Καθώς η ημερομηνία των εκλογών πλησιάζει δε μπορούμε να μη φέρουμε στη σκέψη μας το μεγάλο νικητή των προηγούμενων εκλογών. Πριν βιαστείτε να σκεφτείτε το κυβερνών κόμμα και τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, θα θυμίσω ότι η Νέα Δημοκρατία κέρδισε την αυτοδυναμία με ποσοστό 39,85%, σύμφωνα με τα αποτελέσματα του Υπουργείου Εσωτερικών. Ακόμα μεγαλύτερο ποσοστό, όμως, σύμφωνα με τα ίδια αποτελέσματα, σημείωσε η αποχή των ψηφοφόρων από τις κάλπες, η οποία έφτασε στο εξαιρετικά υψηλό για τα ελληνικά δεδομένα ποσοστό του 42,22%! Αν η αποχή εκφραζόταν εκλογικά θα ερχόταν πρώτη με διαφορά. Αντιλαμβάνομαι πως κάτι τέτοιο δεν είναι ρεαλιστικό, αντικατοπτρίζει, όμως, την αντίληψη του μέσου πολίτη για τις εκλογές και την εκλογική διαδικασία. Οι πολίτες απέχουν διότι έχουν απογοητευτεί από τα κόμματα στο σύνολό τους, αλλά και από τους πολιτικούς, οι οποίοι φαίνεται ότι αδυνατούν να δώσουν λύση στα προβλήματα της καθημερινότητας. Όμως η εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα του πολιτικού αποτελεί θεμέλιο της νομιμότητας στις σύγχρονες κοινωνίες. ‘Όταν αυτή αρχίζει να υπονομεύεται, τότε τα πράγματα δεν πηγαίνουν καθόλου καλά. Ιστορικά, όσες φορές συνέβη κάτι τέτοιο στη χώρα μας (δεκαετία 1895-1905 και δεκαετία 1925-1935), η κατάληξη ήταν υπονομευτική και για τη δημοκρατία.
Μπορεί να φαίνεται βολικό για τα κόμματα, ιδιαίτερα τα μεγαλύτερα τα οποία «βολεύονται» με τα μεγάλα ποσοστά αποχής που «φουσκώνουν» και τα δικά τους αντίστοιχα ποσοστά, αλλά η αδιαφορία των πολιτών για τα κοινά μακροπρόθεσμα καθόλου καλό δεν κάνει στις κοινωνίες. Κι αυτό γιατί η δημοκρατία προϋποθέτει το πρώτο της συνθετικό, τον «δήμο», δηλαδή το σύνολο των πολιτών για να υπάρξει. Χωρίς αυτόν καταντά έννοια κενή περιεχομένου. Σε ένα άρθρο του στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», με τίτλο «Δημοκρατία χωρίς το δήμο;», το όχι και τόσο μακρινό 2008, ο καθηγητής Σεραφείμ Σεφεριάδης τόνιζε ότι «η δημοκρατία των αρχών του 21ου αιώνα είναι μεν δημοκρατία συνταγματικών διαδικασιών, αλλά είναι και δημοκρατία ¨χωρίς το δήμ層. Προσέθετε, δε, ότι «τα δημοκρατικά γνωρίσματα διατυπώνονται καλύτερα ως προϋποθέσεις:
α) πολιτικές ελευθερίες και δικαιώματα για το σύνολο του πληθυσμού (λόγου, πληροφόρησης, δράσης)
β) τακτικές, ελεύθερες και δίκαιες εκλογές
γ) υπαγωγή όλων των αποφασιστικών αξιωμάτων στη λαϊκή ετυμηγορία.
Καθεστώτα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές δεν είναι -και δεν πρέπει να εκλαμβάνονται- ως δημοκρατίες». Σε μια ουσιαστική ανάλυσή του, στο ίδιο άρθρο, ο διαπρεπής καθηγητής τόνιζε ότι «οι σύγχρονες δημοκρατίες τραυματίζονται από τις δράσεις ισχυρών (και ανεξέλεγκτων) μειοψηφιών που απειλούν (και συνήθως επιτυγχάνουν) να συρρικνώσουν ελευθερίες και δικαιώματα καθιστώντας τα κενά περιεχομένου. Κόμματα, εκλογές και πολιτικές αντιπαραθέσεις εξακολουθούν να υπάρχουν ως συνταγματικά κατοχυρωμένες διαδικασίες όμως γενικεύεται η αίσθηση ότι οι πραγματικά κρίσιμες αποφάσεις, όταν δεν είναι προειλημμένες, λαμβάνονται πέρα και μακριά από τους πολίτες, πίσω από κλειστές και απροσπέλαστες πόρτες». Είναι πραγματικότητα αυτή η (προφητική, όπως αποδείχτηκε) διαπίστωση. Περίπου εφτά χρόνια μετά το άρθρο αυτό, την περίοδο 2012-2015, οι Έλληνες, μετά από μια «έκρηξη» αντίδρασης στο δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015, αντιλαμβάνονταν με όλες τους τις αισθήσεις ότι οι πολιτικοί τους αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στις δεσμεύσεις που αναλάμβαναν ενώπιον του λαού, προφανώς διότι υπήρχαν ισχυρότερες δεσμεύσεις πίσω ακριβώς από τις «κλειστές πόρτες» των Βρυξελλών και της Φραγκφούρτης (έδρα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας).
Σ’ αυτή την αίσθηση αδυναμίας και ανημπόριας των πολιτικών να λύσουν προβλήματα (πράγμα που τους καθιστά σχεδόν αυτόματα «άχρηστους», δεδομένου ότι ένας πολιτικός υπάρχει ακριβώς για να δίνει λύσεις στα προβλήματα που εμφανίζονται στην καθημερινότητα και να προτείνει τρόπους αποτελεσματικής οργάνωσης της ζωής των πολιτών), έρχεται να προστεθεί και μια αίσθηση ότι οι περισσότεροι πολιτικοί, τουλάχιστον όσοι απαρτίζουν τις ηγεσίες των περισσότερων κομμάτων, όταν απευθύνονται στους πολίτες δεν αισθάνονται ότι απευθύνονται σε συν-πολίτες, δηλαδή σε ομότιμους πολίτες μεταξύ των οποίων αυτοί απλώς έχουν κάποια πρωτεία, αλλά σε υπηκόους τους οποίους μπορούν να ξεγελούν κατά το δοκούν. Έτσι, εμφανίζονται να τάζουν την επίλυση προβλημάτων τα οποία δε μπόρεσαν να λύσουν ή τα οποία διογκώθηκαν κατά την περίοδο της κυριαρχίας τους (δεν μιλώ για τις τωρινές εκλογές, αλλά, δυστυχώς, για μια γενικευμένη τάση τις τελευταίες δεκαετίες, αρκεί να θυμίσω ένα σκετς του Χάρρυ Κλυνν, το μακρινό 1985, όταν ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης που μόλις είχε επανεκλεγεί εμφανιζόταν να επιρρίπτει τις ευθύνες για τα προβλήματα του τόπου στην προηγούμενη κυβέρνηση που προερχόταν από το κόμμα του!), να παρουσιάζουν μέρος της αλήθειας ως ολόκληρη την αλήθεια (σε πρόσφατη διαφήμιση προβάλλεται η αύξηση του κατώτατου μισθού, χωρίς να γίνεται αναφορά σε παράλληλες παραμέτρους, π.χ. στο κόστος ζωής), να προτείνουν μέτρα που θα δώσουν λύσεις σε χρόνια προβλήματα, χωρίς να επισυνάπτουν προτάσεις για τη χρηματοδότησή τους ή και χωρίς να πληροφορούν για το όποιο κοινωνικό κόστος που μπορεί να έχει η εφαρμογή τους. Οι τέτοιες στάσεις είναι που διώχνουν τους πολίτες και ειδικότερα τους νέους μακριά από την πολιτική και τις εκλογές.
Η δημοκρατία δεν νοείται χωρίς έγκυρη και αδιάβλητη ενημέρωση των πολιτών, οι οποίοι μόνο τότε μπορούν να αποφασίσουν ορθά για το μέλλον τους. Παράλληλα, η ποιότητά της εξαρτάται από συγκεκριμένους παράγοντες, όπως η ισχυρή κοινωνία πολιτών, το λειτουργικό κράτος δικαίου, η αποτελεσματική δημόσια διοίκηση και η διαφάνεια στις επιχειρηματικές δράσεις. Μπροστά στον κίνδυνο υπονόμευσης της δημοκρατίας στη χώρα που περηφανεύεται ότι τη δημιούργησε, η λύση είναι μια ισχυρή δραστηριοποίηση των πολιτών οι οποίοι θα πρέπει να απαιτήσουν πλήρη και αδιάβλητη ενημέρωση, σαφή και «καθαρό» λόγο από τους πολιτικούς, ρεαλιστικά προγράμματα και κοστολογημένες προτάσεις. Θα πρέπει, επίσης, να συμμετέχουν. Μόνο τότε θα μπορούν να απαιτούν με προοπτική επιτυχίας.
Δείτε εδώ άλλα κείμενα του κ. Κωσταβασίλη.