Μπορώ ανεπιφύλακτα να πω πως το βιβλίο «Μέρες Κατοχής στην Αθήνα» με υπότιτλο «Ζωγράφου-Γουδί-Κουπόνια», που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε έναν καλαίσθητο τόμο 397 σελίδων από τις εκδόσεις 24 γράμματα, αποτελεί για τη συγγραφέα του έργο ζωής. Η Κατερίνα Μπαλκούρα με πολλή συνέπεια, πείσμα και αγάπη, αλλά και με πολύ κόπο ανέσυρε από την ταραγμένη τριετία 1941-1944 της γερμανικής κατοχής και της αντίστασης ανεκτίμητα διαμάντια της νεότερης ιστορίας.
Θα πρέπει να διευκρινιστεί, ωστόσο, πως έργα όπως αυτό παραμένουν πάντα ανοιχτά. Ο/η συγγραφέας αισθάνεται πως το υλικό δεν είναι μόνο δικό του. Ανήκει και σ’ άλλους. Συνιστά ένα δάνειο που το διεκδικούν πολλοί. Πρόκειται γι’ αυτό που πολύ εύστοχα η Μπαλκούρα σημειώνει στην εισαγωγή της: «χρωστάμε σ’ εκείνους που πρόσφεραν, χρωστάμε σ’ εκείνους που έφυγαν, χρωστάμε όμως και σ’ εκείνους που θα έρθουν». Και πατώντας πάνω σ’ αυτή την ανάγκη παραδίδει στο αναγνωστικό κοινό και στο χρόνο το πόνημά της.
Η Μπαλκούρα ανήκει στους ερευνητές και συγγραφείς που τρέχουν να προλάβουν. Να προλάβουν τους ανθρώπους-ζωντανές αποθήκες αναμνήσεων. Τους καιρούς που αλλάζουν ραγδαία. Τη ζωή, πριν αρχίσει να πέφτει η αυλαία μιας εποχής, πονεμένης και ηρωικής, και να σωριάζεται πάνω της η σκόνη του χρόνου. Ένας αγώνας δρόμου και μια σκληρή αναμέτρηση με το χρόνο η ζωή, όταν επιθυμείς διακαώς να σώσεις τη ζώσα ιστορία μέσα από προφορικές μαρτυρίες.
Η όλη αφήγηση δημιουργεί την αίσθηση πως η συγγραφέας βρίσκεται παντού. Γέννημα-θρέμμα του Ζωγράφου, γνωρίζει άριστα τον τόπο της, αλλά και τους ανθρώπους του: την ψυχοσύνθεσή τους, τις διαπροσωπικές σχέσεις, τη στάση ζωής, τον αέρα τους. Γι’ αυτό και μοιάζει να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του αγώνα κατά του κατακτητή και των συνεργατών του. Αλλά βρίσκεται ταυτόχρονα και σ’ έναν διάλογο με αυτούς που επέζησαν μέσα στο καμίνι του θανάτου και της φωτιάς. Σε όλη την ανάγνωση έχεις την εικόνα όχι μιας συγγραφέως αλλά ενός πολεμικού ανταποκριτή.
Πολύ το αίμα των νέων παιδιών που χύθηκε για τη λευτεριά και την αξιοπρέπεια. Και η συγγραφέας γράφει με το αίμα των αγωνιστών. Είναι μαζί τους. Με εκείνους που δεν τους φόβιζε ο θάνατος μπροστά στον ιερό σκοπό να διώξουν τους κατακτητές απ’ τον τόπο τους. «Γι’ αυτό πήγαιναν στο στρατοδικείο και στη συνέχεια για εκτέλεση φορώντας τα καλύτερά τους ρούχα σαν να πήγαιναν σε γιορτή… Πήγαιναν με το κεφάλι ψηλά», γράφει. Αλλά όσα και να γράψεις για τα παιδιά αυτά του ονείρου και της ουτοπίας, όσα και να πράξεις, αισθάνεσαι πως δε φτάνουν ποτέ για να φέρουν μέσα σου τη γαλήνη και τη δικαίωση πως έπραξες το καθήκον σου απέναντί τους.
Γιατί θα πρέπει να υπογραμμιστεί πως βιβλία όπως το «Μέρες κατοχής στην Αθήνα» δε γράφονται από τη συνείδηση του χρέους και του καθήκοντος· γράφονται από την εσώτερη ανάγκη να τιμήσεις με τις δικές σου δυνάμεις, με το περίσσευμα της ψυχής σου, τους νέους αυτούς «με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες». Τους νέους της Αθήνας που στήνονταν για την εκτέλεση στον τοίχο φωνάζοντας «ζήτω η Ελλάδα»! Το χρέος μπορεί κάποτε να επιστραφεί ή να παραγραφεί. Μα η ανάγκη δεν έχει όρια. Δεν επιστρέφεται και δεν παραγράφεται.
Στα 16 κεφάλαια του βιβλίου ο αναγνώστης παρακολουθεί μιαν αδιάκοπη έντονη δράση. Τρομερές οι αντιθέσεις που δέρνουν και μαστιγώνουν ανηλεώς την κοινωνία. Πρόσωπα και ομάδες κινούνται σαν εκκρεμές πότε προς το μεγαλείο και πότε προς την τραγωδία. Την τραγωδία όχι του πολέμου. Την τραγωδία του ανθρώπου που συντάσσεται με τον κατακτητή και γίνεται ελεεινότερος και κτηνωδέστερος απ’ αυτόν. Γιατί βρέθηκαν εύκολα και στον δικό μας τόπο τα «φιλόδοξα και ιδιοτελή καθάρματα», που φιλοδόξησε να βρει παντού ο Χίτλερ για να εξυπηρετήσουν πρόθυμα τους σκοπούς του. Και φάνηκαν οι Έλληνες συνεργάτες του πιο ναζιστές κι απ’ τους αυθεντικούς Γερμανούς ναζί.
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου περνούν όλα τα μεγάλα γεγονότα που σημάδεψαν την ταραγμένη αυτή εποχή και κατέστησαν την Αθήνα πεδίο αδυσώπητης μάχης. Αλλά η συγγραφέας μένει προσηλωμένη στο θέμα της: στόχος της είναι να επικεντρώσει την αφήγησή της στο μερικό, όπως αυτό τοποθετείται μέσα στο γενικό. Στόχος της είναι να ακουστεί η φωνή των απλών ανθρώπων τού Ζωγράφου και να μείνουν οι μαρτυρίες τους ως μια ιερή παρακαταθήκη, που μπορεί να κάνει καλύτερους τους ανθρώπους του μέλλοντος. Η Κατερίνα Μπαλκούρα, μια νέα επιστήμων, βάζει το δάχτυλο στην πληγή. Με το βλέμμα της προς το μέλλον. φιλόλογος, συγγραφέας
(Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών)
Source: Arta News