Ήτανε όμορφος τούτος τόπος. Περιβόλι του θεού έμοιαζε. Ευλογημένος, λέγανε, τόπος. Δέντρα πολλά. Βλάστηση και νερά. Φούσκωνε τις μπούκες του το απαλό αεράκι και γέμιζαν οι πλαγιές των βουνών πεύκα, έλατα, αγριοκαστανιές, πλατάνια, ασφάκες, βελανιδιές. Έπιαναν σβώλους χώμα στα χέρια οι αγρότες του κάμπου και νιώθανε πως έτσι απαλό και αφράτο πλάστηκε το κορμί τους. Ανοίγανε λάκκους και φύτευαν πορτοκαλιές, λεμονιές, μανταρινιές, ελιές. Καμιά φορά φύτευαν, στις άκρες πάντα των περιβολιών τους, μια μηλιά, δυο μουριές, ένα κλήμα, δυο συκιές, μια βερικοκιά, μιαν αχλαδιά… Και τα παιδιά σκαρφάλωναν πάνω στα δέντρα για να γλυκάνουν το στυφό στοματάκι τους, πληρώνοντας πολύ ακριβά καμιά φορά την παρανομία τους τούτη, όταν έφτανε με το βαρύ βήμα του ο αγροφύλακας και γυάλιζαν τα μεταλλικά κουμπιά της στολής του στον ήλιο.
Παράδεισος φάνταζαν τα βουνά με τα πολλά νερά και τα δέντρα. Δέντρα περήφανα και ψηλά, λυγερά, ντελικάτα κι αγέρωχα. Κι ήτανε κάποιες φορές που έμοιαζε ο κάμπος σαν ένα ατέλειωτο εργοτάξιο. Φύτευαν, φύτευαν και τελειωμό δεν είχαν οι νοικοκυραίοι, σαν άνοιξαν οι δρόμοι και γίνονταν τα μανταρίνια και τα λεμόνια τους, τα πορτοκάλια τους κι οι ελιές τους μάτσα χιλιάρικα, κρυφά φυλαγμένα στων μπαούλων τις άκρες, και ζέσταιναν την καρδιά τους, ημέρευαν τους κόπους τους κι αβγάτιζαν τις ελπίδες τους, γιατί τα μετρητά γίνονταν προίκα για την κοπέλα που έφτασε σε ηλικία, για το παιδί που ήταν στα γράμματα.
Φτωχοί, με τα λίγα που πολλά τους φαίνονταν, οι άνθρωποι εκεί πάνω στις ράχες των βουνών, γιατί πολλά τότε δεν ήθελαν. Φόρτωναν τα γαϊδουράκια τους ξύλα, πασσάλους, σκούπες, ρίγανη, κάστανα, τσάι του βουνού και ροβολούσανε τον κατήφορο, κατά του κάμπου τα χωριά. Μπορεί και μια μέρα δρόμος.
– Αποστόλου, ε Αποστόλου, φώναζε από μακριά ο Χρήστος απ’ τα Χόσιανα, που έφτανε ξερακιανός, καμπουρωτός και διψασμένος απ’ το δρόμο, με δυο δεμάτια σκούπες πάνω στο γάιδαρό του.
– Καλώς το Χρήστο, του απαντούσε γελώντας η Αποστόλω η χωριανή του, που την έδωσαν, δεύτερη γυναίκα, στον μπάρμπα Γιώργο.
– Βάλι μ’, μωρέ, ψια νεράκ’ να πιω κι έσκασα κι ρίξι μ’ κι ένα στρωματάκι ικεία καταούλα να βγάλου τ’ νύχτα μ’ ιδώ απόψι.
Κι η Αποστόλω έστρωνε για τα εφτά παιδιά που γέμιζαν τις χαμηλές της καλύβες, έστρωνε δίπλα στο φουρνοκάλυβο κι ένα σακί γεμάτο άχερα για το μουσαφίρη το χωριανό της, το Χρήστο απ’ τα Χόσιανα.
Άσπριζαν τα βουνά το χειμώνα. Αμέτρητες νύφες στις πλαγιές, στις κορφές, στις χαράδρες, στων δρόμων τις άκρες, σαν ένα μεγάλο στεφάνι πάνω στο κεφάλι της Άρτας. Άσπριζεν ο κάμπος την άνοιξη. Βούιζε το μελίσσι πάνω σ’ ένα κάτασπρο ανθισμένο χαλί, πήγαινε – ερχόταν, από πορτοκαλιά σε πορτοκαλιά, από μανταρινιά σε μανταρινιά, από λεμονιά σε λεμονιά, ανήσυχο, γνοιασμένο, απορροφημένο, λες κι από θεού είχε εντολή να παντρέψει τη γύρη των δέντρων και μιας νέας να δώσει ζωής το φιλί. Εξαίσιος έρωτας, οργασμός, η «φύση στην καλή της ώρα». Κι ύστερα έπεφταν τ’ άνθη κι ένα μαλακό γίνονταν στρώμα μαζί με τα χαμομήλια και τον αγριόβικο πάνω στο χώμα. Και πάνω στα δέντρα αμέτρητα τρυφερά μικροσκοπικά κι ασχημάτιστα ακόμη πορτοκαλάκια, χαμένα μέσα στα φύλλα και τρομαγμένα μέσα σ’ έναν καιρό που μπέσα δεν είχε.
Μέρα τη μέρα οι καρποί μεγαλώναν’. Κι ήταν ένα χάρμα, ένα θαύμα, ένα ποίημα ήταν το νερό του χειμώνα, η δροσιά της αυγής, του αρνιού η κοπριά να κολλάνε στη ρίζα και, σαν να βρίσκαν’ μια φλέβα, ν’ ανεβαίνουν αγάλι – αγάλι και να σκορπιούνται μετά στους καρπούς και στα φύλλα. Και να γίνονται σάρκα, φλούδες και σφήνες, χυμός και κουκούτσια.
Κι ύστερα πάλι τούτο το απέραντο πράσινο γινότανε κίτρινο, λίγο μετά τις πρώτες μεγάλες του φθινοπώρου βροχές και λίγο πριν της Παναγίας τους πόνους. Ώριμα φρούτα γέμιζαν τα καφάσια και φορτώνονταν στα μεγάλα φορτηγά, για να ξεφορτωθούν στα συσκευαστήρια του βορά και να πουληθούν μετά στις μεγάλες αγορές της Ευρώπης. Ευλογημένη η ώρα της σοδειάς, ένα πλατύ χαμόγελο ο κάμπος. Άλλο μελίσσι ο κόσμος. Γεμάτη η πλατεία το χάραμα. Γεμάτοι οι στενοί και ξεκοιλιασμένοι δρόμοι αμάξια. Γεμάτα τα περιβόλια εργάτες. Τραγούδια, ανέκδοτα, ιστορίες, πειράγματα, γλυκοκοιτάγματα, αγαπητιλίκια, παντρολογήματα… Άλλοι καιροί.
– Αναγκάστε, αναγκάστε, φώναζαν οι επιστάτες, που βιάζονταν να γεμίσουν γρήγορα τα φορτηγά και να φύγουν πριν τα πάρει η νύχτα.
– Κι αύριο τ’ Θεού μέρα είναι, λέγαμε εμείς, που δεν ξέραμε ακόμη τι θα πει ανταγωνισμός και συμφέρον.
– Αφήκτε τ’ς κουβέντες, κοπέλες, κι πάει νύχτα, συνέχιζαν αυτοί. Και μπλέκονταν μέσα στα πόδια μας, για να μη μιλάμε, να μη χαχανίζουμε, να μη λουφάρουμε.
Μεγάλωσαν τα παιδιά. Και φύγαν τα πιο πολλά. Φύγαν για πάντα κι εκείνοι που έτριβαν το χώμα για να το απλώσουν στη ρίζα των κλαριών που παράδεισο τα χέρσα χωράφια τους έκαναν. Άδειος ο τόπος μας. Έρημα πια τα χωριά του βουνού και του κάμπου. Χρόνο το χρόνο αραίωναν τα φορτηγά και τα συνεργεία, τα καφάσια, οι μεσίτες, οι έμποροι, οι επιστάτες, τα γέλια των μπαχτσέδων, τα χιλιάρικα στο μπαούλο… Κι έμειναν σαν παρατημένα μουσεία πού και πού να σκουριάζουν στο μαράζι του χρόνου κάτι παλιά εργοστάσια, μουντά κι άχαρα τώρα κτίρια, που κανένας δεν ξέρει να πει γιατί τάχα όρθια στέκουν ακόμα.
Θλιμμένα τα δέντρα μοιάζουν να σε κοιτάζουν μ’ ένα βλέμμα υγρό κι απλανές, τυλιγμένα σε μια πάχνη που μεγαλώνει τριγύρω τους την ερημιά και την εγκατάλειψη. Ποιος τώρα να νοιαστεί για τα δέντρα; Τώρα τα δέντρα έχουν παλιώσει. Κι είναι νέα ακόμη. Μα δεν τα καμαρώνει κανείς πια, κανέναν δε βλέπουν στο κέντρο του περιβολιού με τα χέρια στη μέση να σκορπά την αγάπη του απ’ τη μιαν ως την άλλην την άκρη και ν’ ακουρμαίνεται τους ψιθύρους τους και τα μυστικά τους στην πιο ψηλή της ψυχής του κορφή ν’ απιθώνει.
Πάνε χρόνια που έπαψε ο Χρήστος να ’ρχεται στα χωριά. Ποιος αγοράζει τώρα ξύλινους πασσάλους και τσάι του βουνού; Ποιος τώρα καρτερεί το φορτωμένο γαϊδουράκι για να του φέρει σκούπες και κάστανα; Της Αποστόλως οι καλύβες γκρεμίστηκαν κι έγιναν δίπατα σπίτια, με όλες τις ανέσεις, και δε χωράνε σαν το Χρήστο ανθρώπους. Άδεια. Καλοκαίρι σχεδόν και χειμώνα. Μόνη η Αποστόλω που ’χε μια μάντρα παιδιά, μα δεν είχε κρεβάτι. Μόνη η Αποστόλω με καμιά δεκαριά άδεια τώρα κρεβάτια.
Πολλά δέντρα έχουν αρχίσει να κιτρινίζουν. Η θλίψη θες, η μελαγχολία, τα νερά που σπανίζουν, η κοπριά που λιγόστεψε, τα χέρια που λείπουν; Αφόρητη η μοναξιά τούτη των δέντρων. Γερασμένα τα δέντρα κι είναι νέα ακόμη. Τα ωραία έλατα χριστουγεννιάτικα γίνονται δέντρα κι ύστερα στα σκουπίδια πετάγονται. Άκαρδοι οι άνθρωποι. Άτεγκτα χέρια που σκοτώνουν τα έλατα για δυο τρεις δεκαρούλες και τριάκοντα αργύρια. Κι οι πορτοκαλιές κι οι λεμονιές κι οι μανταρινιές κι οι ελιές, που δεν παύουν να γεννούν κάθε χρόνο, σαν τις παλιές μάνες, έχουν τώρα μια πίκρα στα φύλλα τους πάνω. Όλο και πιο φτηνό, όλο και πιο αζήτητο το άρωμά τους, που και νεκρούς ανασταίνει. Πού πάει τόσος κόπος; Πού πάει τόση ελπίδα; Σε ποιες χωματερές των μικρών και σε ποιες των μεγάλων συσκέψεις έχει χωθεί τόσος πόνος;
Είναι σκληρός και φτωχός γίνεται κάθε χρόνο τούτος ο τόπος. Πιο φτηνή και πιο ξένη λίγο – λίγο η ψυχή κι η αγάπη των δέντρων. Πόσο ν’ αντέξει του ζητιάνου τη μοίρα και πόσο να ζήσει με τα λίγα ψίχουλα, που κι αυτά τόσο δύσκολα δίνονται; Πού να βρει να σταθεί λίγο τόπο, ο δαρμένος μας τόπος, που όλο δέεται κι όλο κλαίγεται, γιατί αυτός μοίρα στον ήλιο δεν έχει, τώρα που τόσο εύκολα και τόσο γρήγορα σκοτώνουν τα δέντρα του πριν να γεράσουν;
(Από τη συλλογή «Πηγάδια και πήγασοι – Αφηγήματα της δραχμούλας)
Source: Arta News