Οι πρώτες μέρες του Μαρτίου, που θα έπρεπε να λογίζονται ως προοίμιο της Άνοιξης, έχουν λάβει το χρώμα του πένθους φέτος, μετά από την τραγωδία των Τεμπών. Πολλά έχουν ειπωθεί, περισσότερα μένει να ειπωθούν για το δυστύχημα αυτό που κόστισε τη ζωή σε κυρίως νέα παιδιά που έτυχε να βρεθούν στο μοιραίο τραίνο, γεγονός που καθιστά τον πόνο πολύ βαρύτερο, αλλά και την ευθύνη της κοινωνίας πολύ μεγαλύτερη απέναντι σε αυτούς που λογίζονται ως το ίδιο το μέλλον της. Ό,τι κι αν προσπαθήσει να πει κανείς θα είναι λίγο μπροστά στον πόνο και τη θλίψη όσων έχασαν τα παιδιά τους, τα αδέρφια, τους φίλους και τις φίλες τους, τους συντρόφους της ζωής τους σ’ αυτή την ολέθρια σύγκρουση. Αυτό που καθιστά σχεδόν καθολικό το πνεύμα της οργής και της θλίψης είναι το γεγονός πως όλοι και όλες μας βάζουμε νοητά τον εαυτό μας στη θέση των πονεμένων. Ναι, θα μπορούσε να ήταν και κάποιο από τα δικά μας τα παιδιά στο μοιραίο τραίνο, κάποια μάλιστα δεν βρέθηκαν εκεί είτε γιατί άλλαξαν γνώμη τελευταία στιγμή είτε διότι κάτι συνέβη και δε μπόρεσαν να ταξιδέψουν τη μοιραία εκείνη νύχτα. Δεν είναι δουλειά όσων εκφραζόμαστε δημοσίως να υποδεικνύουμε υπευθύνους ή να βγάζουμε συμπεράσματα για ενόχους, δικαίως ή αδίκως, μπορούμε, όμως, και πρέπει να εκφράσουμε ερωτήματα και απορίες. Θα επιχειρήσω να θέσω κάποια τέτοια ερωτήματα και λογικές απορίες πριν καταθέσω και μια άποψη σχετικά με δύο μείζονα θέματα που προκύπτουν ως δευτερεύοντα από την τραγωδία. Το θέμα της αδιαφορίας για τον άνθρωπο μπροστά στο κέρδος, αφενός, και το θέμα της σχέσης κράτους και πολίτη στην Ελλάδα αφετέρου.
Για όλους και όλες που παρακολούθησαν το θέμα όλες αυτές τις μέρες (και νομίζω πως δεν υπάρχει άνθρωπος στο πανελλήνιο που να έμεινε ασυγκίνητος από την τραγωδία αυτή), οι απορίες προκύπτουν πηγαία, εφόσον κάποιος σκεφτεί απλά και λογικά. Γιατί τοποθετήθηκε ένας άπειρος σταθμάρχης στον πιο δύσκολο και απαιτητικό σταθμό της συγκεκριμένης γραμμής; Γιατί στα τέλη του 2020 έκλεισε το κέντρο 24ωρης παρακολούθησης κυκλοφορίας, (δευτεροβάθμιος έλεγχος – ο πρώτος είναι ο Σταθμάρχης); Δεν υπήρχε περίπτωση να μην προληφθεί λάθος Σταθμάρχη, γιατί από εκεί ελεγχόταν όλη η κυκλοφορία των τρένων σε όλη την Ελλάδα. Γιατί δεν ελήφθη υπόψη η δημόσια καταγγελία του πρώην Διευθυντή Ασφαλείας και Κυκλοφορίας Αμαξοστοιχιών ΤΡΑΙΝΟΣΕ ο οποίος δήλωσε χαρακτηριστικά ότι ο ίδιος δεν μπαίνει σε τρένο από τα τέλη του 2020; Γιατί σταμάτησε η τηλεδιοίκηση που λειτουργούσε στη Λάρισα και γιατί αποφασίστηκε να μην υπάρχουν δυο σταθμάρχες στη Λάρισα ανά βάρδια; Γιατί από το 2016 ως το 2022 υπήρξε τεράστια καθυστέρηση στην εγκατάσταση και λειτουργία του συστήματος ΕΤCS; Γιατί δεν ελήφθησαν υπόψη τα εξώδικα και οι επιστολές διαμαρτυρίας του σωματείου των εργαζομένων που σχεδόν «προφήτευαν» ένα τέτοιο ή ανάλογο δυστύχημα; Πώς είναι δυνατόν στο 2023 τα τραίνα να λειτουργούν με συστήματα του προπερασμένου αιώνα; Πώς γίνεται να ξέρει κανείς πού βρίσκεται η πίτσα που έχει παραγγείλει αλλά να μη γνωρίζουν οι υπεύθυνοι πού κινούνται τα τραίνα; Και τελικά προκύπτει η έσχατη και μεγαλύτερη απορία, όπως θα τη διατύπωνε ο Χαρίλαος Τρικούπης: «τις πταίει»;
Για την τελευταία αυτή ερώτηση δεν είναι κανείς από εμάς αρμόδιος να απαντήσει, το σίγουρο, όμως, είναι ότι δεν «πταίει» μόνο ο σταθμάρχης που έκανε το μοιραίο σφάλμα. Κι εδώ μπαίνει στην «εξίσωση» το ένα από τα μεγάλα θέματα ου προκύπτουν ως παρεμπιπτόμενα από το τραγικό γεγονός και αφορά την κατάρρευση μιας από τις βεβαιότητες που είχαμε οι νεοέλληνες τα τελευταία χρόνια ή μιας ψευδαίσθησης, αν προτιμάτε. Αναφέρομαι στην βεβαιότητα ότι ζούμε σε ένα κράτος δυτικού τύπου στο οποίο οι σχέσεις του πολίτη με το κράτος είναι σχέσεις αλληλεγγύης και αλληλεξάρτησης. Ο πολίτης προστατεύει το κράτος όπου ζει και το κράτος προστατεύει τον πολίτη, διότι ούτε πολίτης χωρίς ευνομούμενη κοινωνία νοείται, ούτε και κράτος χωρίς πολίτες. Στην προκειμένη περίπτωση οι επιβάτες του μοιραίου τραίνου, αλλά και οι μηχανοδηγοί της εμπορικής αμαξοστοιχίας, επιβαίνουν στα συγκεκριμένα μέσα μαζικής μεταφοράς διότι έχουν εμπιστοσύνη στο κράτος, στο οποίο ζουν, ότι δεν θα τους αφήσει απροστάτευτους και εξαρτώμενους από ένα κάποιο στιγμιαίο ανθρώπινο λάθος. Η ψευδαίσθηση καταρρέει όταν, μετά το τραγικό συμβάν, αποδεικνύεται πως οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του κράτους δεν λειτουργούσαν με τέτοιο τρόπο ώστε να εξαναγκάσουν και την ιδιωτική εταιρεία να λάβει τα μέτρα της ώστε να περιορίσει στο ελάχιστο την πιθανότητα λάθους. Γιατί εδώ δε μιλάμε για τυχαίο περιστατικό (πρόβλημα υγείας στο μηχανοδηγό ή το σταθμάρχη, βλάβη στη μηχανή κ.λπ), εδώ μιλάμε για απροσεξία που θα μπορούσε υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις είτε να αποφευχθεί είτε να μην οδηγήσει στην τραγωδία.
Υπό το πρίσμα αυτό, αντιλαμβανόμαστε την κατάρρευση μιας άλλης βεβαιότητας ή ψευδαίσθησης. Αυτής που λέει ότι στις ανθρώπινες κοινωνίες η ανθρώπινη ζωή είναι αυτή που έχει μεγαλύτερη αξία και θα πρέπει να προστατεύεται με κάθε τρόπο. Η βεβαιότητα αυτή δεν κατέρρευσε ούτε όταν βλέπαμε τα οικονομικά μεγαθήρια να οδηγούν κόσμο και κοσμάκη στην ανεργία και τους νέους μας στη μετανάστευση, όταν διαπιστώναμε ότι η πολιτική βούληση πάει περίπατο μπροστά στην οικονομική πλεονεξία και απειλή, όταν συνειδητοποιούσαμε πως ακόμη και η υγεία μετατρέπεται σε εμπόρευμα. Πλέον γίνεται, με τον πιο τραγικό τρόπο, σαφές πως μπροστά στο κέρδος, δυστυχώς, οι έχοντες και κατέχοντες δεν υπολογίζουν ούτε την ζωή των παιδιών μας. Απομένει ένα τελευταίο αναπάντητο ερώτημα. Τι θα πρέπει να κάνουμε ως κοινωνία απέναντι σ’ αυτό;