Θα παίζαμε αμέριμνα. Και ανοιξιάτικο θα ’ταν απόγευμα. Όταν ξάφνου ακούσαμε κάτι παράξενες φωνές: κάτι σαν γραμμόφωνο και κάτι σαν τελάλη. Λόγια παράξενα έλεγε, μυστήρια κι αλλιώτικα για τ’ αφτιά μας, που τα ίδια και τα ίδια είχαν συνηθίσει ν’ ακούνε. Σκοτωθήκαμε να κατεβούμε από τις πορτοκαλιές, να βγούμε από τις τσουκνίδες και τις καλαμιές, να πεταχτούμε έξω απ’ τις καλύβες, να ξετρυπώσουμε απ’ τα χαντάκια και τις πόστες με τα ξύλα. Ένα τσούρμο παιδιά, ξυπόλυτα, άνιφτα, με κοντά, βρώμικα και μπαλωμένα παντελονάκια, με άπλυτα και σχισμένα πουκαμισάκια και μπλουζάκια σε μηδέν χρόνο μαζευτήκαμε γεμάτα απορία και θαυμασμό στο σταυροδρόμι. Τι να δούμε! Ένα κλειστό αυτοκινητάκι χοροπήδαγε αργά – αργά πάνω στις πέτρες του δρόμου κι ένα πραματάκι στην οροφή του τραγουδούσε και φώναζε. Κοιταζόμασταν με απορία και προσπαθούσαμε να μαντέψουμε τι είναι πάλι αυτό εδώ που μας παρουσιάστηκε!
– Ο κινηματογράφος του χωριού, του Εθνικού Ιδρύματος, θα παρουσιάσει απόψε στο χωριό σας την ανεπανάληπτη ταινία «Ο αγαπητικός της Βοσκοπούλας», έλεγε το πραματάκι.
Τα χάσαμε εμείς. Τι είναι ο κινηματογράφος; Τι θα πει Εθνικό ίδρυμα; Στυλώσαμε καλύτερα τ’ αφτιά μας.
– Όλοι οι χωριανοί θα πρέπει απόψε να απολαύσουν την ελληνική λεβεντιά της ελληνικής υπαίθρου… Δεν πρέπει να χάσει κανείς το αριστούργημα του ελληνικού κινηματογράφου, που θα σας κάνει όλους να πνιγείτε στο κλάμα και να χοροπηδάτε απ’ τα γέλια.
Αρχίσαμε κιόλας να χοροπηδάμε από τη χαρά μας και την τρέλα μας. Κι ας μην ξέραμε τι ήταν αυτό. Πάντως νιώθαμε πως κάτι καλό θα ήταν, αφού έπρεπε όλοι οι χωριανοί να δούνε αυτό το αριστούργημα. Τρέχαμε πίσω απ’ το αυτοκινητάκι και δε χορταίναμε να ακούμε τα τραγούδια του και τις φωνές του. Φέραμε γύρω σχεδόν ολόκληρο το χωριό και μόνο σαν σουρούπωσε γυρίσαμε στα σπίτια μας να συμμαζευτούμε κάπως και να πάμε το βράδυ στον κιματόγραφο.
Θα είχε βασιλέψει ο ήλιος όταν αρχίσαμε, πρώτα τα παιδιά, να μαζευόμαστε στο μαγαζί του Τσίνα. Πέτρινο καφενεδάκι, χαμηλοτάβανο, με μικρά παράθυρα. Κρέμασε ο Εθνικό Ίδρυμα ένα άσπρο πανί στον τοίχο, πίσω από τα καφεκούτια και τα φλιτζάνια, έστησε μια μηχανή στην άλλη άκρη του μαγαζιού και μετά κάθισε κι έπινε τον καφέ του.
Άρμεξαν κι οι γυναίκες τις αγελάδες και τα πρόβατα, κούρνιασαν τις κότες τους, έβαλαν μερικές τα καλά ρούχα τους και κατέφταναν κι αυτές σιγά – σιγά και κουβεντιάζοντας στο μαγαζί για να δουν τον κιματόγραφο. Εκεί και οι άντρες. Σαν έπαιρνε να πέφτει για καλά το σκοτάδι και να γεμίζει το μαγαζί, ο Εθνικό Ίδρυμα ξαναφώναξε πως σε λίγη ώρα αρχίζει η προβολή και διαφήμισε για άλλη μια φορά το αριστούργημα του ελληνικού κινηματογράφου.
Φίσκα το μαγαζί του Τσίνα. Οι τυχεροί πρόλαβαν κι έπιασαν τις καρέκλες. Οι άλλοι όρθιοι και στριμωγμένοι. Πολλοί στην πόρτα και στα παράθυρα. Κοντεύαμε να πάθουμε ασφυξία απ’ το πολύ στρίμωγμα και να μας φύγει ο λαιμός απ’ το πολύ τέντωμα.
Γράμματα στην αρχή, μουσική, βουβαμάρα. Ακουγόταν μόνο ο μονότονος και κουραστικός θόρυβος της μηχανής. Ζωντανοί μετά άνθρωποι μπροστά μας! Που μιλούσαν, τραγουδούσαν, χόρευαν, έλεγαν αστεία, πειράζονταν, γελούσαν. Πήγαμε να τρελαθούμε! Τι ήταν τούτο εδώ το πράμα! Τα χάσαμε περισσότερο εμείς τα παιδιά. Μας ερχόταν να πάμε δίπλα στο πανί να τους πιάσουμε, να τους αγγίξουμε, να τους μιλήσουμε. Γελούσαμε δυνατά όλοι μαζί, φωνάζαμε, κάναμε χειρονομίες, απαντούσαμε εμείς αντί για κείνους, τους μιλούσαμε, τους συμβουλεύαμε, τους μουντζώναμε, τους προειδοποιούσαμε, τους απειλούσαμε.
Μερικοί γίνονταν αφόρητα εκδηλωτικοί και δεν άφηναν τους άλλους ν’ ακούσουν. Με τον Καραγκιόζη τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Εκεί βλέπαμε σκιές πίσω από ένα πανί και ακούγαμε φωνές, αλλά ξέραμε πως πίσω από αυτό ήταν ο Καραγκιοζοπαίχτης. Κι αυτά που βλέπαμε ήταν φιγούρες, που δεν άνοιγαν το στόμα τους. Δίπλωναν λίγο τη μέση τους, κουνούσαν κανένα χέρι, χτυπούσαν καμιά φορά τα πόδια τους που φαίνονταν σαν κρεμασμένα, σήκωνε κι ο Καραγκιόζης τη μακριά του χερούκλα και καρπάζωνε το Χατζηβάτη, αλλά πάλι ζωντανοί άνθρωποι δεν ήταν. Όχι πως δε συμμετείχαμε και στις υποθέσεις του Καραγκιόζη… Φωνάζαμε κι εδώ, γελούσαμε με την καρδιά μας, το παίρναμε πάνω μας με τις εξυπνάδες του Καραγκιόζη, που ήταν φτωχός και πεινασμένος όπως κι εμείς, αλλά πάλι τα κατάφερνε, θες στα όνειρά του, θες στην αλήθεια… Μια φορά που έπαιζε το έργο «Ο Καραγκιόζης και το φάντασμα», απ’ το φόβο μου δεν άντεξα και με όλες τις προφυλάξεις, για να μην καταλάβουν τίποτε οι άλλοι, έπιασα μιαν ακρούλα και περίμενα να τελειώσει για να πάω με τους άλλους στην καλυβούλα μου. Όμως αυτό που τώρα είχαμε μπροστά μας φαινόταν ανεξήγητο. Ένα πανί γεμάτο ανθρώπους, σπίτια, δρόμους. Πότε να δείχνει ετούτο, πότε το άλλο! Ένα άσπρο πανί!
Μικρά εμείς τότε. Προσπαθούσαμε να πατήσουμε στις μύτες των ποδιών μας για να μπορέσουμε κάτι να δούμε, ένα κομμάτι έστω απ’ το ζωντανό πανί, γιατί, να πεις πως καταλαβαίναμε και τι βλέπαμε και ακούγαμε, πως μπαίναμε στην ιστορία του έργου, λάθος θα κάνεις. Με λυπήθηκε ο πατέρας μου και με ανέβασε στις πλάτες του. Με πήγε σε άλλους κόσμους! Φουστανέλες, τσαρούχια, φέσια, λαγκάδια, ποταμάκια, κλαρίνα, όμορφες κοπέλες με μακριά φουστάνια και πεντακάθαρα πρόσωπα, παλικάρια με κάτι τεράστια και κατάμαυρα μουστάκια, κόσμος που έκλαιγε, κόσμος που γελούσε. Όλα μπροστά μου, και τα μάτια μου τεράστια απ’ το θαυμασμό και την απορία. Τι να δεις! Υπήρχε κι άλλος κόσμος, που ούτε καν μας πήγαινε στο νου πως υπάρχει!
Κάποιοι είχαν κιόλας μάθει τα μικρά ονόματα των ηρώων και έπιαναν και την κουβέντα μαζί τους, λες και γνωρίζονταν από παλιά.
– Άντε, Φωτάκ’, θα σε πάρ’ ο ύπνος!
– Άι κι σ’ μπήκε ο διάολος, μωρή, Μυγδάλου! Άι και σε πιάσ’ ο πατέρας σ’…
– Ορέ γ’ναίκες μ’, ίδιος ο Πιντιλής τσ’ Κώτσινας ιτούτος ιδώια… Για να σε δούμε, μαρέ, καλύτερα. Κάνε ιδώθε.
Σε κάποια σκηνή ο Φωτάκ’ς καθόταν μόνος του, πιθανόν σε μέρος έρημο. Λίγο μακρύτερα δυο – τρεις ετοιμάζονταν να τον σκοτώσουν. Ο άτιμος ο σκηνοθέτης έδειχνε μια το Φωτάκη και μια εκείνους που πήγαιναν να τον σκοτώσουν. Καταλάβαμε όλοι πως σε λίγο ο Φωτάκ’ς δε θα υπήρχε. Βλάκας αυτός, δεν καταλάβαινε τίποτε. Αγωνία εμείς. Στον κόσμο του αυτός. Οι άλλοι πλησίαζαν, δυνάμωνε η μουσική, δυνάμωναν και οι δικές μας κραυγές αγωνίας, αλλά αυτός μυρουδιά δεν έπαιρνε.
– Φύγε, Φωτάκ’, αρχίσαμε όλοι να του φωνάζουμε. Τίποτε αυτός.
– Έρχονται Φωτάκ’, θα σ’ ν’ ανάψουν… Φεύγα, μωρέ χαμένε! Μ’ αυτός δε σήκωνε καν το κεφάλι να μας δει. Απορροφημένος στη δουλειά του.
– Δεν ακούς, μωρέ, ξεκουτιασμένε, φώναζαν άλλοι με μεγαλύτερη αγωνία και απλώνανε τα χέρια μπροστά. Κάποιοι μάλιστα απ’ τα μπροστινά καθίσματα σηκώνονταν όρθιοι και τους τραβούσαν οι άλλοι να καθίσουν κάτω γιατί δεν έβλεπαν. Άλλοι φώναζαν και έβριζαν τους δολοφόνους του.
– Πού πάτε, μωρέ ζαγάρια, να σας πάρ’ ο διάολος τον πατέρα…
– Αχ, δε μπορεί να σας φ’λάξ’ καρτέρ’, να σας πω ιγώ τι θα πει Φωτάκ’ς…
Αλλά ο σκηνοθέτης τα είχε ήδη φτιάξει τα πράγματα. Κι έπρεπε ο Φωτάκ’ς να πεθάνει. Κι ο Φωτάκ’ς δεν πρόλαβε να κάνει κιχ. Τον βρήκαν αμέσως οι σφαίρες, γέμισαν τα χέρια του αίμα, έγειρε και ξεψύχησε! Πίκρα εμείς. Τον μούντζωναν άλλοι:
– Να, καλά να πάθ’ς. Πού τα ’χες τ’ αφτιά σου…
Κι άλλοι έσφιγγαν τα δόντια με οργή για τους δολοφόνους και τους απειλούσαν:
– Πού θα πάτε, κιαρατάδες. Το κεφάλ’ σας μια βολά θα το φάτε.
Τον άλλο μήνα ξανάρθε ο Εθνικό Ίδρυμα. Μας ξανακάλεσε να δούμε τη «Γκόλφω», την «Αστέρω» ή κάτι τέτοιο. Τρέξαμε πάλι στους δρόμους δίπλα στο αυτοκινητάκι του και προσπαθούσαμε να πιάσουμε και κουβέντα μαζί του. Μαζευτήκαμε πάλι το βραδάκι, κάπως πιο εξημερωμένοι τώρα, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών. Γιατί σε κάποια πάλι από τις πρώτες σκηνές τα χάσαμε κι αρχίσαμε να κοιταζόμαστε και να μιλάμε μεταξύ μας.
– Ο Φωτάκ’ς, φωνάξαμε όλοι σχεδόν με μια φωνή.
– Ο Φωτάκ’ς, επανέλαβαν κι όσοι δεν κατάλαβαν με την πρώτη και δεν πρόλαβαν να φωνάξουν.
– Γεια σ’, Φωτάκ’, άλλοι.
Μερικοί άρχισαν να σταυροκοπιούνται και να διαμαρτύρονται.
– Ορή κουμπάρα, δε σκοτώθ’κι ο Φουτάκ’ς ν’ άλλ’ βολά; Να φ’λάει ο θεός!
– Για στάκα, ορή κουμπάρα. Γκιο μ’ φαίνιτι δεν τον λιένε τώρα Φωτάκ’.
Ο Φωτάκ’ς είχε αλλάξει όνομα, είχε αλλάξει ρούχα, ρόλο, κατάσταση. Έπρεπε να περάσει πολύς καιρός, να γεμίσει ο τόπος κινητούς κινηματογράφους, να δούμε και να ξαναδούμε τους ίδιους πρωταγωνιστές κάθε φορά με διαφορετικό όνομα και διαφορετικό ρόλο, να ταξιδεύουμε μαζί με τον Ξανθόπουλο και να κλαίμε μαζί με τη Μάρθα Βούρτση, για να καταλάβουμε κάποτε πως όλα αυτά γίνονται στα ψέματα.
Και δεν καταλάβαμε όλοι.
Τη μεγάλη εβδομάδα συνήθιζαν οι κινηματογραφιστές της εποχής, ο Κουρκούτας κι ο Σακέλλιος απ’ το Κομπότι, ο Μάλλιος απ’ το Κομμένο, ο Λάκης Παπαδόπουλος από τη Γραμμενίτσα, άλλοι από άλλα χωριά, να προβάλλουν ταινίες με τα πάθη του Χριστού. Αν ο καιρός ήταν καλός, έπαιζαν έξω, στην αυλή κανενός καφενείου, ακόμη και στην αυλή κάποιου σπιτιού. Αλλιώς έπαιζαν μέσα στο καφενείο.
Οι άνθρωποι, ιδιαίτερα οι γυναίκες, είχαν τότε καλή μνήμη. Θυμούνταν τη μία χρονιά τι είχαν δει την προηγούμενη. Δίπλα στον μπάρμπα Μήτσιο η κάκω Μήτσιαινα κοίταζε με απορία και ανησυχία. Γύριζε από δω, γύριζε από κει, κοίταζε τους άλλους, μπα και σκέφτονται κι αυτοί το ίδιο. Πάντως κάτι δεν της πήγαινε καλά φέτος.
– Α μωρ’ Μήτσιο, αποφάσισε τελικά και του λέει σχεδόν ψιθυριστά στ’ αφτί για να μην ακούνε άλλοι. Σαν αδύνατος μ’ φαίνετι φέτος ο Χριστούλ’ς.
Αλλά ο μπάρμπα Μήτσιος δήθεν αγαναχτισμένος:
– Τι θέλ’ς, ορέ Μήτσιαινα, να ’ναι! Πούλ’σαμαν πορτοκάλ’ φέτος; Πήραμ’ λιπτά από π’θινά; Φτώχεια! Σάγκι ο Χριστός μαναχά είναι αδύνατος; Δε τ’ς βλιέπ’ς, να πούμι, που ’νι ούλ’ ψόφιοι απ’ τ’ μπείνα!
(Από τη συλλογή «Πηγάδια και πήγασοι – Αφηγήματα της δραχμούλας)
Source: Arta News