Σαν έπιασα τα πρώτα λεφτά στα χέρια μου, μ’ έπιασε μια μανία ν’ αγοράζω συνέχεια παπούτσια. Δυο – δυο τα ζευγάρια κάθε σεζόν, άσχετα αν κολλούσα μόνο σ’ ένα απ’ αυτά και τ’ άλλα έριχναν ύπνο βαθύ στα ντουλάπια.
– Καινούργια παπούτσια, α, πολύ ωραία, μου ’λεγε καμαρώνοντας κάθε φορά ο πατέρας μου και περίμενε να του φέρω κι αυτουνού κανένα ζευγαράκι απ’ τα παλιά, που ωστόσο έμεναν πάντα καινούργια κι αφόρετα.
– Τι τα θέλεις, μωρέ χριστιανέ, τόσα παπούτσια, γέμισε ο τόπος, δεν έχω πού να τα βάλω! Η άλλη φωνή, της γυναίκας μου!
Μα εγώ εκεί! Μπροστά στις βιτρίνες των μαγαζιών, να κοιτάω, να ξεχωρίζω και να περιμένω πότε θ’ ανοίξουν για να δοκιμάσω όσο πιο πολλά γίνεται. Έπαιρνα την τσαντούλα γεμάτη και, αν τα πράματα στο σπίτι ήτανε ζόρικα κι οξυμένα, τα ’κρυβα κάνα δυο μέρες, μέχρι να περάσουν οι μπόρες. Φώναζε πάλι εκείνη.
– Κι άλλα παπούτσια; παπουτσάδικο θ’ ανοίξουμε εδώ πέρα; Νισάφι!
Αλλά πού να καταλάβει αυτή και πού τόσοι άλλοι να νιώσουν τους παιδικούς μας καημούς και τους παλιούς ανεκπλήρωτους πόθους;
Θα είχαμε κλείσει καμιά δεκαετία όταν καταφέραμε να δαμάσουμε τα ποδαράκια μας και να τα κλείσουμε στα στενά κι αφόρητα λάστιχα και πετσιά. Κι αυτό ασφαλώς τρεις τέσσερις χειμωνιάτικους μήνες. Αλλά και τότε, αν βρισκόμασταν σε κάποιο μέρος γλιστερό, έβγαζαν κάποιοι από εμάς τις λαστιχένιες μπότες, αν τις φορούσαν κι αυτές, κι έκαναν ξαγλίστρα πάνω στη λάσπη, κάτι δηλαδή σαν πατινάζ, και προσπαθούσαν να πάνε όσο περισσότερο μπορούσαν γλιστρώντας χωρίς να χάσουν την ισορροπία τους και να πέσουν. Και πολύ το χαίρονταν.
Χιλιόμετρα έκαναν καθημερνά οι μανάδες μας περπατώντας χειμώνα – καλοκαίρι ξυπόλυτες στα χώματα μέσα, πάνω στις πέτρες, στα χορτάρια, στ’ αγκάθια. Κι ανάγκη δεν είχαν τα πόδια τους. Γιατί η πατούσα τους είχε γίνει σαν σόλα σκληρή και δεν την κολλούσεν αγκάθι. Αλλά τα δικά μας πόδια ήταν μόνιμα πληγιασμένα. Σπυριά στα γόνατα απ’ τα πολλά πεσίματα. Στουμπισμένα τα δάχτυλα από τις πέτρες που πάνω τους πέφταμε στα παιχνίδια μας, από κανένα καλάμι που δεν το βλέπαμε, από τίποτα γομαράγκαθα. Και πολύ μας αγάπαγαν οι μύγες και από πάνω μας δεν ξεκόλλαγαν!
Από το Μάρτη ίσαμε το Νοέμβρη οργώναμε τον τόπο ξυπόλυτα. Κι ήταν μια παράξενη περηφάνια να ’σαι ξυπόλυτος και να σκληραγωγείσαι στην άγρια κι άσπλαχνη πολλές φορές φύση. Δέκα, είκοσι, τριάντα παιδιά, όλα ξυπόλυτα, παντελονάκια κοντά, μαύρα βρακιά από μέσα, ραμμένα απ’ της μάνας το χέρι – κρέμονταν τα βρακιά πιο κάτω απ’ τα παντελόνια – τρέχαμε στα λιβάδια και τις λαγκαδιές για κοτσύφια, σκαρφαλώναμε πάνω στα ευκαλύπτια και τις μερχιές για κουρνάβγα, παίζαμε τον κλοτσοντενεκέ, τη γυροκαβάλα και τη μακριά γαϊδούρα και μαζευόμασταν πότε στο γιαλό του Παππούλη, πότε στην Αποθήκη, πότε σε πιο απόμακρα μέρη, χωριζόμασταν σε δυο μαχαλάδες και παίζαμε μπάλα, χτυπώντας με το μεγάλο μας δάχτυλο πότε τίποτα νερατζολέμονα, πότε τίποτα κουβάρια κλεμμένα απ’ τις μανάδες μας, πότε τίποτα σκασμένες παλιές μπάλες γεμάτες με άχυρα, σπάνια καμιάν αληθινή μπάλα. Γιατί τότε λίγοι ήταν εκείνοι οι προνομιούχοι που ο πατέρας τούς έκανε τέτοια χατίρια. Τις πιο πολλές φορές τις κέρδιζαν αγοράζοντας απ’ τον μπάρμπα Γιώργο ή απ’ τον μπάρμπα Φάνια τύχες, δίνοντας αβγά, συνήθως κλεμμένα. Αλλά κι αυτοί που είχαν τη μπάλα, είχαν και τον αγώνα δικό τους.
Είχεν ο Κώτσιος μια μπάλα.
– Φαλ, φώναζε κανένας.
Έπαιρνε τη μπάλα ο Κώτσιος, την έστηνε και κλώτσαγε.
– Φαλ, φώναζε άλλος της αντίπαλης ομάδας.
– Όχ’, έλεγε ο Κώτσιος, θ’κό μας, ο άλλος έσπρωξε.
Αντί να πάει στο ένα τέρμα, πήγαινε στο άλλο η μπάλα. Κι αν επέμεναν οι άλλοι και του πήγαιναν κόντρα, άρπαζεν ο Κώτσιος τη μπάλα του, την έβαζε παραμάσκαλα κι έπαιρνε να φύγει. Και τον παρακαλούσαμε να μείνει εμείς και τα χατίρια του κάναμε. Και φεύγαμε αργά το βράδυ όλα μαζί κι ήταν τα πόδια μας αφανέρωτα απ’ το χώμα και την αρμύρα. Και πέφταμε στα στρώματά μας κι έτσι κοιμόμασταν.
Διοργάνωνε ο «Διαγόρας» αρκετούς το καλοκαίρι ποδοσφαιρικούς αγώνες. Ξυπόλυτοι οι παίχτες και τραβούσανε κάτι μονοκόμματα, φάλτσα και μύτα που αν σ’ έβρισκαν μπροστά τους, μπορεί και να σε σκότωναν. Πολύ βασανίστηκαν όταν τους υποχρέωσαν αργότερα, σαν αναγνωρίστηκε η ομάδα κι έγιναν επίσημοι οι αγώνες, να βάλουν τα πόδια τους σε δερμάτινα αθλητικά. Και νομίζαμε εμείς οι μικρότεροι τότε πως πάει το ποδόσφαιρο, χάλασε!
Ήταν και κάποια παιδιά που οι μανάδες τους δεν τ’ άφηναν να γυρνούν ξυπόλυτα. Τα μικρότερα συνήθως της οικογένειας ή τίποτε μοναχοπαίδια. Αλλά αυτά θέση δεν έβρισκαν εύκολα στις παρέες και στα παιχνίδια μας.
– Ποδέσ’, μάνα μ’, φώναζε η Θοδώρα στο Στάθη.
– Παράτα μας κι εσύ, γκρίνιαζε ο Στάθης, αλλά αλλιώς δεν μπορούσε να κάνει.
– Τα παπούτσια σ’, Ζώη, φώναζε κι η Χριστίνα κι έτρεχε πίσω του να του τα φορέσει με τα χέρια της.
– Δε θέλω, γαμώ τη μάνα σ’, έλεγε ο Ζώης και κλοτσούσε και τα παπούτσια του και τη μάνα του.
Τα φορούσε, μα σαν ξεμάκραινε λίγο κι έφτανε έξω απ’ τα Διαμανταίικα τα ’βγαζε και τα πέταγε σε κανένα χαντάκι και φόβο δεν είχε μην τα κλέψει κανένας. Πού τολμούσεν ο Ζώης να παρουσιαστεί ποδεμένος στο Θάκια, που ήταν τα πόδια του απ’ τ’ αλάτι της θάλασσας και τον ήλιο άδεια από κρέας και νεύρα γεμάτα και πέτσες!
Με τις πρώτες βροχές του Φθινόπωρου και πριν πιάσουν ακόμα τα κρύα, πλατσουρίζαμε μέσα στις μικρές λίμνες και, πότε με το μεγάλο μας δάχτυλο, πότε με τη φτέρνα μας, σκάβαμε το χώμα κι ανοίγαμε μικρά ρυάκια για να φύγουν τα νερά, να παν’ στα χαντάκια, για να τα βλέπουμε εμείς να κυλούν, να πετάμε ξυλαράκια μέσα, χαρτάκια, βαρκούλες και ν’ ανοίγει η ψυχή μας και να φεύγει μακριά!
Μόνο προς το τέλος του Αηδμήτρη, βάζαμε με το νου μας να θυμηθούμε πού είχαμε πετάξει το Μάρτη τα παπούτσια μας και ψάχναμε εδώ κι εκεί να τα βρούμε.
Περίμενε ο δάσκαλος κάποια χρονιά τον επιθεωρητή να ’ρθει. Χτύπησε ο σήμαντρος, μαζευτήκαμε όπως – όπως στην αυλή, πήγαμε να κάνουμε προσευχή, ο δάσκαλος κοιτούσε τα ποδάρια μας με οργή. Σαν τέλειωσε κι η προσευχή,
– Τσακιστείτε, κοπρίτες, μας λέει, να πάτε να πλυθείτε καλά, ν’ αλλάξετε ρούχα και να βρείτε τα παπούτσια σας να τα βάλετε. Κοιτάξτε μη μου ’ρθετε πάλι ξυπόλυτα εδώ!
Ξαμολυθήκαμεν όλα σχεδόν τα παιδιά κι αρχίσαμε να ψάχνουμε με αγωνία στις παραβόλες, κάτω απ’ τις ροδιές, στα φουρνοκάλυβα και τους αχερώνες, πάνω στις πορτοκαλιές και τις σκαμνιές. Έφαγα όλο τον τόπο. Κι ύστερα από πολλήν ώρα σαν κάτι να φώτισε το μυαλό μου και θυμήθηκα που αρχές Μάρτη είχα παρατήσει κάτι τρύπια πάνινα παπουτσάκια, που τα λέγαμε τένις, κάτω από μια μεγάλη πορτοκαλιά. Τα βρήκα σχεδόν σάπια και διαλυμένα, πουθενά κορδόνια, είχαν απομείνει μονάχα οι λαστιχένιες σόλες τους και κάποια κομμάτια πανί. Τα φόρεσα όπως – όπως και κατέφτασα στην ώρα μου. Γέμισε πάλι η αυλή με παιδιά που έμοιαζαν με παπουτσωμένους γάτους και δυσφορούσαν με τούτη την αναπάντεχη ξαφνική τιμωρία. Τα πιο πολλά δε βρήκαν δικά τους παπούτσια. Μέσα στο αδιέξοδο και κάτω απ’ το φόβο του δάσκαλου, άρπαξαν ό,τι βρήκαν μπροστά τους: του πατέρα τους, των μεγαλύτερων αδερφών τους, ακόμη και τίποτε γαλότσες της μάνας τους. Και φαίνονταν τα παπούτσια που φόραγαν διπλάσια απ’ τα πόδια τους!
Με τέτοια παιδικά χρόνια, πώς, μωρή γυναίκα, να μην έχεις τα ντουλάπια γεμάτα με όλων των λογιών τα παπούτσια!
(Από τη συλλογή «Πηγάδια και πήγασοι – Αφηγήματα της δραχμούλας)
Source: Arta News