Οι Υφοποιοι του Κομποτίου (η θεατρική ομάδα του εξαιρετικά δραστήριου Πολιτιστικού Συλλόγου Κομποτίου «Νικόλαος Σκουφάς»), μας έχει συνηθίσει όχι μόνο σε ποιοτικές και υψηλού επιπέδου παραστάσεις, αλλά και σε επιλογές εξαιρετικών έργων που προσφέρουν, πέρα από τη διασκέδαση, μια διέξοδο πραγματικής ψυχαγωγίας. Φέτος συνεχίζουν αυτή την παράδοση ανεβάζοντας το έργο «Ο σακάτης του νησιού», του διάσημου Αγγλο-Ιρλανδού συγγραφέα, Μάρτιν ΜακΝτόνα.
Ο Μάρτιν ΜακΝτόνα, γεννημένος το 1970 στην Αγγλία από Ιρλανδούς γονείς με στενούς δεσμούς με την ιδιαίτερη πατρίδα τους, είναι επιτυχημένος θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης, ενώ τα πολυβραβευμένα θεατρικά του κάνουν μεγάλη επιτυχία παγκοσμίως. Ο ίδιος τα χαρακτηρίζει ως «μαύρες κωμωδίες», όχι άδικα, αφού σε όλα τα έργα του υπάρχει μια λοξή, διαφορετική, λίγο περίεργη και παράξενη ματιά που φωτίζει, σε ένα μεταίχμιο ιλαροτραγικό και ακραία βίαιο μαζί, πρόσωπα και γεγονότα. Η γραφή του φέρνει στο προσκήνιο, ωμή, την ανθρώπινη μοναξιά, την απελπισία, ποτισμένη με διαβρωτικό χιούμορ. Ανατέμνει τις σχέσεις και τις ρωγμές των ανθρώπων επιθετικά, με σασπένς, με ανατροπές, με έναν τρόπο παράδοξο και μοναδικό.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, γράφει την τριλογία των Νησιών Άραν. Είναι οι τρεις βραχονησίδες που φυλάνε το στόμιο του κόλπου Γκαλγουαίη στη δυτική Ιρλανδία. Στο «Σακάτη του Ίνισμαν» που οι Υφο-ποιοι παρουσίασαν με την ελληνική του μετάφραση «Ο σακάτης του νησιού», ο ήρωας είναι ο Μπίλι, ένας νέος με κινητική αναπηρία. Απογοητευμένος και γενικά χλευασμένος, ο βιβλιοφάγος Μπίλι ανατράφηκε από «θείες» του στο νησί Ίνισμαν. Αλλά όταν ένας σκηνοθέτης του Χόλιγουντ φτάνει σε ένα γειτονικό νησί για να γυρίσει μια ταινία (πραγματική ιστορία η ταινία αυτή την αφίσα της οποίας πολύ έξυπνα χρησιμοποιούν στα σκηνικά τους οι Υφοποιοί), στον ήρωα προσφέρεται μια ευκαιρία διαφυγής που τον οδηγεί σε ένα κωμικοτραγικό ταξίδι αυτοανακάλυψης.
Υπάρχει κάτι περισσότερο από μια παρωδία στο πορτρέτο του ΜακΝτόνα για τον «βάλτο» του, ένα χώρο όπου τίποτε δεν αλλάζει, όπου τίποτα δεν συμβαίνει πραγματικά, όπου τα μικρότερα περιστατικά (μια χήνα που δαγκώνει την ουρά μιας γάτας, για παράδειγμα) μπορούν να προκαλέσουν εύθυμα κουτσομπολιά και επικείμενες διαμάχες. Ωστόσο το έργο δεν περιορίζεται απλά σε μια ρομαντική ενδοσκόπηση ή καταγγελτική εξύψωση του ήρωα, αλλά είναι γεμάτο με αφηγηματικές ανατροπές στην ιστορία ενός καταπιεσμένου νέου που ενηλικιώνεται. Και υπάρχει ένα απαιτούμενο σύνολο «πολύχρωμων» χαρακτήρων, συμπεριλαμβανομένης της υστερικής νεαρής Έλεν που σπάει αυγά, την οποία ο Μπίλι λατρεύει κρυφά, και του κουτσομπόλη του χωριού Τζώννυ, που «ποτίζει» την ηλικιωμένη μητέρα του με ιρλανδέζικο ουίσκι, με την ελπίδα να την αποτελειώσει.
Το έργο του ΜακΝτόνα εκθέτει έξυπνα και τα πολλαπλά στρώματα μύθου που περιβάλλουν την Ιρλανδία. Η πιο αστεία σκηνή του έργου δείχνει τους χωρικούς να διαπληκτίζονται μπροστά σε μια προβολή της ταινίας που γυρίστηκε στα μέρη τους. Ακόμη και η ιστορική αίσθηση αδικίας της Ιρλανδίας αποκαλύπτεται σε μια σκηνή όπου η αναρχική Έλεν, που αντιπροσωπεύει τους καταπιεστικούς Άγγλους, σπάει αυγά πάνω στο σακάκι του αδελφού της που παριστάνει την Ιρλανδία: μια τρέχουσα εικόνα αυτού που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «κρόκο» της αποικιοκρατίας. Η Ιρλανδία του ΜακΝτόνα, όμως, παρουσιάζεται ως ένα πολύ κακό μέρος, όπου τα αφελή αγόρια περνούν το χρόνο τους κοιτάζοντας τις αγελάδες, τα βίαια κορίτσια ρίχνουν αυγά στα πάντα και η κακοποίηση είναι ένα περιστασιακό χόμπι, άποψη η οποία ενισχύεται από τις υπονομευτικά περήφανες δηλώσεις ότι η Ιρλανδία είναι ένα πολύ ωραίο μέρος για να ζει κανείς, αφού «και οι σακάτηδες επιστρέφουν σ’ αυτό». Ο “σακάτης του νησιού”, είναι αναμφισβήτητα ένα από τα πιο συναισθηματικά έργα του ΜακΝτόνα – μια κραυγαλέα διαστρέβλωση της ιρλανδικής αγροτιάς τόσο αναγωγική που απαιτεί ειδικό χειρισμό για να αποφευχθεί η συντριβή της σε καρικατούρα.
Η σκηνοθέτης των Υφοποιών, Αφροδίτη Κατσαούνου, απέδειξε ότι διαθέτει τη «μαστοριά» και την ικανότητα που χρειάζεται για να κρατήσει το μέτρο και την ισορροπία που απαιτείται ώστε να μην καταλήξει το έργο να γελοιοποιηθεί από την υπερβολή. Δίδαξε τους ηθοποιούς με σύνεση και πειθαρχία, ώστε να αποδίδουν τον πόνο αλλά και τη γελοιότητα, τη συμπάθεια αλλά και την κοροϊδία με φυσικότητα και χωρίς υπερβολές, προσποιητές εντάσεις και ψευδεπίγραφες εντάσεις. Οι παρεμβάσεις της στην αρχή (με το εισαγωγικό φιλμάκι), αλλά και στη σκηνή της παρακολούθησης της ταινίας με τις αντιδράσεις των ηθοποιών (κίνηση του σώματος, εκφράσεις του προσώπου, παύσεις) υπήρξαν καθοριστικές στην πληρότητα του εγχειρήματος.
Αλλά και οι ηθοποιοί Υφοποιοι ανταποκρίθηκαν με επιτυχία στις απαιτήσεις του δύσκολου αυτού έργου. Η Νάντια Λαμπράκη ως Κέητ και η Βασιλική Χαβέλα ως ΑΪλήν, καλοπροαίρετες και ιδιόρρυθμες θετές «θείες» του ήρωα αποδίδουν την αφέλεια αλλά και τον πόνο της απώλειας, την κουτσομπολίστικη διάθεση αλλά και τη σοβαρότητα της υπευθυνότητας με επαγγελματική άνεση και φυσικότητα. Οι μεταβάσεις τους από τη χαρά στη λύπη και από το σοβαρό στο κωμικό είναι αξιοζήλευτες. Η Βίκυ Κωστάκη ως Μάμμυ, υπερήλικη μητέρα του κουτσομπόλη Τζώννυ, αλκοολική αλλά και καυστική, αποδίδει το χαρακτήρα της με τρόπο που να τον καθιστά συμπαθή στο κοινό και δίνοντας φυσικότητα στις σκηνές όπου πρέπει να εκδηλωθεί η καλά κρυμμένη τρυφερότητά της. Η Μαρία Λαμπράκη διεκπεραιώνει άψογα το ρόλο της γιατρού που δεν θέλει να πληγώσει τον ήρωα, αποδίδοντας εξαιρετικά την τυπικότητα του ύφους και των τρόπων μιας αγγλοτραφούς επιστήμονα στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Η Σοφία Κωσταπαπά ως Έλεν, φαινομενικά υστερική, φωνακλού αλλά ενδομύχως τρυφερή νεαρή, αντικείμενο του πόθου του ήρωα, εκφράζει χωρίς υπερβολές και ανώφελες φωνητικές εξάρσεις τον πόθο της διαφυγής από τη βαλτώδη ηρεμία του τόπου της, αλλά και την ευαίσθητη πλευρά της. Η ερμηνεία της στην τελευταία σκηνή του έργου διακρίνεται από επαγγελματική πληρότητα και φέρνει δάκρυα στα μάτια.
Ο Βαγγέλης Βαρέλης ως Τζώννυ, ο κουτσομπόλης του νησιού αλλά και αυτόκλητος κομιστής ειδήσεων, τελάλης, κριτικός και ντετέκτιβ ταυτόχρονα, που καταπιέζεται χρόνια από μια μητέρα την οποία δήθεν προσπαθεί να «ξεφορτωθεί» με το ποτό, δίνει ένα ερμηνευτικό διαμάντι με τις εναλλαγές των συναισθημάτων, τις εκφράσεις του προσώπου αλλά και τις παύσεις του εκεί όπου κρίνεται αναγκαίο. Ο Γιώργος Μαλιγιάννης ως Μπάρτλεϋ, χαζούλης αλλά και ονειροπόλος αδερφός της Έλεν που πειράζει αδιάκοπα τον ήρωα αλλά και ονειρεύεται ένα τηλεσκόπιο για να βλέπει μακριά από την στασιμότητα του δικού του χώρου, ξεδιπλώνει μια εσωτερική απελπισία αλλά και μια αναζήτηση ελπιδοφόρας διεξόδου με ουσιαστικότητα και πειστικότητα. Η αντίδρασή του στη σκηνή του αυγού προδίδει ατέλειωτες ώρες πρόβας αλλά και έμφυτο ταλέντο. Τέλος, ο Παναγιώτης Ντούλας ως Μπίλλυ, ο Σακάτης του νησιού, που επιζητά τη φυγή από τη σκληρή πραγματικότητα με κάθε τρόπο, μας προσφέρει την καλύτερη ως τώρα ερμηνεία του σε παράσταση των Υφο-ποιών, με εσωτερικές διακυμάνσεις, εναλλαγές εκφράσεων και στάσεων, σοβαροφανή τραγελαφικότητα αλλά και δραματική κωμικότητα σε κάποιες αναγκαίες περιπτώσεις.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια των Χρ. Παππά και Σωτ. Γούσια αποδίδουν με πειστικότητα και ρεαλισμό την εποχή και την περιοχή των ανθρώπων, η μουσική (σε επιμέλεια Παν. Ντούλα) «ντύνει» εξαιρετικά την παράσταση και ενισχύει τη συναισθηματική φόρτιση κάθε σκηνής, ο φωτισμός του Κων. Τόλη με χειρισμό της Παν. Στραγανιώτη αναδεικνύει τις εντάσεις που χρειάζονται σε κάθε περίπτωση.
Μια παράσταση εξαιρετική από κάθε άποψη.