Είναι γεγονός ότι στην πόλη μας τα τελευταία 20-25 χρόνια το ερασιτεχνικό θέατρο όχι μόνο έχει ανθίσει, αλλά κι έχει σταδιακά διαμορφώσει κι ένα υψηλών απαιτήσεων θεατρικό κοινό το οποίο δεν συμβιβάζεται με ημίμετρα και χαμηλής ποιότητας παραστάσεις. Το αρτινό κοινό έχει παρακολουθήσει από τους μεγάλους αρχαίους και ξένους κλασικούς (Ευριπίδης, Σοφοκλής, Μολιέρος κ.λπ) μέχρι και νεότερους συγγραφείς τόσο του ελληνικού όσο και του ξένου ρεπερτορίου. Αποτελεί, λοιπόν, τόλμημα και χρειάζεται μεγάλη πίστη αλλά και μεγάλο σεβασμό στο κοινό αυτό, η συγγραφή ενός πλήρους θεατρικού έργου από ερασιτέχνη θεατρικό συγγραφέα. Για να το κάνω πιο σαφές, θα πρέπει να πω ότι η συγγραφή θεατρικού έργου δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση και διαφέρει αισθητά από τη συγγραφή ενός οποιουδήποτε λογοτεχνικού έργου, σε πεζό ή ποιητικό λόγο. Ο θεατρικός συγγραφέας πρέπει να έχει κατά νου τη φυσικότητα του διαλόγου, την εναλλαγή των σκηνών, τη λογική ή και φυσιολογική αντίδραση των ηρώων και οπωσδήποτε τη χρονική διάρκεια, το μέτρο των κινήσεων και της πλοκής, τη σχέση με το χώρο και μια σειρά άλλα ζητήματα που, αν δεν ληφθούν υπόψη μπορούν να οδηγήσουν ένα θεατρικό έργο σε αποτυχία.
Ο Κώστας Σταύρου διέπεται από μεγάλη αγάπη για το θέατρο και έχει συμμετάσχει στις περισσότερες παραστάσεις των «Υφο-ποιών», της θεατρικής ομάδας του Πολιτιστικού Συλλόγου Κομποτίου, με επιτυχία. Ως ηθοποιός έχει δώσει εξαιρετικά δείγματα υποκριτικού ταλέντου. Έχει όμως δείξει, επιπλέον, ότι έχει εξίσου υψηλή αίσθηση του θεατρικού χρόνου, της ατάκας και της θεατρικής υπόστασης των χαρακτήρων. Αποφασίζοντας να γράψει ένα θεατρικό έργο, φαντάζομαι ότι θα πρέπει να είχε κατά νου όλες αυτές τις εμπειρίες του ως ηθοποιός. Στήνει, με τον τρόπο αυτό, μια κωμωδία χαρακτήρων που ακουμπάει στη μορφολογία της παλιάς καλής ελληνικής φαρσοκωμωδίας η οποία στηνόταν γύρω από έναν πρωταγωνιστή ή μία πρωταγωνίστρια που πλαισιωνόταν από εξαιρετικούς συμπρωταγωνιστές. Επιλέγει ως κεντρικό άξονα του έργου ένα εξαιρετικά επίκαιρο θέμα, την επιστροφή των νέων μας από την Αθήνα στο χωριό μετά από την κρίση που πλήττει τα αστικά κέντρα και, μέσα από αυτό, δεν διστάζει να σατιρίσει και πολλά από τα υπόλοιπα κακώς κείμενα της ελληνικής πραγματικότητας, από τον διαρκή αλληλοσπαραγμό των Ελλήνων και την ανεργία, μέχρι τα στερεότυπα και τις κοινωνικές προκαταλήψεις. Όλα αυτά με εκπληκτικό μέτρο και θεατρική ταχύτητα, χωρίς υπερβολές με χαρακτήρες που κινούνται εντός του φυσιολογικού πλαισίου των αντιδράσεων ή και των υπερβολών τους. Αν ένα έργο κρίνεται από το αποτέλεσμά του, τότε η «Επιστροφή στο χωριό», που ανεβαίνει αυτές τις μέρες στο θέατρο της ΑΘΟΑ, είναι απόλυτα επιτυχημένο έργο διότι προκαλεί αβίαστο γέλιο μέχρι δακρύων αλλά και προβληματισμό εκεί που χρειάζεται, χωρίς χοντράδες και υπερβολές.
Η σκηνοθέτις Μελίνα Κατίου φαίνεται ότι πίστεψε στο έργο και το επέλεξε. Γι’ αυτό και το αντιμετώπισε με σοβαρότητα αλλά και τρυφερότητα. Προσεγγίζει τους χαρακτήρες με αγάπη αλλά και κριτική ματιά και φροντίζει με τις σκηνοθετικές της οδηγίες να αναδείξει όλο το εύρος των συναισθημάτων αλλά και των σκέψεων που τους διακρίνουν. Προφανώς θα πρέπει να συνεργάστηκε, στο σημείο αυτό, με το συγγραφέα, γεγονός που μας παραπέμπει ξανά στις παλαιές επιτυχημένες συνταγές (συνεργασία συγγραφέων-σκηνοθετών) του ελληνικού ρεπερτορίου. Το γεγονός ότι η υπόθεση του έργου εκτυλίσσεται στη σύγχρονη πραγματικότητα, σε ένα χωριό της Άρτας, με βασικά πρόσωπα μια γριά μοιρολογίστρα, τον κατάκοιτο άντρα της και τα εγκατεστημένα στην Αθήνα παιδιά τους, που η ταλαίπωρη μητέρα επιθυμεί να επιστρέψουν στο χωριό, η κα Κατίου δεν το αφήνει ανεκμετάλλευτο και φροντίζει να ενισχύσει με την εκφορά του λόγου, αλλά και την κινησιολογία την επικαιρότητα που αναδεικνύεται από το γεγονός αυτό.
Η παράσταση ευτύχησε και στη διανομή. Η Φωτεινή Τασούλα, στον κεντρικό ρόλο της Ρωρώς, μεσόκοπης μοιρολογίστρας που μηχανεύεται τα πάντα προκειμένου να πείσει τα παιδιά της να επιστρέψουν στο χωριό, δίνει ένα ακόμα ρεσιτάλ ερμηνείας που δεν ξεχωρίζει σε τίποτε από τα αντίστοιχα επαγγελματιών του χώρου με μεγάλη εμπειρία. Όχι μόνο στα σημεία που ο ρόλος απαιτεί εκφορά λόγου, αλλά (και ακόμα περισσότερο) στα σημεία εκείνα που απαιτούν βουβή αντίδραση και παύση, η πρωταγωνίστρια του έργου αποδίδει μοναδικά το χαρακτήρα που υποδύεται. Η Αγγελική Αλβανού, ως Αγλαΐα, κουτσομπόλα του χωριού και τακτική επισκέπτρια της Ρωρώς για να μάθει το μέλλον της μέσω του καφέ, δίνει με απλότητα και φυσικότητα το πρόσωπο της ηρωίδας που υποδύεται, χωρίς υπερβολές και ακρότητες, βγάζοντας αβίαστα γέλιο. Η Ευαγγελία Γεωργίου, ως Ραχήλ, νύφη της Ρωρώς με σπουδές στο εξωτερικό και αστική κουλτούρα, αναδεικνύει αυτή την αστική ποιότητα που απαιτεί ο ρόλος και τη διαφοροποίησή της από το περιβάλλον όπου καλείται να κατοικήσει. Οι σκηνές όπου ανταποδίδει τα δηκτικά σχόλια της πεθεράς της δείχνουν όχι μόνο ταλέντο, αλλά και μέτρο θεατρικό. Η Γεωργία Παπακώστα, ως Φρίντα, απελευθερωμένη κόρη της Ρωρώς, πτυχιούχος της Φιλοσοφικής που καλείται να βγάζει τα προς το ζην συντάσσοντας μοιρολόγια προς χρήση της μητέρας της, «χτίζει» με απλότητα και φυσικότητα έναν χαρακτήρα όπως ακριβώς απαιτείται από τις ανάγκες του έργου και τις ανατροπές που βασίζονται πάνω του. Η Αλέκα Σωτηρίου, ως Κρουστάλλω, ανταγωνίστρια της Ρωρώς με πρόβλημα στην προφορά, καταφέρνει να δώσει έναν εκ φύσεως αστείο ρόλο χωρίς υπερβολές και χοντράδες, με αποτέλεσμα ξεκαρδιστικό γέλιο.
Ο Λάμπρος Μπαβέτσιας, ως Χαράλαμπος, κατάκοιτος σύζυγος της Ρωρώς με αγωνιστικό αριστερό παρελθόν, πλάθει έναν χαρακτήρα κεντρικό στην εξέλιξη του έργου, χωρίς να αφήνει να φανούν οι δυσκολίες του ρόλου που απαιτεί ελάχιστη κίνηση και πολλές παύσεις. Τα καταφέρνει ως πολύπειρος και ταλαντούχος με τρόπο που να υποστηρίζει τις απαιτήσεις του ρόλου. Ο Γιώργος Ζιώρης, ως Άρης, γιος της Ρωρώς και αρχιτέκτονας στην Αθήνα, ξεδιπλώνει κι άλλα ταλέντα εκτός του μουσικού και μας προσφέρει έναν επιστήμονα που αναγκάζεται να γίνει εργολάβος κηδειών, χωρίς υπερβολές και ακρότητες, με τρόπο απόλυτα πειστικό. Ο Παναγιώτης Τσιώνος, ως Αστυνόμος Τσαντίλας, προβάλλει το προφίλ του αστυνομικού οργάνου που είναι αποφασισμένο να φτάσει την αλήθεια σε βάθος, με τρόπο εκφραστικό και με θεατρικό μέτρο.
Τα σκηνικά και κοστούμια του Νίκου Κατίου υποστηρίζουν με τον καλύτερο τρόπο το όλο εγχείρημα, η επιλογές μουσικής από τη Χριστίνα Πάνου είναι απόλυτα ταιριαστές με το πνεύμα του έργου, οι φωτισμοί του Γιώργου Νικολακόπουλου συμπληρώνουν με τον καλύτερο τρόπο την πλοκή.
Για το τέλος, πολλά μπράβο στο έργο. Μπράβο και στον Κώστα Σταύρου που το επιχείρησε, μπράβο στην Μελίνα Κατίου που το πίστεψε, μπράβο στην ΑΘΟΑ που το τόλμησε, μπράβο στους ηθοποιούς που το υποστήριξαν, μπράβο και σε όλους όσοι το στήριξαν και θα το στηρίξουν (όπως πρέπει και του αξίζει) με την παρουσία τους
Κώστας Κωσταβασίλης
Source: Arta News