Δημήτρη Βλαχοπάνου
– Αργούμε, πατέρα, να φτάσουμ’ στ’ Κάτ’ Παναγιά; τον ρώτησα σχεδόν τρέμοντας, μισή ώρα αφότου έφυγε το λεωφορείο απ’ το χωριό.
– Αργούμε λίγο, απάντησε εκείνος, χωρίς να προσθέσει τίποτε άλλο.
Πρώτη φορά ερχόμουν στην Άρτα, ’κείνον το Σεπτέμβρη του 196.. Πολλές φορές τον παρακάλεσα να με πάρει μαζί του. Γιατί φάνταζε η πόλη στα μάτια μας τότε κάτι σαν όνειρο και σαν παραμύθι. Κάποτε έπαιζαν τ’ άλλα παιδιά και χάιδεψαν ένα σκυλί που είχε λύσσα. Την άλλη μέρα κουβαλήθηκαν όλα στο γιατρό και τους έμπηξε στον αφαλό κάτι ενέσεις να! Τρόμαξαν, είπαν, και πόνεσαν. Αλλά εγώ πολύ στενοχωρήθηκα που δεν ήμουν εκεί και δε χάιδεψα το σκυλί και δεν κινδύνεψα να πάθω λύσσα, για να ’ρθω κι εγώ στο γιατρό, να δω την πόλη με τα δικά μου μάτια. Γιατί άλλο να σου λένε κι άλλο να τη βλέπεις.
– Θα με πάρ’ς κι μένα σ’ν Άρτα, πατέρα; τον παρακαλούσα συχνά.
– Α πα πα πα πα, με απόπαιρνε εκείνος. Θέλ’ς να φ’λήσεις τον κώλο τ’ αράπ’;
– Κι πού είναι αυτός ο αράπ’ς, πατέρα;
– Πού είναι; Στ’ Κάτ’ Παναγιά! Στου μαναστήρ’!
– Κι γιατί, πατέρα, φ’λιούμε τον κώλο τ’ αράπ’;
– Όποιος πρωτοπάει σ’ν Άρτα, κατεβαίν’ απ’ το λιφορείου στ’ Κάτ’ Παναγιά, φ’λιεί τον κώλο τ’ αράπ’, ξαναμπαίν’ στου λιφορείου και πάει στη δ’λειά τ’.
– Κι άμα πάω στο γυμνάσιο, πατέρα;
– Θα τον φ’λήσεις και θα πας κι εσύ στη δ’λειά σ’. Μια φορά φ’λιούμε τον κώλο τ’ αράπ’.
Μου ’πε μετά, σαν περάσαμε την Κάτω Παναγιά και φτάναμε στου Μπαϊκούση, πως ήμουν τυχερός, γιατί κοιμόταν ο αράπ’ς. Τώρα δεν είχα πια φόβο, όσες φορές κι αν ερχόμουν στην Άρτα, να φιλήσω τον κώλο του.
Πρωτομπήκαμε στο γυμνάσιο. Παράξενα όλα. Άλλο το δημοτικό κι άλλο το γυμνάσιο. Μας μιλούσαν οι καθηγητές μας, αλλά πού να καταλάβουμε εμείς! Μυστήρια η γλώσσα τους. Το νερό το λέγανε ύδωρ. Το ύδωρ συνίσταται εκ δύο στοιχείων, του οξυγόνου αφενός κατά εν μόριον και του υδρογόνου αφετέρου κατά δύο μόρια. Ούτε ξέραμε τι ακούγαμε. Λέγανε η κόνις, κι έπρεπε εμείς να βλέπουμε σκόνη. Αλλού έγραφαν «απαγορεύεται αυστηρώς το καπνίζειν» ή «μη πτύετε εις το δάπεδον» ή «εισέρχεστε ησύχως» και νομίζαμε πως όλα αυτά δε ήταν για μας.
Μεγάλες, ψυχρές και σκοτεινές οι αίθουσες, με πενήντα, εξήντα παιδιά, άλλα δεκατριών, άλλα δεκαπέντε, άλλα δεκάξι χρονών, στην ίδια τάξη όλα. Νιώθαμε σαν φυλακισμένα. Γύρω – γύρω ο κώλος μας, λες κι είχε σκουλήκια! Δε μας χωρούσε ο τόπος. Βγαίναμε στα διαλείμματα και τρέχαμε να βρεθούμε με τ’ άλλα παιδιά του χωριού, που, σαν να έδιναν ραντεβού, έπιαναν πάντα την ίδιαν ακρούλα. Ούτε σκέψη να παραστρατήσει κανένα και να πάει σε ομάδα παιδιών άλλου χωριού.
Ήταν κι ένας φυσικός ή φυσιογνώστης. Πειραιώτης, όπως μας είπαν κι όπως φαινόταν απ’ τη μαγκιά του. Τουμπέλη τον λέγανε. Υπερκινητικός. Δεν καθόταν στην έδρα ποτέ. Έφερνε γύρω στα θρανία. Αυτός έλεγε, αυτός καταλάβαινε. Τον κοιτούσαμε εμείς, κοιταζόμασταν μεταξύ μας κι άκρη δε βγάζαμε. Επί δύο μήνες δεν πιάναμε λέξη. Βιβλία δεν είχαμε, για να καταλάβουμε κάτι. Κι όταν τα είχαμε, μας υποχρέωναν να μην τα ανοίγουμε.
– Να τα ανοίγετε στο σπίτι σας, μας έλεγαν. Εδώ θ’ ακούτε αυτά που θα σας λέμε εμείς.
Εμείς κάναμε καλά και δεν τα ανοίγαμε ούτε στο σπίτι, άλλωστε δεν είχαμε και κανέναν να μας δείξει πώς ανοίγουμε και πώς διαβάζουμε ένα βιβλίο.
– Το μάθημα το οποίον θα σας διδάξω είναι η ζωολογία και η φυτολογία, μας είπε όταν μπήκε για πρώτη φορά στην αίθουσα και μας κοίταξε αφ’ υψηλού.
Τον κοιτούσαμε εμείς και κρατούσαμε, όπως κι αυτός, τις αποστάσεις. Ποιος να τολμήσει να κάνει και το παραμικρό ερώτημα! Κι αυτός συνέχιζε:
– Θα ασχοληθούμεν εν πρώτοις με την γαλήν. Η γαλή είναι εν οικιακόν ως επί το πλείστον ζώον, αιλουροειδές, ομοιάζον μετά της τίγρεως της αγρίας.
Ανησυχήσαμε στην αρχή και δεν ξέραμε περί τίνος πρόκειται, αλλά ίσως αυτά να μην είναι για μας, σκεφτόμασταν. Αυτός συνέχιζε επί ολόκληρες εβδομάδες να παραδίδει τα μαθήματα ζωολογίας σχετικά με την γαλήν. Ευτυχώς δε ρωτούσε.
– Η γαλή ανήκει εις τα θηλαστικά. Η κυρία τροφή της είναι οι μύες, αι σαύραι και άλλοι τινές μικροοργανισμοί, αφθονούντες εις τους σκιώδεις και υγρούς τόπους.
Έψαχνε ο ένας στα μάτια του άλλου να μαντέψει για ποιο πράγμα τόσος γίνεται λόγος. Κάναμε και νοήματα, αλλά πάλι άκρη δε βρίσκαμε.
Μα κι όταν φεύγαμε απ’ το σχολείο, δε νοιαζόμασταν να ρωτήσουμε, να μας πει κάποιος άλλος τι είναι επιτέλους τούτη η γαλή, αν βέβαια κι αυτός ήξερε. Αλλά και πάλι, νιώθαμε μέσα μας έναν φόβο, μη φανούμε χωριάτες και βλαχαδερά. Κι έτσι σωπαίναμε. Κάποια στιγμή, λέγαμε, μπορεί να του ξεφύγει κάτι πιο απλό και να καταλάβουμε. Αλλά αυτός εκεί:
– Το πεπτικόν σύστημα της γαλής… το αναπνευστικόν σύστημα της γαλής… η γαλή αναπαράγεται με… η ηλικία της γαλής…
Μεγάλο μπέρδεμα.
– Ρε Κώτσιο, τι σκατά είναι αυτή η γαλή;
– Ξέρω γω, μωρέ. Να ’ναι γαλλίδα λες;
Περνούσαν οι μέρες, είχαμε βαρεθεί ν’ ακούμε για τη γαλή, αλλά γαλή να μη βλέπουμε. Και σαν να μην έφτανε αυτό. Ο Τουμπέλης, ασχολούμενος και με το μάθημα της φυτολογίας, αμέσως μετά την γαλήν, μας ομιλούσε και περί φασιόλου.
– Φασίολος ο κοινός. Πρόκειται περί ποώδους φυτού, το ύψος και η σύστασις του οποίου ποικίλλουν αναλόγως του είδους του και της περιοχής εις την οποίαν καλλιεργείται.
Άλλο μανίκι αυτό.
– Τι είναι, ρε Μήτσιο, αυτός ο φασίολος;
Κανένας δεν ήξερε. Έμοιαζε βέβαια η προφορά του με το φασόλι, αλλά τι τον πείραζε τον αθεόφοβο να μας το πει φασόλι! Αλλά το χαβά του αυτός:
– Τα φύλλα του φασιόλου ομοιάζουν προς τας παλάμας της ανθρωπίνης χειρός, είναι χρώματος πρασίνου και φέρουν επί αυτών μεμβράνας αοράτους δια κοινού οφθαλμού!
Είχαμε παραιτηθεί από κάθε αναζήτηση. Δεν πάει να ’ναι ό,τι θέλει!
Πέρασε δίμηνο όταν, μαζί με τ’ άλλα βιβλία, πήραμε στα χέρια μας και την ζωολογίαν και φυτολογίαν. Μας έφαγε η περιέργεια. Τι να δούμε! Επί δύο μήνες μαθαίναμε δια την γαλήν, ήγουν την γάταν, και δια τον φασίολον, ήγουν το φασούλι!
vΠεριττόν, αλλ’ αναγκαίον δια την ιστορίαν, να σημειωθούν και ταύτα: εις την ψάθαν, εφ’ ης εκοιμώμεθα πέντε ή εξ, ενίοτε δε και επτά και οκτώ και δέκα, αδελφοί, εκοιμώντο μεθ’ ημών γαλαί τινες, άλλως πως γάτες αι κοιναί, αίτινες συχνάκις εροχάλιζον ομού μεθ’ ημών, πλην όμως αύται εξυπνίζοντο συχνάκις υπό του ελαχίστου θορύβου και περιεφέροντο εν μέσω των σκουτίων των χρησιμευομένων ως κλινοσκεπασμάτων. Εν, πάλιν, των ηγαπημένων παιχνιδίων μας ήτο η αγρία καταδίωξις γαλής τινος υπό τινος κυνός, του αγριωτάτου κατά το μάλλον ή ήττον. Ότε η γαλή έντρομος ανεζήτει σωτηρίαν αναρριχωμένη εις τους κλώνους δένδρου τινός, ημείς μετά καλάμων ανά χείρας επιέζομεν ταύτην ίνα κατέλθη βιαίως του δένδρου και ευρεθή εις τους οδόντας του κυνός, όστις υλάκτει μανιωδώς και ηπείλει την δύστυχον με εξόντωσιν.
Η δε μήτηρ καθ’ εκάστην σχεδόν πρωίαν επλήρου φασιόλων, παραγομένων υφ’ ημών, τεραστίαν μέλαιναν χύτραν, κοινώς τέντζερην, ίνα παραθέση εις τα μέλη της οικογενείας της δέκα μερίδας την μεσημβρίαν και τοσαύτας την βραδυνήν, ει μη ετύγχανε φιλοξενούσα συγγενείς ή κουμβάρους, ότε η χύτρα επληρούτο φασιόλων και εκάθητο επί της πυρεστίας και τας απογευματινάς ώρας.
(Από τη συλλογή «Πηγάδια και πήγασοι – Αφηγήματα της δραχμούλας)
Source: Arta News