρίζω, πώς οι άνθρωποι βρήκαν τη δύναμη να ζήσουν. Αλλά ίσως όταν έχεις ζήσει μια γεμάτη, όμορφη ζωή, όπως είχαν ζήσει οι περισσότεροι Σμυρνιοί, βρίσκεις τη δύναμη να την ξαναζήσεις. Πολύ δυνατοί άνθρωποι, σκέφτομαι όταν βλέπω τις φωτογραφίες του Σεπτεμβρίου 1922 με τις γυναίκες στην Αθήνα σε αντίσκηνα, να χαμογελούν με αισιοδοξία, καλοχτενισμένες, με τους βασιλικούς στις ντενεκεδένιες γλάστρες.

Κατά πόσο ο κινηματογράφος βοηθά τη συγγραφή μυθιστορημάτων και το αντίστροφο;

Στη δική μου περίπτωση, πολύ. Βλέπετε, δεν είμαι η συγγραφέας της μίας περίτεχνης σελίδας. Είμαι storyteller, διηγούμαι ιστορίες είτε με τη μορφή κινηματογραφικής ταινίας (ως σεναριογράφος και σκηνοθέτις) είτε μυθιστόρημα (ως συγγραφέας). Όμως, οι αποσκευές μου, «il mio baggalio culturale», όπως θα έλεγαν οι Ιταλοί, είναι οι ίδιες. Και γιατί η τέχνη της αφήγησης έχει πολλά κοινά στο σενάριο και στο μυθιστόρημα, αλλά και επειδή τα βιβλία και οι ταινίες που με διαμόρφωσαν επηρεάζουν και τα δυο. Τα δε θεωρητικά βιβλία για τη σκηνοθεσία επηρέασαν όχι μόνο τις ταινίες μου, αλλά και τον τρόπο που γράφω ένα μυθιστόρημα, π.χ. τα βιβλία του Strasberg, ενώ τα θεωρητικά βιβλία για την τέχνη και τη λογοτεχνία, π.χ. Baudrillard και Calvino, Τα 6 memos για την επόμενη χιλιετία, επηρέασαν και τον τρόπο που γράφω το μυθιστόρημά μου, όπως και τον τρόπο που κάνω ταινίες. Επίσης, στον κινηματογράφο, στον διεθνή χώρο, όλοι μας από πολύ νέοι έχουμε περάσει από ατελείωτα σεμινάρια γραφής και για πολλά χρόνια (EAVE, Sources, ARISTA, Frank Daniels Workshop και τόσα άλλα). Μάθαμε να φτιάχνουμε γερή δομή, ζωντανούς χαρακτήρες που οδηγούν στην πλοκή, να μιλάμε για τις συγκρούσεις της ανθρώπινης ψυχής με τον εαυτό της, να μιλάμε για σημαντικές αλήθειες, δικές μας αλλά και πανανθρώπινες, με ειλικρίνεια. Σίγουρα, αυτή η διαρκής τριβή με την τέχνη της αφήγησης για χρόνια με βοήθησε στο πρώτο μου μυθιστόρημα, ένα bildungsroman, πάρα πολύ.

Πώς νιώθετε που το μυθιστόρημά σας βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών;

Το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τον πεζό λόγο ήταν πολύ μεγάλη χαρά, πολύ μεγάλη τιμή για μένα. Πόσο, μάλιστα, όταν οι βραβευθέντες για την ποίηση και το παιδικό βιβλίο στην ίδια βράβευση ήταν ο Τίτος Πατρίκιος και ο Ευγένιος Τριβιζάς, που τους θαυμάζω απεριόριστα. Δεν το περίμενα. Είναι το πρώτο μου μυθιστόρημα. Η βράβευση του Μια φιλία στη Σμύρνη μού δίνει αισιοδοξία και κουράγιο για τα επόμενα βιβλία που έχω στον νου μου. Με βοηθάει να πάω πιο βαθιά με τόλμη. «Τέχνη – τύχη – τόλμη» δεν έλεγε ο Ελύτης;

Δείτε εδώ συνεντεύξεις του κ. Ιντζέμπελη.

Previous Article

Δωρεάν Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών «ΠΜΣ Πληροφορικής & Δικτύων»

Next Article

Παντοτινή γιορτή το Πάσχα

Σχετικά άρθρα