Από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας της η Ελλάδα ονειρευόταν να μοιάσει στα προηγμένα κράτη της Δυτικής Ευρώπης. Βεβαίως, πολλές δεκαετίες, μετά την ανεξαρτησία της, η Ελλάδα εξακολουθούσε να μοιάζει περισσότερο με την Ανατολή παρά με τη Δύση, παρ’ όλο που η τελευταία υπήρξε το ζητούμενο, το επιθυμητό, το σημείο αναφοράς όλα αυτά τα χρόνια. Απουσίαζαν τα ισχυρά κέντρα ανάπτυξης, αλλά και όλα όσα ήταν αναγκαία και προαπαιτούμενα για τη δημιουργία τους. Η χώρα δεν διέθετε σημαντικές πρώτες ύλες, δεν είχε πλεονάζον ειδικευμένο ή έστω φθηνό εργατικό δυναμικό, η συσσώρευση κεφαλαίου, ιδιωτικού και δημόσιου, ήταν ισχνή και η εσωτερική αγορά περιορισμένη έως ασήμαντη. Επιπλέον δεν υπήρχε εδραιωμένη η αίσθηση της ύπαρξης ενός στιβαρού κρατικού μηχανισμού που δεν θα έβλεπε τον πολίτη ως εν δυνάμει υπήκοο ή και εχθρό, αλλά ως βασικό στοιχείο λειτουργίας του, με την τήρηση στοιχειωδών κανόνων. Έλειπε δηλαδή η αίσθηση του κράτους δικαίου που αποτελεί βασική προϋπόθεση ορθής λειτουργίας μιας χώρας.
Κράτος δικαίου είναι ένα κράτος στο οποίο η οργάνωση και η λειτουργία όλων των θεσμών και των τομέων της κρατικής εξουσίας ρυθμίζονται με κανόνες του θετικού δικαίου, δηλαδή με νόμους που το ίδιο το κράτος έχει θεσπίσει. Η συγκρότηση κράτους δικαίου αποτέλεσε, ως διακήρυξη, στόχο όλων σχεδόν των εκσυγχρονιστικών προσπαθειών που έγιναν στην Ελλάδα από την εποχή του Τρικούπη και μετά, χωρίς όμως μεγάλη επιτυχία. Θα μπορούσαμε να πούμε, μάλιστα, ότι η σχέση του Έλληνα πολίτη με το κράτος είναι μια σχέση αμοιβαίας καχυποψίας. Όπως σημειώνεται στο σχολικό εγχειρίδιο του μαθήματος «Πολιτική παιδεία» της Α΄ Λυκείου, «ο Έλληνας αναζητεί τις σχέσεις πρόσωπο με πρόσωπο. Έχει εμπιστοσύνη και στην οικογένεια που στηρίζεται στην αλληλεγγύη, στη συνεργασία, στους ισχυρούς δεσμούς. Αν η κοινότητα είναι χώρος συνεργασίας, το κράτος είναι χώρος σύγκρουσης, γι’ αυτό και είναι χώρος αποστροφής. Θεωρείται αντίπαλο, εχθρικό. Η έλλειψη εμπιστοσύνης φαίνεται στις σχέσεις πολίτη-κράτους. Υπάρχει μια αμοιβαία δυσπιστία. Ο πολίτης νοιώθει το κράτος σαν ξένο και εχθρικό, γι’ αυτό το αντιμετωπίζει ανάλογα. Επιδιώκει να παίρνει περισσότερα από αυτό και να του δίνει λιγότερα. Αλλά και το κράτος δίνει συχνά την εντύπωση ότι θεωρεί τον πολίτη «υπήκοο», που έχει μόνο υποχρεώσεις και όχι δικαιώματα. Επιδιώκει να εισπράττει περισσότερα από αυτόν και να του παρέχει λιγότερα. Σήμερα, ο πολίτης νοιώθει ένα κενό από την έλλειψη της κοινότητας και από την λειψή λειτουργία του κράτους. Η διάλυση της κοινότητας δεν αναπληρώθηκε από το κράτος».
Οι διαπιστώσεις αυτές (τις οποίες διδάσκονται επισήμως τα παιδιά μας στο σχολείο!) επιβεβαιώνονται και από τη συμπεριφορά τόσο των πολιτών όσο και του κράτους. Ας δούμε πρώτα τους πολίτες: η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε χώρα όπου ισχύει το «άμα θέλω». Έχει (ας πούμε) χαρακτηριστεί ένας δρόμος ως μονόδρομος; Ε! ο έλληνας οδηγός το δέχεται άμα θέλει! Μπορείς να δεις παντού (της πόλεώς μας μηδέ εξαιρουμένης) αυτοκίνητα να πηγαίνουν ανάποδα σε μονόδρομο, επειδή έτσι βολεύει, χωρίς να νοιάζεται κανείς αν αυτό συνιστά παράβαση (δε μιλάμε για τα μηχανάκια γιατί εκεί πια μάλλον θα πρέπει να ισχύει άλλος οδικός κώδικας). Υπάρχει ουρά κάπου και πρέπει να περιμένει κάποιος τη σειρά του; Άμα θέλει! Έχει κόκκινο και υπάρχει μεγάλη ουρά αυτοκινήτων; Άμα θέλω περιμένω, αλλιώς βγαίνω από δεξιά ή αριστερά αναλόγως και κάνω «σφήνα»! Τζάμπα το έμαθα το κόλπο στις ουρές; Πρέπει να σεβαστώ την ησυχία του διπλανού μου και να μην βάζω στη διαπασών τη μουσική ή να μη μαρσάρω άγρια μεσάνυχτα έξω απ’ το παράθυρο του άλλου; Άμα θέλω! Μήπως θα υποστώ τις συνέπειες των πράξεών μου; Θα βρω τρόπο να τις αποφύγω!
Η ίδια η εκτελεστική εξουσία, η κυβέρνηση, δηλαδή, που έχει ως αποστολή της την εφαρμογή των νόμων ώστε να ισχύσει το κράτος δικαίου, έχει φροντίσει ώστε να αισθάνεται κανείς είτε ως απόλυτο κορόιδο, εφόσον τηρεί τους νόμους του κράτους, είτε ως απόλυτος μάγκας, εφόσον μπορεί και τους παρακάμπτει. Δείτε τι έγινε με το «νόμο Κατσέλη». Τηρεί κανείς τις υποχρεώσεις του φτύνοντας αίμα για να αποπληρώσει δόσεις δανείου, φόρους κ.λπ.; Είναι καλοπληρωτής, άρα κορόιδο, επομένως δεν εντάσσεται στις ευεργετικές διατάξεις του νόμου! Αφήνει δόσεις απλήρωτες, καταναλώνοντας ασυστόλως, ζώντας μπέικα και περιφρονώντας το κράτος; Τον επιβραβεύουμε με ευεργετικές διατάξεις και του μειώνουμε και τα χρέη! Πρόσφατο τρανό παράδειγμα η τελευταία νομοθετική ρύθμιση της κυβέρνησης για το ποδόσφαιρο. Δεν θα μπω στην ουσία της υπόθεσης, δεν είναι αυτό το ζητούμενο εδώ. Αυτό, όμως, που γίνεται εμφανές είναι ότι η ίδια η κυβέρνηση αρνείται να εφαρμόσει έναν ισχύοντα νόμο προκειμένου να μη δυσαρεστηθούν αυτοί που θα υποστούν τις συνέπειές του! Εφόσον, λοιπόν, είμαστε μάγκες και νταήδες, αν δε μας αρέσει ο νόμος, απλώς παρανομούμε και στη συνέχεια ζητάμε την αλλαγή του για να μην υποστούμε τις συνέπειες! Ποια εμπιστοσύνη να υπάρξει στο ελληνικό κράτος υπό αυτές τις συνθήκες και γιατί ο πολίτης ( ο νομοταγής, αυτός που αισθάνεται ότι τον δουλεύουν ψιλό γαζί χρόνια τώρα) να μην απαιτήσει κι αυτός να εξαιρεθεί από τις διατάξεις όποιου νόμου δεν του αρέσει;
Θα αντιτάξει κανείς ότι μπορεί κάποιος νόμος να είναι άδικος ή σκληρός. Πολύ σωστά τότε θα πρέπει να αλλάξει, αλλά δε μπορεί να αλλάζει νόμος με πρόθεση να ωφεληθούν αυτοί που θίγονται. Dura lex sed lex (είναι σκληρός ο νόμος, αλλά είναι νόμος) έλεγαν οι Λατίνοι και είχαν δίκιο. Εμείς πότε θα αντιληφθούμε πού μας οδηγεί η διαρκής περιφρόνηση των νόμων; Κλείνοντας, παραθέτω ένα απόσπασμα από τον «Κατά Τιμοκράτους» λόγο του Δημοσθένη, ο οποίος αναφέρεται στο πώς άλλαζαν οι νόμοι στη χώρα των Λοκρών (περιοχή σημερινής Φωκίδας και Φθιώτιδας): «αν κανείς θέλει να θεσπίσει έναν καινούργιο νόμο, νομοθετεί βάζοντας τον λαιμό του στη θηλιά, και αν φανεί ότι ο νόμος είναι καλός και χρήσιμος, ο νομοθέτης συνεχίζει να ζει και μπορεί να φύγει, ενώ στην αντίθετη περίπτωση, η θηλιά σφίγγει και αυτός πεθαίνει». Μήπως θα πρέπει να αρχίσουμε να το σκεφτόμαστε κι αυτό στην εποχή που ζούμε;
Source: Arta News