Eπτά φίλοι, τρία ζευγάρια και ένας «ελεύθερος», συναντιούνται για γεύμα στο σπίτι ενός εκ των ζευγαριών. Αποφασίζουν να παίξουν ένα παιχνίδι. Αφήνουν όλοι τα κινητά τους στη μέση του τραπεζιού και μοιράζονται μεταξύ τους το περιεχόμενο από κάθε μήνυμα, email ή τηλέφωνο που λαμβάνουν. Μυστικά έρχονται στην επιφάνεια που διαταράσσουν την ισορροπία στις σχέσεις. Αυτή είναι η ιστορία του έργου «Απόλυτα ξένοι» που παρουσιάστηκε πρόσφατα από τη θεατρική ομάδα του «Μακρυγιάννη», σε σκηνοθεσία Ζωής Μπαρτζώκα. Πριν το δούμε στο θεατρικό σανίδι, το έργο είχε σκηνοθετήσει ο Θοδωρής Αθερίδης στο σινεμά. Πριν από όλα όμως η ιστορία του «Απόλυτα ξένοι» γεννήθηκε στην Ιταλία, ως κινηματογραφική ταινία του Πάολο Τζενοβέζε, με τίτλο «Perfetti Sconosciuti».
Γεννημένος στη Ρώμη το 1966, ο Paolo Genovese απέκτησε πτυχίο στα Οικονομικά. Άρχισε να εργάζεται στη διαφήμιση, δημιουργώντας διαφημίσεις που κέρδισαν βραβεία σε διάφορες εγχώριες και διεθνείς εκδηλώσεις. Όσον αφορά τον κινηματογράφο, από το 2001, έχει γράψει και σκηνοθετήσει μια σειρά ταινιών με αρκετά μεγάλη επιτυχία, μεγαλύτερη εκ των οποίων υπήρξε το 2015 το «Perfetti Sconosciuti». Το σενάριό της κέρδισε διάκριση στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Τριμπέκα. Κι από την κυκλοφορία της στην Ιταλία, έχει γίνει η βάση για ριμέικ σε πάνω από 20 χώρες, αριθμός που την καθιστά ως την ταινία με τα περισσότερα ριμέικ. Σύμφωνα με την Annette Insdorf του Πανεπιστημίου Columbia (όπως αναφέρεται στη σελίδα https://www.penalty.gr/article?id=471966), η απήχησή της οφείλεται στο γεγονός ότι η πλοκή έχει μια απλή δομή που επιτρέπει στον σεναριογράφο (που αναλαμβάνει την προσαρμογή-επεξεργασία, η οποία στο έργο του «Μακρυγιάννη» έχει γίνει από τη σκηνοθέτιδα Ζωή Μπαρτζώκα) να «πειράξει» τις πολιτιστικές αποχρώσεις. Στην ιταλική εκδοχή βλέπουμε, για παράδειγμα, τους ήρωες να δειπνούν με νιόκι ενώ στην ισλανδική με τάρανδους και στην δική μας παράσταση, με μπριάμ. Στη γαλλική ταινία, και στην αρτινή παράσταση οι επισκέπτες φέρνουν κρασί (πολύ εύστοχη η παρέμβαση της Ζωής Μπαρτζώκα με την αναφορά στην ακρίβεια της εποχής μας), ενώ στη νοτιοκορεάτικη χαρτοπετσέτες, που συμβολίζουν την καλή τύχη.
Συγκρίνοντας τις διαφορετικές εκδοχές της ταινίας, γίνεται επίσης προσαρμογή για να αναδεικνύονται οι διαφορετικές κοινωνικές συμπεριφορές. Στην αραβική εκδοχή η ηρωίδα που μεγαλώνει τα παιδιά με την πεθερά της στο σπίτι είναι νοικοκυρά, ενώ στις ευρωπαϊκές, εργαζόμενη, στην ιταλική εκδοχή ο ομοφυλόφιλος ήρωας ντρέπεται να αποκαλύψει τις σεξουαλικές του προτιμήσεις, ενώ στη δανέζικη δεν το κάνει γιατί είναι παντρεμένος. Ωστόσο, το ευρύτερο θέμα του έργου, της εξάρτησης των ατόμων από την τεχνολογία και των προσδοκιών για την ιδιωτικότητα, ξεπερνά τις πολιτιστικές διαφορές, τουλάχιστον στον πλούσιο κόσμο. Το πανέξυπνο σενάριο, επιδέξια δανείζεται κλισέ τόσο από την αστική φάρσα όσο και από το δράμα χαρακτήρων, εμπλουτίζοντάς τα με δημιουργικές –από χιουμοριστικές μέχρι δραματουργικές– ιδέες (η έκλειψη, το σαρκαστικό φινάλε). Το αποτέλεσμα στάζει φαρμάκι για τη βαθιά, απάνθρωπη υποκρισία των σύγχρονων σχέσεων και θα εκπλήξει πολλαπλά όλους όσοι παραμένουν τέλειοι ξένοι με την ταινία του Τζενοβέζε. Πρόκειται για ένα έξυπνο δράμα που θέλει να μεταμφιεστεί σε κωμωδία και το καταφέρνει πάρα πολύ καλά, καθώς σε πολλά σημεία του έργου σείεσαι από τα γέλια.
Για να επιτύχει μια τέτοια συνταγή, θα πρέπει, τόσο η διασκευή, όσο και η σκηνοθεσία να είναι ανάλογα έξυπνες και ορθά δομημένες, ώστε και το έργο να μη φαίνεται ξένο προς το θεατή και το δράμα να μη μετατραπεί σε μελό και το κωμικό στοιχείο να μη φαίνεται ότι προκύπτει τραβηγμένο με το ζόρι. Η Ζωή Μπαρτζώκα, με την εμπειρία της κατάφερε και ισορρόπησε επιτυχημένα στο τεντωμένο αυτό σκοινί και μας παρουσίασε μια παράσταση αντάξια της πλούσιας ιστορίας του θεατρικού τμήματος του Μακρυγιάννη. Ενσωμάτωσε στο έργο σκηνές από την ελληνική καθημερινότητα (ακρίβεια, προβλήματα της εφηβείας, τον προβληματισμό των νέων για την ερωτική τους ζωή, τις αγωνίες για την επιβίωση) και διαμόρφωσε ένα πλαίσιο συμπεριφοράς των χαρακτήρων ώστε η όποια δραματική ή κωμική δράση να προκύπτει ως φυσικό απότοκο της μεταξύ τους συναναστροφής, χωρίς υπερβολές, μελοδραματισμούς ή καρικατούρες. Η έμπνευσή της στο σημείο της «μετάβασης» στο χρόνο, είναι εξαιρετική και λύνει μια σειρά από σκηνικά ζητήματα που θέτει για τη θεατρική του απόδοση το (φτιαγμένο αρχικά για το σινεμά, όπου οι μεταβάσεις είναι ευκολότερες) σενάριο.
Οι ηθοποιοί ανταποκρίθηκαν στις υψηλές απαιτήσεις του έργου και προσέφεραν μια ερμηνεία επαγγελματικού επιπέδου. Ο Πάνος Καραγιώργος, ως οικοδεσπότης πλαστικός χειρουργός που αναζητά τρόπους να ανακτήσει την επαφή με τη σύζυγό του αλλά και να διατηρήσει την επαφή με την έφηβη κόρη του, αποδίδει πειστικά τον κυνισμό του επαγγέλματος, τον πόνο του πατέρα αλλά και την τρυφερότητα του συζύγου που προσπαθεί να καταλάβει πού βαδίζει η σχέση του. Ο Κώστας Γρούμπας, ως υπάλληλος που ζει με τη σύζυγό του μια συμβατική σχέση η οποία (συν τοις άλλοις) επιβαρύνεται από τη συγκατοίκηση με τη μάνα του, αποδίδει την πονηριά του άντρα που τσιλιμπουρδίζει, αλλά και την ένταση του συζύγου που μαθαίνει ότι η γυναίκα του κρύβει μυστικά από τον ίδιο. Η αντίδρασή του όταν πρέπει να προσποιηθεί τον γκαίη για λίγο βγαίνει φυσικά και αβίαστα. Ο Βασίλης Ζαφείρης, ως νιόπαντρος ταξιτζής (αφού έχει πουλήσει μια επιχείρηση) που γκρινιάζει για την ακρίβεια, αλλά σκέφτεται και να επενδύσει στα κτήματα στο νησί, προσπαθεί να κάνει παιδί με τη σύζυγό του αλλά μάλλον έχει και άλλα μυστικά, διαμορφώνει έναν χαρακτήρα πειστικό και άκρως πραγματικό στις αντιδράσεις του. Ο Χρήστος Παπανικολάου, ως δάσκαλος που απολύεται από ιδιωτικό σχολείο χωρίς να επιθυμεί να το «κυνηγήσει» ιδιαίτερα και του οποίου τη σχέση δε γνωρίζει κανείς, δίνει με μαεστρία έναν χαρακτήρα που «αναγκάζεται» από τις περιστάσεις να αποκαλύψει τον πραγματικό του εαυτό, χωρίς υπερβολές και με την ευαισθησία που χρειάζεται.
Η Ιουλία Σωτηρίου, ως ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια που αισθάνεται εγκλωβισμένη στη μονοτονία του γάμου της και στη σύγκρουση με την έφηβη κόρη της, εκφράζει την καταπίεση, την απελπισία αλλά και τον πόνο της χωρίς υστερίες, βουβά όπου χρειάζεται αλλά και με εσωτερικές εντάσεις υψηλής υποκριτικής τεχνικής. Η Φαίη Μπακόλα, ως έφηβη κόρη που κάνει την επανάσταση απέναντι στο μητρικό πρότυπο, εκφράζει απόλυτα την επαναστατικότητα, την ένταση αλλά και τις ανησυχίες της εφηβείας. Η Όλγα Τσιάφη, ως σύζυγος που αναγκάζεται να ζει στην ίδια στέγη με την πεθερά της σε μια σχέση που φαίνεται να βαλτώνει και με την υποψία ότι ο άνδρας της την απατά, εκφράζει τον πόνο αλλά και την αγανάκτησή της με μοναδικό τρόπο. Οι μεταπτώσεις των εκφράσεων του προσώπου αλλά και της κινησιολογίας στη σκηνή της υποτιθέμενης αποκάλυψης του μυστικού του άντρα της, καταδεικνύουν για άλλη μια φορά υψηλό ταλέντο. Η Δανάη Ζώτου, ως νιόπαντρη κτηνίατρος, ερωτευμένη με τον άντρα της αλλά και σε επαφή με τον πρώην της, διαμορφώνει μια περσόνα πειστική με τρόπο υποκριτικά επαγγελματικό, ιδιαίτερα στις παύσεις της.
Ο ήχος και οι φωτισμοί από την Πωλίνα Μαρνέζου και τον Νίκο Παύλου συμβάλλουν στην αρτιότητα της παράστασης, η μουσική σε επιμέλεια Ζωής Μπαρτζώκα αναδεικνύει την αισθητική του εγχειρήματος, τα σκηνικά από τη Τζελένα Παναγιωτοπούλου ολοκληρώνουν την πειστικότητα του έργου. Μια παράσταση που αξίζει να την παρακολουθήσει κανείς και καλό θα ήταν ο Μακρυγιάννης να σκεφτόταν κάποιες ειδικές παραστάσεις για μαθητές τουλάχιστον λυκείων.
Ο προβληματισμός του έργου καλό θα τους έκανε.
Δείτε εδώ άρθρα του κ. Κωσταβασίλη.