Ο Χριστός θεραπεύει ένα νεαρό παιδί από πνεύμα πονηρό (δαιμόνιο), πράγμα που είχαν δοκιμάσει να κάνουν νωρίτερα, αλλά χωρίς επιτυχία και οι μαθητές του. Όταν τον ρώτησαν γιατί δεν τα κατάφεραν αυτοί, ο Χριστός τους απάντησε, ότι αυτό το γένος των δαιμόνων δεν βγαίνει, παρά μόνο με προσευχή και νηστεία (Κυριακή Δ΄ Νηστειών).Είναι η δεύτερη φορά μέσα στον χρόνο που ακούμε για το περιστατικό αυτό, μας το εκθέτει και ο Ματθαίος στην παραπλήσια δική του εκδοχή (Κυριακή Ι΄ Ματθαίου).
Ο Χριστός επιμένει για προσευχή και νηστεία. Λέγει ο άγιος Ιωάννης, ηγούμενος του Σινά και συγγραφέας της περίφημης «Κλίμακας», που ως άνθρωπος προσευχής και άσκησης προβάλλεται και εορτάζεται ιδιαίτερα τη σημερινή Κυριακή: «Προσευχή εστί συνουσία και ένωσις ανθρώπου και Θεού» .Είναι η πιο βαθιά σχέση με τον Θεό, μετοχή και κοινωνία του υλικού (κτιστού) ανθρώπου με τον άυλο (άκτιστο) Θεό. Μια τέτοια προσευχή κάνει πανίσχυρο τον άνθρωπο απέναντι στις δαιμονικές ενέργειες. Καταργεί την ισχύ του δαίμονα, που αλλιώς φαίνεται τρομακτικός και ανίκητος.
Όταν βασίλευε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, ο άνθρωπος που είχε προσπαθήσει να επαναφέρει την ειδωλολατρία και δίωξε τους Χριστιανούς, έκαμε μια εκστρατεία εναντίον των Περσών που τότε αποτελούσαν ακόμα απειλή για την ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Επειδή περίμενε κάποια απάντηση από τη Δύση (τη δυτική ρωμαϊκή αυτοκρατορία) και βιαζόταν πολύ, έστειλε, λέει η παράδοση, ένα δαίμονα (ο Ιουλιανός ήταν μπλεγμένος με τη μαγεία), για να πάει και να του φέρει την απάντηση αστραπιαία. Ο δαίμονας όμως πέρασε από ένα τόπο, όπου μόναζε κάποιος μοναχός, ονόματι Πούπλιος. Ο δαίμονας έμεινε εκεί καθηλωμένος, ακίνητος επί δέκα μέρες, χωρίς να μπορεί να προχωρήσει ούτε ένα βήμα παραπέρα. Ο λόγος; Η προσευχή του μοναχού. Επί δέκα μέρες και δέκα νύχτες ο μοναχός δεν είχε σταματήσει ούτε στιγμή να προσεύχεται.
Ο δαίμονας γύρισε άπρακτος στον Ιουλιανό. «Γιατί άργησες;» τον ρώτησε εκείνος. «Όχι μόνο άργησα, αλλά γύρισα και άπρακτος», απάντησε ντροπιασμένος ο δαίμονας. «Παρέμεινα δέκα μέρες φυλάγοντας τον μοναχό Πούπλιο, μήπως πάψει να προσεύχεται για να μπορέσω να περάσω, αλλά δεν σταμάτησε. Τελικά δεν μπόρεσα να περάσω και γύρισα άπρακτος». Ο ασεβής αυτοκράτορας αγανάκτησε τότε και είπε: «Όταν επιστρέψω, θα τον εκδικηθώ». Αλλά, επειδή ο Θεός κάνει τα δικά του σχέδια, ο Ιουλιανός σκοτώθηκε στον πόλεμο. Βλέποντας αυτά ένας απ’ τους άρχοντές του τότε, εγκατέλειψε τη βασιλική αυλή, πούλησε ό,τι είχε και δεν είχε, μοίρασε τα χρήματα στους φτωχούς και πήγε να μονάσει κοντά στον άγιο εκείνο γέροντα. Και έγινε πράγματι μεγάλος ασκητής και είχε οσιακό, θεάρεστο τέλος.
Έχει όμως η κάθε προσευχή τέτοια πνευματική τελειότητα; Όχι βέβαια! Χρειάζονται και γι’ αυτή προϋποθέσεις και κόπος. Και κυρίως να μην την έχουμε στο περιθώριο, αλλά στο κέντρο της ζωής μας. «Αν κάνεις το εργόχειρό σου, λέει κάποιος γέροντας, και έλθει η ώρα της προσευχής, μην πεις, ‘‘ας τελειώσω πρώτα και τούτο και κείνο και μετά θα προσευχηθώ’’. Αλλά σήκω αμέσως όταν είναι για προσευχή, και κάνε στον Θεό το χρέος σου. Αλλιώς σιγά-σιγά συνηθίζεις στην αμέλεια και θα ερημώσει η ψυχή σου από κάθε εργασία, και σωματική και πνευματική» (Το Μέγα Γεροντικόν, τ. Γ΄, σ. 372, 378).
π. Δημητρίου Μπόκου