Ένα δράμα, δύο δρώμενα

Share:

Πράξη πρώτη
«Έδοξαν εν οφθαλμοίς αφρόνων τεθνάναι,
και ελογίσθη κάκωσις η έξοδος αυτών και η αφ’ ημών πορεία σύντριμμα»
(Σοφ. Σολ. 3, 2-3)

Ασφυκτιούσαν οι διάδρομοι του μικρού επαρχιακού νοσοκομείου. Απλωμένα σε κάθε γωνιά, οπουδήποτε μπορούσε να βρεθεί διαθέσιμος χώρος, τα στρατιωτικά ράντζα γέμιζαν με τραυματίες και αρρώστους από το μέτωπο. Οι περήφανοι νικητές, αλύγιστοι μαχητές στα πεδία των μαχών, κείτονταν εδώ νικημένοι από συντριπτικά τραύματα, φριχτά κρυοπαγήματα, βαριές πνευμονίες. Ο νεαρός στρατιώτης τραντάχτηκε από δυνατό βήχα, ενώ τα φλογισμένα του μάτια έσταξαν δάκρυα στα σκαμμένα του μάγουλα. Το αδύναμο στήθος του ανεβοκατέβαινε με κόπο. Πνιγμένη από αγωνία η γυναίκα του, έσφιξε το χέρι του μες στο δικό της. Είχε τρέξει ειδοποιημένη απ’ το χωριό τους επειγόντως, παρατώντας πίσω τα τέσσερα ανήλικα παιδιά τους. Μα τί μπορούσε να του κάμει; Τον κοίταζε με τα στοχαστικά της μάτια γεμάτη αγάπη, μα ένιωθε ανήμπορη κι αυτή. Προσπαθούσε μάταια να του σταλάξει ελπίδα. Οι γιατροί δεν αισιοδοξούσαν καθόλου. Τα πνευμόνια του είχαν σχεδόν καταστραφεί. Οι τόσοι μήνες υπαίθριας αποκλειστικά διαβίωσης, μες στη σκληρή βαρυχειμωνιά, είχαν κάνει καλά τη δουλειά τους. Τον είχαν βαρυφορτώσει με μια γερή πνευμονία σε πολύ προχωρημένο στάδιο.

Ο καλός της δεν θα άντεχε για πολύ. Το καταλάβαιναν και οι δυο τους, δεν έτρεφαν ψευδαισθήσεις γι’ αυτό. Η θεραπευτική αγωγή που του παρεχόταν ήταν υποτυπώδης. Το φτωχικό νοσοκομείο, λειτουργώντας υπό συνθήκες πολέμου, δεν κάλυπτε ούτε τα στοιχειώδη. Ξενύχτησε μερόνυχτα δίπλα του, στην απόλυτη ανέχεια κι αυτή, ίσα-ίσα για να ζεσταίνει την ψυχή του στις τελευταίες του στιγμές. Της ζήτησε να είναι δυνατή στα επερχόμενα δεινά, να φροντίζει, ό,τι κι αν γίνει, τα παιδιά τους, που δεν μπόρεσε να τα ξαναδεί, αφότου έφυγε για το μέτωπο. Με τον καημό τους στην καρδιά και το όνομά τους στα χείλη του ο νεαρός στρατιώτης έσβησε ένα ήσυχο πρωινό, γέρνοντας απαλά στην αγκαλιά της.

Ο πόλεμος έφερε τη μαύρη κατοχή, την πείνα, τον θάνατο. Το σκοτάδι σκέπασε τα πάντα. Η νεαρή πικραμένη μάνα πάλεψε για τα μικρά βλαστάρια της στις πιο αντίξοες συνθήκες με νύχια και με δόντια. Μα δεν άντεξε κι αυτή για πολύ. Η κακουχία της σκληρής σκλαβιάς, τα βάσανα, ο πόνος, την έστειλαν γρήγορα να συναντήσει τον αδικοχαμένο άντρα της. Τα τέσσερα παιδιά ορφάνεψαν για δεύτερη φορά. Έμειναν τώρα πια πραγματικά στους πέντε δρόμους. Μα -ο Θεός να τους έχει καλά- βρέθηκαν οι θείοι και οι θείες τους. Όλοι τους με μικρά παιδιά, πήραν και από ένα ορφανό, το φρόντισαν μαζί με τα δικά τους. Ψυχικό έκαναν οι άνθρωποι βέβαια, μα τα αδερφάκια χώρισαν πια. Στη συνέχεια ο πόλεμος, η κατοχή, το αντάρτικο, ξερίζωσαν τους ανθρώπους, τους σκόρπισαν απ’ τα χωριά τους. Τα πονεμένα ορφανά μεγάλωσαν χωρίς να ξαναβρεθούν ποτέ μεταξύ τους.

Δεκαπέντε χρόνια αργότερα η χώρα μάζευε ακόμα τα κομμάτια της. Ο κόσμος πάλευε να πάρει το απάνω του. Είπαν και τα ορφανά να σμίξουν κάποτε, να γνωριστούν μεταξύ τους, να αγκαλιαστούν σαν αδέρφια ξανά. Όρισαν να κάνουν Πάσχα μαζί, να βρεθούν στον τόπο τους, ν’ ανοίξουν για μια φορά το σφραγισμένο πατρικό τους, να σκύψουν στα χορταριασμένα μνήματα των γονιών τους. Ήταν πια από δεκαοχτώ ως εικοσιπέντε χρονών, παλληκαράκια και κοπελούδες όλα τους. Οι καρδιές τους σπαρταρούσαν ανυπόμονα να συναντηθούν. Η λαχτάρα τους δεν έλεγε να σιγάσει.

Δυο μέρες σχεδόν πριν από το Πάσχα, νύχτα Μεγάλης Πέμπτης, ξεκίνησαν γεμάτα κόσμο -ανάμεσά τους και τα τέσσερα ορφανά- τέσσερα τρένα από τις τέσσερες γωνιές της χώρας. Μα ήρθε το ξημέρωμα της Μεγάλης Παρασκευής, χωρίς να φτάσει στον προορισμό του κανένα. Με τις υποτυπώδεις τότε επικοινωνίες, ο κόσμος άργησε να πληροφορηθεί τί συνέβη. Μα τελικά, όσο να κλείσει η μαύρη μέρα της Μεγάλης Παρασκευής, σ’ ολόκληρη τη χώρα μαθεύτηκαν τα συγκλονιστικά μαντάτα. Ανθρώπινα λάθη, άθλιες υποδομές, εγκληματικές παραλείψεις, ενδοεπικοινωνίες ανύπαρκτες, όλα μαζί συνωμότησαν κρυφά στο θολό νυχτερινό -με ορατότητα μηδέν- ομιχλώδες τοπίο και οδήγησαν τα τρένα σε φοβερή φονική σύγκρουση μεταξύ τους. Δυο στον βορρά και δυο στον νότο. Με εκατοντάδες τραυματίες και δεκάδες νεκρούς. Ανάμεσά τους και τα τέσσερα ορφανά. Κάθε σπίτι είχε τον πόνο του. Ποια μάνα όμως και ποιος πατέρας θα έκλαιγε τα τέσσερα ορφανά; Έρημα στη ζωή, έρημα και στον θάνατο. Όπου φτωχός και η μοίρα του! Μα όχι! Η ανθρωπιά δεν είχε χαθεί ακόμα εντελώς.

Τη μέρα του πένθιμου εκείνου Πάσχα τέσσερα σκεπασμένα φέρετρα στοιβάχτηκαν στη μικρή εκκλησία. Το χωριό συγκλονισμένο μαζεύτηκε ολόκληρο. Η τραγωδία τσάκιζε κόκκαλα. Ο πατέρας χάθηκε! Η μάνα χάθηκε! Τα τέσσερα παιδιά χάθηκαν! Και όλοι πάνω στα νιάτα τους! Ολόκληρη η οικογένεια ξεκληρίστηκε! Και οι πιο αδιάφοροι ένιωσαν την ανάγκη να παρευρεθούν. Η καρδιά τους σφιγμένη, λύγιζε από τη συντριβή. Το αδόκητο φόβιζε, πάγωνε με το πέταγμά του σαν μαύρο πουλί την πασχαλιάτικη μέρα. Ακολούθησαν σύσσωμοι τη νεκρική πομπή, ακούμπησαν τα φέρετρα πάνω στα μνήματα των γονιών. Θα ξανάσμιγε επιτέλους η τραγική οικογένεια, μα με μακάβριο τρόπο. Δεν βρέθηκαν κοντά στη ζωή, τους έσμιξε όμως ο θάνατος. Δεν πρόλαβαν να αγκαλιαστούν ζωντανοί, θα αγκαλιάζονταν τώρα κάτω από τις βαριές ταφόπλακες. Στην αγκαλιά της μαύρης γης γονείς και παιδιά θα βρίσκονταν ξανά όλοι μαζί.

Στα τελευταία λόγια του παπά τα χέρια υψώθηκαν για τελευταία φορά. Σήκωσαν τα μαύρα φέρετρα, τα απέθεσαν στο κρύο φρεσκοσκαμμένο χώμα. Οι λίγοι συγγενείς που παρευρίσκονταν έσυραν θρήνο δυνατό. Η γοερή τους κραυγή έσκισε την πένθιμη ατμόσφαιρα. Μα και όλο το χωριό σιγοντάρισε. Δεν έμεινε μάτι αδάκρυτο, στήθος χωρίς στεναγμό. Έκλαψαν όλοι πικρά τα άγουρα νιάτα που έσβησαν, τα όμορφα λουλούδια που μαράθηκαν πρόωρα. Καταράστηκαν το κοφτερό δρέπανο του χάρου που θέριζε αδιάκριτα και τυφλά. Θρήνησαν τους τρυφερούς βλαστούς, που μόλις άνοιξαν τα φύλλα τους, κόπηκαν. Το φως που έσβησε πάνω στην ανατολή. Στο μικρό χωριό δεν χάρηκε κανένας Ανάσταση, η πίκρα και το πένθος σκέπασαν τη Λαμπρή και το Πάσχα. Ένα πένθιμο μαύρο πανί κρεμάστηκε μεσίστιο στην πόρτα της κάθε καρδιάς.

Πράξη δεύτερη
«Και είδον ουρανόν καινόν και γην καινήν»
(Αποκ. 21, 1)

Τότε ξαφνικά ο σιωπηλός ουρανός βρόντηξε. Ένα δυνατό αστραπόβροντο έσκισε τον αέρα, εξακοντίζοντας λάμψη στα πέρατα. Η γη σείστηκε απ’ άκρη σ’ άκρη δυνατά. Σήκωσαν όλοι τα βλέμματα ψηλά. Στα πλάτη του ουρανού φάνηκε να φτερουγίζει αρχάγγελος φωτεινός. Η φωνή του αντήχησε βροντερή σαν σάλπιγγα Θεού. Δυνατός άνεμος φύσηξε, πήρε να διώχνει τα σύννεφα βιαστικά. Στα αιθέρια ύψη τεράστιες κουρτίνες φάνηκαν να τυλίγονται γρήγορα «ωσεί περιβόλαιον»,πετάχτηκαν «ως ιμάτιον» παλαιωμένο στις άκρες του ουρανού. Το βαθύ γαλάζιο του άπειρου άνοιξε στα δυο σαν πελώριο παράθυρο. «Ο πρώτος ουρανός και η πρώτη γη απήλθον».

Ένας άγνωστος κόσμος, διαφορετικός, ανοίχτηκε μπρος στα κατάπληκτα μάτια των φτωχών ανθρώπων. Μια ονειρεμένη νέα πραγματικότητα ξεπήδησε απ’ το ουράνιο παράθυρο, φάνηκε να επικαλύπτει τη ζοφερή πλάση που είχαν ως τότε μπροστά τους. Ένας φωτεινός ήλιος ανέβαινε από τη ρόδινη ανατολή, γέμιζε χρυσαφένιες αχτίνες τα σύμπαντα. Αστραφτερά σύννεφα, νεφέλες ολόφωτες ταξίδευαν στον απέραντο ουρανό. Σε μια διάφανη σαν το γυαλί γαλανή θάλασσα άσπρα καράβια φάνηκαν να αρμενίζουν καλοτάξιδα. Απαλός δροσερός άνεμος φούσκωνε τα κατάλευκα πανιά τους. Καταπράσινες κοιλάδες, ανθοβολώντας ευωδιαστές μυριόχρωμες ανταύγειες, αγκάλιαζαν τις απέραντες λευκές ακτές. Στη συνέχεια, ατέλειωτες λοφοσειρές έδιναν τη σειρά τους σε κατάσκια δασωμένα βουνά, που απλώνονταν κυματιστά όλο και ψηλότερα, ως εκεί που έφτανε ανθρώπου μάτι, απολήγοντας σε μακρινές πανύψηλες χιονοσκέπαστες κορφές, βυθισμένες στα πελώρια κάτασπρα σύννεφα.

Πεντακάθαρες γάργαρες πηγές ανάβλυζαν παντού. Δροσερά ποτάμια με κρυστάλλινα νερά πότιζαν την παρθενική ανέγγιχτη γη. Βουεροί καταρράχτες σήκωναν σύννεφα νερού που ιρίδιζαν μαγευτικά στις αχτίνες του ήλιου. Αμέτρητες πανέμορφες λίμνες, σε βουνά και κάμπους ανάμεσα σπαρμένες, έδιναν εικόνες πρωτόφαντης ομορφιάς. Αετοί μεγαλόπρεποι άνοιγαν φτερούγες τεράστιες, μικρότερα πουλιά ποικιλόχρωμα έσκιζαν τους μυρωμένους αιθέρες. Κρωγμοί, τριγμοί, κελαδήματα σε παναρμόνια σύνθεση δονούσαν χαρούμενα την ατμόσφαιρα, ενώ αμέτρητα «ζώα μικρά μετά μεγάλων» έδιναν τον δυναμικό τους παλμό στην υπέροχη πλάση που έσφυζε από ζωή. Τα πάντα έλαμπαν πνιγμένα στο φως. Ο παλιός κόσμος είχε χαθεί. Καινοί ουρανοί και γη καινή είχαν πάρει τη θέση του. Ένας θαυμαστός καινούργιος κόσμος είχε αναδυθεί, αλλάζοντας ριζικά καθετί προηγούμενο.

Οι φτωχοί χωρικοί είχαν μείνει άναυδοι. Έβλεπαν πετρωμένοι, μαγεμένοι, ακίνητοι. Εξωπραγματικά δρώμενα ξετυλίγονταν μπροστά τους. Και να! Ένας ίππος λευκός φάνηκε να καλπάζει στο άνοιγμα του ουρανού. «Και ο καθήμενος επ’ αυτόν», νικηφόρος πολεμιστής και δίκαιος κριτής, ονομαζόταν «πιστός και αληθινός». Τα μάτια του έλαμπαν σαν φλόγα φωτιάς. Τίποτε δεν μπορούσε να παραμείνει κρυφό και σκοτεινό μπροστά του. Τίποτε δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητο από το φωτεινό βλέμμα του. Στο κεφάλι του ήταν τοποθετημένα «διαδήματα πολλά», πολύτιμα στέμματα με άπειρα ονόματα γραμμένα επάνω τους. Μα υπήρχε και ένα όνομα μυστικό, που δεν το γνώριζε κανένας άλλος, παρά μόνο αυτός.

Ο επιβλητικός άνδρας, ωραιότατος μέσα στη στρατιωτική του στολή, έφερε ερυθρά τα ιμάτια, βαμμένα στο αίμα του, γιατί ερχόταν από τη γη, «εκ Βοσόρ, όπερ εστί, της σαρκός». Είχε πολεμήσει μόνος του στην εχθρική χώρα της Εδώμ, θυσιάστηκε, έγινε «αρνί ον εσφαγμένον».Αλλά με τον θάνατό του είχε κατανικήσει και συντρίψει αυτούς που επιβουλεύονταν τους αδελφούς του στη γη. «Θανάτων θάνατον πατήσας».Και τώρα ανέβαινε με δύναμη πολλή, «εν αλαλαγμώ και εν φωνή σάλπιγγος»,θριαμβευτής στον ουρανό. Η φωνή του ήταν όμοια με βροντή. Προ πάντων των αιώνων-κλήθηκε το όνομά του: «Ο Λόγος του Θεού». Γι’ αυτό και «βοά μετά ισχύος πολλής: Εγώ διαλέγομαι δικαιοσύνην και κρίσιν σωτηρίου». Κηρύττω δικαιοσύνη. Οι αποφάσεις μου και οι κρίσεις μου είναι σωτήριες. Από το στόμα του εκπορευόταν δίστομη οξεία ρομφαία. Στο ιμάτιο και στον μηρό του έφερε γραμμένο ένα ακόμα μοναδικό όνομα: «Βασιλεύς βασιλέων και Κύριος κυρίων».

Αναρίθμητα πλήθη αγγελικών στρατευμάτων φάνηκαν να καλπάζουν πίσω από τον ένδοξο ουράνιο βασιλέα. Όλοι τους ήταν πάνω σε λευκά άλογα, «ενδεδυμένοι βύσσινον λευκόν καθαρόν».Φορούσαν στολές από κατάλευκο λινό βασιλικό ύφασμα, πολύ λεπτό, καθαρό, πολυτελές και πολύτιμο. Μα εξ ίσου αναρίθμητα ήταν και τα πλήθη των ανθρώπων που τον κύκλωναν. Φορούσαν και αυτοί κατάλευκες στολές και ήταν στεφανωμένοι με χρυσά διαδήματα. Τα λυγερά νεανικά τους σώματα φεγγοβολούσαν με υπερκόσμια υπέρφωτη λάμψη.

Ουράνιο τόξο ολοστρόγγυλο πρόβαλε καταμεσής στον ουρανό. Στο κέντρο του ακτινοβόλου του δίσκου στήθηκε ο θρόνος του μεγάλου βασιλέως Χριστού, «ως πυρ εξαστράπτον» και «ως όρασις κρυστάλλου» και «ως όρασις λίθου σαπφείρου». Σε δώδεκα θρόνους λαμπρούς κάθισαν γύρω του οι θεοφόροι απόστολοι. Μα στην τιμητικότερη θέση, πάνω απ’ όλους, στα δεξιά του θρόνου, «περιβεβλημένη τον ήλιον», με τη σελήνη «υποκάτω των ποδών αυτής», έλαμπε η πανάχραντη Μητέρα του Θεού. Στο κεφάλι της άστραφτε στεφάνι φωτεινό από δώδεκα αστέρια. Ήταν η εστεμμένη βασίλισσα αγγέλων και ανθρώπων, η χαρά της οικουμένης.

Συν ωθήθηκαν γύρω τους με απόλυτη τάξη οι αμέτρητες στρατιές. Σε δόξα και πλήθος υπερτερούσαν τα νέφη των μαρτύρων. Δεν ήταν μόνο όσοι έδωσαν το αίμα τους και τη ζωή τους για τον Χριστό. Ήταν και όσοι δοκιμάστηκαν σκληρά στη ζωή τους με αρρώστιες και βάσανα, αλλά τα σήκωσαν αγόγγυστα, δοξάζοντας τον Θεό. Η υπομονή τους λογίστηκε ως μαρτύριο. Στεφανώθηκαν σαν μάρτυρες κι αυτοί. Δυο λαμπρές πριγκιπικές μορφές ξεχώρισαν αμέσως ανάμεσά τους και προχώρησαν ως τον υπέρλαμπρο θρόνο. Έκθαμβοι οι χωρικοί αναγνώρισαν στα φωτεινά πρόσωπά τους τον νεαρό στρατιώτη με τη γυναίκα του. Η ομορφιά τους ήταν ασύγκριτη. Γονάτισαν ευλαβικά μπρος στον υπέρτατο βασιλέα. Το πύρινο βλέμμα του τους αγκάλιασε με απέραντη στοργή.

– Τί θέλουν οι αγαπημένοι μου; ρώτησε με ιλαρό χαμόγελο.

– Τα παιδιά μας, Κύριε! είπαν εκείνοι χωρίς, από σεβασμό, να υψώσουν το βλέμμα τους. Θερίστηκαν πρόωρα κι αυτά, στερήθηκαν τη ζωή τους, έρχονται, να τα, καταφτάνουν. Εσύ μπορείς να το αποτρέψεις αυτό, αγαπημένε μας Κύριε! Δεν τους αξίζει τόσος πόνος, τέτοιος θάνατος. Άγουρα στάχυα, νέα παιδιά είναι ακόμα.

Την ίδια στιγμή ένα λευκό καράβι σταματούσε μπροστά τους, με τα πανιά του απλωμένα στη λεπτή αύρα, γεμάτο ανθρώπους από τη γη. Ήταν «οι ερχόμενοι από της θλίψεως της μεγάλης». Όλοι αυτοί που βίωσαν την έσχατη αγωνία και την άφατη οδύνη, αφήνοντας την τελευταία τους πνοή στην τρομαχτική σύγκρουση των τρένων. Πλήθος αγγέλων τους συνόδευε. Ο ουράνιος άρχοντας σηκώθηκε από τον θρόνο του και στάθηκε όρθιος να τους υποδεχτεί, σαν τον οικοδεσπότη που καλωσορίζει τους καλεσμένους του. Μα πιο πολύ έμοιαζε με τον πατέρα, που με λαχτάρα ξανάβλεπε τα ξενιτεμένα του παιδιά μετά από μακρόχρονο χωρισμό. Τους αγκάλιαζε έναν-έναν, τους έσφιγγε, τους φιλούσε στοργικά. Το πρόσωπό του ακτινοβολούσε απέραντη αγάπη. Κι εκείνοι ένιωθαν σαν βρέφη τρυφερά στο θάλπος μητρικής αγκαλιάς.

Μα ιδιαίτερη υποδοχή επιφύλαξε στα τέσσερα ορφανά και με ολόθερμη στοργή τα υποδέχτηκε. Από τη μία έκπληξη τα τέσσερα αδέλφια περνούσαν θαμπωμένα στην άλλη. Αφού τα αγκάλιασε και τα καταφίλησε  ο Χριστός, τους έδειξε το πριγκιπικό ζευγάρι που περίμενε. Τα έσπρωξε στην αγκαλιά των γονιών τους. Ήταν μικρά παιδιά όταν τους έχασαν. Βλεπόντουσαν τώρα για πρώτη φορά μετά από δεκαπέντε χρόνια. Αγκαλιάστηκαν σφιχτά με χαρούμενα ξεφωνητά, ριγώντας από συγκίνηση, με τα μάτια τους να τρέχουν ασταμάτητα. Επιτέλους ξανάσμιγε πραγματικά η πονεμένη οικογένεια μέσα σε πέλαγος ανεκλάλητης χαράς.
Τα παιδιά δεν χόρταιναν να τους περιεργάζονται.

– Μαμά! Μπαμπά! Τί ωραίοι που είστε! Τί ομορφιά είναι αυτή που έχετε! Τί όμορφα που είναι όλα εδώ πέρα! Πώς αλλάξατε έτσι, μαμά!

– Έτσι δοξάζεται εδώ όποιος υποφέρει στη γη, παιδιά μου! Ό,τι στερηθήκαμε εκεί, το απολαμβάνουμε εδώ σε εκατονταπλάσιο βαθμό. Ο Κύριός μας είναι αφάνταστα γενναιόδωρος. Η αγάπη του απροσμέτρητη. Η χαρά μας απερίγραπτη. Ο Παράδεισος δεν έχει κάτι αντίστοιχο στη γη να συγκριθεί. Μα και σεις, κοιτάξτε πώς έχετε αλλάξει τώρα! Αστράφτετε από τον θείο δοξασμό σας και σεις, ολόφωτοι γίνατε μέσα στο φως του Χριστού.

Ο μεγάλος άρχοντας που εξουσίαζε τα πάντα, ουρανό και γη και τα καταχθόνια, είχε ολοκληρώσει την υποδοχή των καινούργιων. Στράφηκε προς το μέρος τους.

– Καλέ μου πρίγκιπα, καλή μου πριγκίπισσα, είπε καλοσυνάτος, ας διαλέξουν τα παιδιά σας ό,τι επιθυμούν. Είμαι πρόθυμος να κάνω ό,τι μου ζητήσουν. Είτε να μείνουν εδώ, είτε να επιστρέψουν ξανά στη γη. Ό,τι κι αν θελήσουν, θα το κάνω για χάρη σας.

Τα τέσσερα αδέλφια κοιτάχτηκαν απορημένα. Να γυρίσουν ξανά στη γη; Να φύγουν απ’ το ανέκφραστο πανηγύρι της χαράς και να γυρίσουν πάλι στον πόνο και τα βάσανα; Δεν πόνεσαν αρκετά μέχρι τώρα; Τα τρυφερά τους χρόνια ζυμώθηκαν με την οδύνη και το δάκρυ του πικρού χωρισμού. Να χωρίσουν πάλι μετά απ’ το φανταστικό αυτό αντάμωμα; Δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια το ονειρεύονταν. Για ποιο λόγο να γυρίσουν; Ακόμα κι αν όλες οι χαρές της γης τα περίμεναν μαζεμένες, και πάλι δεν θα ’ταν τίποτε μπρος στην απέραντη ομορφιά και τη χαρά που τώρα γεύονταν στην αγκαλιά του Παραδείσου.

– Πόσο λαχταρούσα την αγκαλιά σου, μπαμπά μου! είπε η μικρή, δεκαοχτάχρονη τώρα πια, κόρη. Είχα να τη νιώσω από τριών ετών, όταν μας έσφιξες για τελευταία φορά πριν φύγεις για τον πόλεμο και μας φίλησες. Θυμάσαι που σου φώναζα κλαίγοντας να με πάρεις μαζί σου, όπου κι αν πας εσύ, μπαμπά; Ποτέ μου δεν σταμάτησα να κλαίω μέχρι τώρα στη θύμηση της αγκαλιάς σου εκείνης. Και σένα, μαμά μου, δεν σε ξέχασα ποτέ! Δεν έζησα πικρότερη στιγμή στη ζωή μου από τη μέρα που έσβησες στα παιδικά μας χέρια και μείναμε πεντάρφανα στην ερημιά. Τί ήταν εκείνο που ζήσαμε, τί τραγωδία, Θε μου! Το δάκρυ στην καρδιά μας δεν στέγνωσε ποτέ.

– Πώς είναι δυνατόν να αντέξουμε τώρα ένα νέο χωρισμό; είπαν με ένα στόμα και τα τέσσερα παιδιά.

– Κι αν στη ζωή λοξοδρομήσουμε; Αν κάποιος πειρασμός μας σπρώξει αλλού, σε άλλα μονοπάτια; Και δεν τα καταφέρουμε να ξαναβρούμε τον δρόμο μας για εδώ; είπε με περίσκεψη ο μεγαλύτερος γιος. Τί κάνουμε τότε; Να τα χάσουμε όλα; Να διακινδυνεύσουμε την επάνοδό μας; Όχι, βέβαια! Για να ’ρθουμε εδώ τόσο νωρίς, δεν θα ’ταν σίγουρα συμφέρον μας να παραμείνουμε άλλο στη γη. Εδώ είναι ο κόσμος μας. Δεν τον αλλάζουμε με τίποτε!

-Όπως θέλετε, λατρευτά μου παιδιά! είπε ο Χριστός, που τα αγκάλιαζε με άπειρη αγάπη. Για τον πόνο που περάσατε στη γη και την πρόωρη στέρηση της ζωής σας, αλλά και για τον οδυνηρό, πικρό σας θάνατο, θα ζήσετε παντοτινά εδώ μες στην υπέρτατη χαρά και ευτυχία.

– Προστεθήκαμε ήδη στο γένος μας, Κύριε! Βρήκαμε την ποθεινή μας πατρίδα, την αληθινή μας οικογένεια. Και όχι μόνο τους γονείς μας. Όλος αυτός ο παραμυθένιος σου κόσμος είναι το σπίτι μας, νιώθουμε κιόλας δικούς μας όλους αυτούς που σε περιστοιχίζουν, τις χιλιάδες και μυριάδες αγγέλων και ανθρώπων γύρω σου. Μα πάνω απ’ όλα, η ανείπωτη χαρά μας είναι να βλέπουμε εσένα, το άρρητο κάλλος της μορφής σου, Κύριε! Εσύ είσαι ο Παράδεισος, η πηγή της ανέκφραστης ομορφιάς του. Όλα και όλοι εδώ από εσένα και μόνο ομορφαίνουν, λάμπουν, δοξάζονται, «την καλήν αλλοίωσιν αλλοιωθέντες». Πώς μπορούμε να το χάσουμε αυτό; Τώρα που γευτήκαμε «το αμήχανον κάλλος» σου, πώς είναι δυνατόν να ζήσουμε, χωρίς να βλέπουμε το γαλήνιο πρόσωπό σου;

– Όμως, μια χάρη θα τη θέλαμε ακόμα, Κύριε! μίλησε τώρα η μεσαία κόρη.

– Ζητήστε μου ό,τι θέλετε και θα σας δοθεί, παιδιά μου! είπε πρόθυμα ο Χριστός.

– Οι θετοί μας γονείς, Κύριε! Οι φτωχοί άνθρωποι που μας ανάστησαν και μας αγάπησαν σαν παιδιά τους. Κλαίνε τώρα και οδύρονται για τον απρόσμενο χαμό μας. Παρηγόρησέ τους, Κύριε, γαλήνεψε την ψυχή τους. Και όταν έλθει η δική τους ώρα, φέρε τους κι αυτούς εδώ, για το καλό που μας έκαναν, να είμαστε όλοι ένα παντοτινά.

Δάκρυσε ο Χριστός και έσφιξε περισσότερο στη θεϊκή ζεστή του αγκαλιά τα αγαπημένα του πλάσματα. Δάκρυσαν από χαρά και συγκίνηση οι γονείς τους. Δάκρυσε η Παναγία, δάκρυσαν τα πλήθη των αγγέλων, οι στρατιές των ανθρώπων. Υπερκόσμιος ύμνος υψώθηκε από παντού. Ένας ύμνος μυριόστομος σ’ αυτόν που νίκησε με τον θάνατό του τον θάνατο και χάρισε στον κόσμο του ανάσταση, υπέροχη ατελεύτητη ζωή. Το στερέωμα σείστηκε «έως τρίτου ουρανού».

Οι απλοί άνθρωποι έβλεπαν εκστατικοί, μαρμαρωμένοι, τα μαγευτικά μυστήρια της επέκεινα ζωής. Έβλεπαν πως το δράμα της οικογένειας των μικρών ορφανών δεν έκλεισε με το φρικαλέο τέλος τους στη γη. Εύρισκε την ομορφότερη και τολμηρότερη λύση του κάπου αλλού, στη χώρα των ζώντων, όπου θα ζούσαν, θεοί κι αυτοί, αντάμα με τον ίδιο τον Θεό. Όπου «ο καθήμενος επί του θρόνου σκηνώσει επ’ αυτούς».Όπου δεν θα πεινάσουν και δεν θα διψάσουν πλέον ποτέ, γιατί «το Αρνίον οδηγήσει αυτούς επί ζωής πηγάς υδάτων, και εξαλείψει ο Θεός παν δάκρυον εκ των οφθαλμών αυτών». Όπου «θάνατος ουκ έσται έτι, ούτε πένθος, ούτε κραυγή, ούτε πόνος». Πέρασαν για πάντα αυτά. Ανεπιστρεπτί.

Η καρδιά των ανθρώπων που ως τότε θρηνούσε ανέλπιδα, ζεστάθηκε. Η βαθειά τους πίκρα μαλάκωσε, έγινε χαρμολύπη, «πένθος χαροποιόν».Η ελπίδα της Ανάστασης, η χαρά του Πάσχα, ο ήλιος της Λαμπρής ανέτειλαν ξανά στο μικρό χωριό.

Οι ταφόπλακες της καρδιάς επιτέλους έσπασαν. Ο θάνατος νικήθηκε από τη Ζωή.

π. Δημητρίου Μπόκου

Δείτε εδώ προηγούμενα άρθρα του π. Δημητρίου Μπόκου

Previous Article

Πέτρος Χριστούλιας: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Next Article

Οι εκλογές της ενισχυμένα απλής αναλογικής

Σχετικά άρθρα