Υπέροχη μικρή μας πόλη στο Σκουφά

Share:

Τη βδομάδα που μας πέρασε ολοκληρώθηκαν οι παραστάσεις του θεατρικού εργαστηρίου του Συλλόγου «ΣΚΟΥΦΑΣ», με το γνωστό έργο του Θόρντον Ουάιλντερ «Η μικρή μας πόλη», σε σκηνοθεσία Έλλης Μάνθα. Το έργο δεν είναι άγνωστο στο αρτινό κοινό, δεδομένου ότι έχει ανεβεί και παλαιότερα στην πόλη μας από την ΑΘΟΑ, σε σκηνοθεσία Σωτήρη Σαρλή, με εξαιρετικά αποτελέσματα. Ο Ουάιλντερ έζησε από το 1897 έως το 1975, είχε εξαιρετικές σπουδές και για μια εικοσαετία δίδαξε λογοτεχνία και ποίηση στα πανεπιστήμια του Σικάγο και του Χάρβαρντ. Η «μικρή μας πόλη» ήταν ίσως η μεγαλύτερή του επιτυχία, του χάρισε ένα δεύτερο βραβείο Πούλιτζερ και τεράστια δημοσιότητα. Στο έργο αυτό πρωτοτυπεί καθώς καταργεί τα σκηνικά, χρησιμοποιεί αφηγητή και απευθύνεται στο κοινό μέσω αυτού του τελευταίου αλλά και των ηθοποιών, επιτυγχάνοντας μια πολύ πειστική αναπαράσταση της σύγχρονής του αμερικανικής καθημερινότητας.

Η σχέση του Ουάιλντερ με την ποίηση, νομίζω ότι αποτελεί και τη βάση ερμηνείας του σημαντικού αυτού έργου, το οποίο, σύμφωνα με τον Κ. Γεωργουσόπουλο, συνεχίζει πενήντα και πάνω χρόνια μετά τη συγγραφή του να αποτελεί αριστούργημα κατασκευής , ποιητικής σύλληψης και πρωτοπορίας. Το έργο που υπέγραψε ο Αμερικανός συγγραφέας το 1938 είναι απλό αλλά καίριο στη σύλληψη και την κατασκευή του. Βλέπουμε στις τρεις πράξεις του ισάριθμα στιγμιότυπα από τη ζωή μιας τυπικής –αν και επινοημένης– αμερικανικής πόλης. Το έργο δεν ασχολείται με σπουδαία γεγονότα ή ιδιαίτερους χαρακτήρες. Επίκεντρό του είναι οι απολύτως καθημερινοί κάτοικοι αυτής της ήσυχης πόλης και ιδιαίτερα δύο οικογένειες, αυτές του γιατρού και του εκδότη. Ενδιάμεσος μεταξύ σκηνής και πλατείας είναι ένας αφηγητής που δίνει στους θεατές διάφορες πληροφορίες και ενίοτε αναλαμβάνει βοηθητικούς ρόλους στη δράση.

Η ουσία του έργου βρίσκεται στο ότι μέσα από την απλούστατη υπόθεσή του μιλάει για την ίδια τη ζωή και τον κύκλο της: καθημερινότητα-έρωτας-θάνατος. Σε δεύτερο επίπεδο, το έργο αποτελεί ένα ωραίο μεταθεατρικό σχόλιο, καθώς έχει γραφτεί με τη σαφή οδηγία να παιχτεί πάνω σε μια άδεια σκηνή, χωρίς ιδιαίτερα σκηνικά και κοστούμια, ως πρόβα ενός θιάσου. Μάλιστα, ο αφηγητής είναι ο διευθυντής σκηνής αυτού του θιάσου. Δεν είναι μόνο «μια προσπάθεια να αποτιμηθεί το ανεκτίμητο και των πιο μικρών συμβάντων της καθημερινής μας ζωής», όπως έχει δηλώσει ο ίδιος ο συγγραφέας, αλλά αγγίζει με ευαισθησία και τρυφερότητα την πεμπτουσία της Ζωής. Καθημερινές και ασήμαντες στιγμές, που ο Χρόνος σβήνει από τη μνήμη με το πέρασμά του, φωτίζονται αριστουργηματικά για να αναδείξουν τη μαγεία που κρύβεται πίσω από όλα όσα καθόρισαν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό την πορεία και το μέλλον της ανθρώπινης ύπαρξης.

Οι ήρωες του έργου ούτε καυγαδίζουν, ούτε ποθούν έντονα. Δεν τρέφουν κάποιες ιδιαίτερες σκέψεις για το παρελθόν τους, μα ούτε και για το μέλλον. Oι φιλοδοξίες τους, όπως και οι πράξεις τους, εξαντλούνται στα όρια του μικρόκοσμού τους. Το έργο αναδεικνύει την καλοσύνη των ανθρώπων, όμως δεν τα βλέπει όλα ρόδινα. Στη μικρή πόλη υπάρχει και η μελαγχολική όψη της καθημερινότητας. Διόλου ρόδινο είναι το γεγονός ότι ο περισσότερος κόσμος είναι αμόρφωτος. Όπως και το ότι σε αυτόν τον μικρόκοσμο δεν χωράει πουθενά ο καλλιτέχνης με ευαισθησίες, ενώ περισσεύει η ανία, η οποία οδηγεί πολλούς στον αλκοολισμό. Απλώς, όλα αυτά, τα πιο σκοτεινά χρώματα της ζωής, ο συγγραφέας επιλέγει να τα κρατά στις υποσημειώσεις της δράσης, δίνοντας έτσι χώρο να προβληθούν πιο δυναμικά τα αισιόδοξα μηνύματα. Και τούτο γιατί στόχος του είναι να υπογραμμίσει αξίες που μπορούν να στηρίξουν τον άνθρωπο στον αγώνα της επιβίωσης και της συμβίωσης με άλλους. Εδώ μπορεί να προστεθεί ένα τρίτο επίπεδο ανάγνωσης. Τοποθετώντας τη δράση ως πρόβα θιάσου η οποία ελέγχεται από τον αφηγητή-διευθυντή σκηνής, ο Ουάιλντερ, ίσως «κλείνει το μάτι» στις ποιητικές και μεταφυσικές ανησυχίες, αναπαριστώντας τον κόσμο μας να κινείται με όση ελευθερία του επιτρέπεται από τη θέληση του μεγάλου Κριτή, το ενός και Μοναδικού που κινεί τα νήματα της ζωής πάνω στον κόσμο.

Η Έλλη Μάνθα, ηθελημένα ή υποσυνείδητα, ανέδειξε αυτή την τρίτη πτυχή του έργου, ορίζοντας τον αφηγητή, ως έναν όχι απλό διευθυντή σκηνής, αλλά περισσότερο ως έναν αφηγητή παντογνώστη, μεσολαβητή μεταξύ κοινού και ηρώων, που αναλαμβάνει και επιμέρους ρόλους αλλά συμβάλλει και στο να καθοριστεί η έκβαση των πραγμάτων. Φρόντισε, όμως, να μην ξεφύγει και από το γενικό πνεύμα του έργου, βάζοντας τους βοηθούς σκηνής να αλλάζουν τα σκηνικά στη διάρκεια της παράστασης, μπροστά στο κοινό, ώστε να δίνεται έντονα η αίσθηση της πρόβας.

Οι ηθοποιοί δικαίωσαν τις σκηνοθετικές οδηγίες και επιβεβαίωσαν το υψηλό επίπεδο θεατρικής κουλτούρας στο οποίο έχει φτάσει η πόλη μας (η δική μας μικρή μας πόλη). Ο Παντελής Σιώζος αποδίδει πειστικότατα το στεγνό και βαρετό ύφος του ακαδημαϊκού δασκάλου των αρχών του 20ου αιώνα. Ο Χάρης Νούλας, ως γαλατάς της πόλης εκφράζεται απλά, χωρίς υπερβολές και αποδίδει με αμεσότητα την παντομίμα του τραβήγματος της αγελάδας. Ο Θανάσης Μαλτέζος δίνει με φυσικότητα την αφέλεια και την προθυμία του νεαρού που μοιράζει εφημερίδες οι οποίες δεν έχουν και τίποτε σπουδαίο να πουν. Ο Γιώργος Διαμάντης αποδίδει τις μεταβάσεις των συναισθημάτων που απαιτεί ο ρόλος του (εκδότης της τοπικής εφημερίδας, στοργικός πατέρας, αμήχανος μέλλων πεθερός) τόσο φυσικά που θα μπορούσε να πει κανείς πως αυτό κάνει και στην καθημερινότητά του. Η σκηνική του παρουσία και η άρθρωσή του φτάνουν σε επαγγελματικά επίπεδα. Ο Φώτης Παπαφώτης δίνει με ηρεμία και ουσιαστικότητα τον τύπο του ανθρώπου που είναι ευχαριστημένος με όσα έχει στη ζωή, έχει συμβιβαστεί με την πραγματικότητα και δεν επιδιώκει κάτι περισσότερο ή κάποια δραματική αλλαγή. Το ύφος του στις συζητήσεις με τη Σύζυγό του αποδίδει ταλέντο αλλά και σκληρή δουλειά. Ο Γιώργος Σταύρος, ως διευθυντής σκηνής-αφηγητής, κινεί με την μπαγκέτα του το σχήμα όλου του έργου, με τη σοβαρότητα αλλά και το χιούμορ που χρειάζεται. Οι εκφράσεις του στις σκηνές όπου δε συμμετέχει, ενώ είναι παρών, καταδεικνύουν υψηλό θεατρικό ταλέντο. Ο Γιώργος Παπαβασιλείου διαμορφώνει ένα ρόλο διαμάντι ως έφηβος που από την αφέλεια της προεφηβείας μεταβαίνει στα ερωτικά σκιρτήματα της εφηβικής ζωής και, κάτω από την επιρροή του έρωτα, περνά στην ανάληψη των ευθυνών της οικογένειας. Η εκφραστικότητα του προσώπου, οι κινήσεις αλλά και η στάση του σώματος, δείχνουν ταλέντο και θεατρική παιδεία.

Οι κυρίες Δανάη Αριστοπούλου, Ευαγγελία Γεωργίου, Αλεξάνδρα Δήμου, Βασιλική Ελευσινιώτη και Ντίνα Σιόζιου, είναι ουσιαστικές στην παρουσία τους στο κοινό αλλά και στη σκηνή. Η Φωτεινή Τσαδήμα αναπτύσσει εύστοχα και με λιτότητα τον τύπο της κουτσομπόλας των μεσοδυτικών πολιτειών των ΗΠΑ (αλλά και κάθε μικρής κοινωνίας). Όσοι την έχουμε δει στο «Γράμμα στον Ορέστη» δεν μπορούμε εύκολα να πιστέψουμε ότι είναι το ίδιο πρόσωπο. Η Γεωργία Φωτακοπούλου αποδίδει με ειλικρίνεια τις παιδιάστικες ανησυχίες (πράγμα καθόλου εύκολο για κάποιον που δεν είναι παιδί), αλλά και το άγχος της καθημερινότητας. Η Βάσω Καραβασίλη είναι μια καθωσπρέπει κόρη γιατρού μιας αμερικανικής κωμώπολης. Θα έλεγε κανείς πως αυτή είναι η ζωή της. Η Στεργιανή Βερνιώτου παρουσιάζει το χαρακτήρα της ηρωίδας της, συζύγου του εκδότη Γουέμπ και μητέρας δύο κοριτσιών απολύτως φυσικά και χωρίς μελοδραματισμούς. Κινείται με άνεση στη σκηνή και ο λόγος της κυλά αβίαστα. Η Χρυσάνθη Γαλάνη δίνει δείγματα εξαιρετικού ταλέντου, ειδικά στις στιγμές που εκφράζει το βουβό της πόθο για μια κίνηση εξόδου από τη μονοτονία της κωμόπολης, μια κίνηση που βρίσκει κάθετα αντίθετο το γιατρό σύζυγό της. Η Χριστιάνα Βλάρα δίνει το ρόλο της έφηβης κόρης που ερωτεύεται και γίνεται νεαρή γυναίκα και σύζυγος με τρόπο που καθηλώνει συναισθηματικά και φορτίζει συγκινησιακά το θεατή. Η απόδοσή της στη (δύσκολη) τρίτη σκηνή είναι εξαιρετική.

Το σκηνικό από τις Έλλη Μάνθα και Ειρήνη Νάκου υπηρετεί το πνεύμα του έργου, τα κοστούμια από την Ειρήνη Νάκου μας μεταφέρουν στο κλίμα της εποχής, οι φωτισμοί του Γ. Νικολακόπουλου συντελούν στην αρτιότητα της παράστασης. Τέτοιες παραστάσεις ανεβάζουν ψηλά τον πήχη της θεατρικής παιδείας στην πόλη μας.

Δείτε εδώ άλλα άρθρα του κ. Κωσταβασίλη.

Previous Article

Η δεύτερη όραση

Next Article

Παιδικό θεατρικό του Συλλόγου Άρτας “ο Μακρυγιάννης”

Σχετικά άρθρα