Η πινακίδα, έξω από ένα σχετικά παλαιό σπίτι, έγραφε «Πωλείται το παρόν». Είναι γεγονός ότι έχουν πληθύνει οι ανάλογες πινακίδες στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια κι αυτό μόνο θλίψη μπορεί να γεμίζει τον καθέναν από μας. Κι αυτό γιατί για κάθε Έλληνα το σπίτι, ο οίκος, η κατοικία, είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό ντουβάρι ή από μια ευκαιρία να αυξήσει το εισόδημά του. Είναι ο χώρος που σηματοδοτεί την ασφάλεια και το καταφύγιό του. Είναι ο χώρος όπου θα μπορέσει να ξεφύγει από τη μαυρίλα της καθημερινότητας μόλις δει τα μάτια των παιδιών του ή καθίσει στη συνηθισμένη του θέση απλά για να ξεκουραστεί λίγο πριν ξεκινήσει τις υπόλοιπες σπιτικές εργασίες. Είναι η διέξοδος στα αδιέξοδα της σημερινής κοινωνίας, ο τόπος κοινωνικών συναθροίσεων όπου οι παρέες μπορούν να ξαναγεννηθούν με κρασί και μεζέ ρεφενέ, όπου τα φαρμάκια μπορούν να πάνε κάτω και ένα τραγούδι μπορεί να βοηθήσει να φύγει κι αυτή η μέρα χωρίς κλάμα και δάκρυα. Γιατί το σπίτι μας είναι κάτι παραπάνω από αυτό που δείχνουν τα τούβλα και οι πέτρες του. Είναι η ίδια μας η ψυχή ή τουλάχιστον το κομμάτι της εκείνο που καταθέτουμε στη συνύπαρξή μας με τους άλλους.
Αλλά μήπως τα σπίτια μας, μόνο, είναι προς πώληση; Η μισή σχεδόν Ελλάδα έχει παραχωρηθεί στο υπερταμείο με προοπτική να πωληθεί στον πρώτο τυχόντα πλειοδότη. Αυτό περιλαμβάνει όχι μόνο ακίνητη περιουσία, αλλά και ενέργεια, υδάτινους πόρους, προοπτική ενεργειακών αποθεμάτων, εθνική ασφάλεια και πάει λέγοντας. Τουλάχιστον, στα χρόνια της επανάστασης (κι είναι αυτό και σχετικά επίκαιρο με τον ντόρο για την επιτροπή του 2021), οι Έλληνες προχωρούσαν σε λελογισμένη εξάρτηση. Αυτοί υποθήκευαν μόνο τις εθνικές γαίες. «Εθνικές γαίες» ήταν οι ακίνητες, οι κτηματικές ιδιοκτησίες των Οθωμανών στις περιοχές που περιήλθαν στον έλεγχο του ελληνικού κράτους. Η γη αυτή ανήκε είτε στο οθωμανικό δημόσιο είτε σε μουσουλμανικά ιδρύματα είτε σε ιδιώτες, ως ιδιοκτησία ή ως δικαίωμα νομής (εκμετάλλευσης). Οι περιουσίες αυτές περιήλθαν στην κυριότητα του ελληνικού κράτους «επαναστατικώ δικαίω». Για τις ελληνικές επαναστατικές κυβερνήσεις αποτέλεσαν το πρώτο και, ουσιαστικά, το μόνο κεφάλαιο στη διάρκεια του πολέμου, γι’ αυτό και χρησιμοποιήθηκαν ως υποθήκη για τη σύναψη δανείων ή ως μέσα εξασφάλισης εσόδων, μέσω της εκποίησής τους.
Αν, όμως, στην περίοδο της επανάστασης υπήρχε το άλλοθι του ότι χωρίς χρήματα (και τέτοια μόνο από δανεισμό μπορούσε το υπό σύσταση κράτος, τότε, να βρει, εφόσον κανείς από τους έχοντες –με ελάχιστες εξαιρέσεις- δεν ήταν διατεθειμένος να παραχωρήσει την περιουσία του στην επανάσταση) δεν θα ήταν εφικτή η συνέχιση της επανάστασης, άρα και η κατάκτηση της ελευθερίας, στην εποχή μας ποιο μπορεί να είναι το άλλοθι; Οπωσδήποτε οι επιταγές των μνημονίων και η ανάγκη να υπάρξει μια αξιόπιστη εγγύηση για τους δανειστές μας; Αλλά, τότε, ποιοι θα έπρεπε να διαθέσουν πρώτοι τις περιουσίες τους για τον κοινό σκοπό; Δεν θα έπρεπε να είναι αυτοί που αποδεδειγμένα δεν κατάφεραν να διαχειριστούν ορθά τα οικονομικά της χώρας; Και τι βλέπουμε ως προς όλους αυτούς τους αυτοπροβαλλόμενους ως σωτήρες της πατρίδας; Ότι αυξάνεται η ατομική τους περιουσία την περίοδο της κρίσης, ενώ όλων των άλλων πολιτών δέχεται απανωτές επιθέσεις. Αυτό, όμως, ως λαό, δε φαίνεται να μας πτοεί καθόλου.
«Πωλείται το παρόν», λοιπόν. Ταυτόχρονα, όμως, ενεχυριάζεται το μέλλον. Δεν είναι μόνο πως ό,τι μπορεί να έχει κάποια αξία «πωλείται όπως είναι επιπλωμένο», αλλά και πως το μεγαλύτερο μέρος του πιο ανεπτυγμένου και μορφωμένου δυναμικού της χώρας μας αναζητά τρόπους να φύγει από αυτή και να διαθέσει τις δυνάμεις του για την πρόοδο και την προκοπή άλλων χωρών. Διαμορφώνεται έτσι ένας ιδιότυπος ελληνικός κοσμοπολιτισμός που καθιστά την Ελλάδα δευτερεύον πεδίο ανάπτυξης οικονομικών δραστηριοτήτων για τους Έλληνες. Έχουμε αναρωτηθεί, αλήθεια, πώς νομίζουμε ότι θα πείσουμε τους ξένους να επενδύσουν στην Ελλάδα (όχι να την αγοράσουν, αλλά να διαθέσουν χρήματα για αναπτυξιακές υποδομές και μακροπρόθεσμες επενδύσεις), όταν οι ίδιοι οι Έλληνες φαίνονται απρόθυμοι να διαθέσουν για τη χώρα τους τα χρήματά τους; Γιατί, ας μη γελιόμαστε, για να μπορέσει να προκόψει ένας τόπος χρειάζεται όχι μόνο θεσμικό εκσυγχρονισμό, που θα καταστήσει το κράτος αποτελεσματικό και αξιόπιστο, αλλά και γενικότερη προσήλωση στην ιδέα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων του έθνους. Υπάρχει τέτοια προσήλωση στην εποχή μας; Πολύ φοβάμαι πως όχι.
Αυτό φαίνεται από τις κινήσεις που γίνονται στον τομέα της Παιδείας. Αποσπασματικές κινήσεις, χωρίς ενιαίο σχέδιο και στόχευση, ανάλογα με τις επιθυμίες του/της εκάστοτε υπουργού (ούτε καν της εκάστοτε κυβέρνησης), απουσία ενός μακροπρόθεσμου εθνικού σχεδίου για την Εκπαίδευση, κινήσεις εντυπωσιασμού που εξυπηρετούν το ήδη υπάρχον σχέδιο που αποτελεί υλοποίηση εδώ και 40 χρόνια, ενός οράματος του 1963!! Τι επιδίωκε αυτό το όραμα; Ακόμα περισσότερους επιστήμονες που είχε τότε ανάγκη η χώρα. Υπάρχει μήπως κάποιο σχέδιο για το τι χρειάζεται η χώρα σήμερα; Όχι! Τουλάχιστον μήπως προσαρμόζει τα δεδομένα της στο υπάρχον δυναμικό; Μήπως αξιοποιεί τους γιατρούς της για να περιθάλπει ασθενείς από το εξωτερικό; Μήπως βασίζεται στους επιστήμονές της για να διδάξουν σε πανεπιστημιακές σχολές φοιτητές που θα μπορούσαν να έρθουν από ξένες χώρες; Εξάγει τεχνογνωσία ή έστω γνώση; Όχι! Εξάγει επιστήμονες μετανάστες που δύσκολα θα μπορέσουν να επιστρέψουν σε μια πατρίδα που αρέσκεται να «πωλείται». Στο τέλος μένει η αναπάντητη απορία ενός μαθητή πριν περίπου 10-12 χρόνια: «δάσκαλε, αν γνώριζαν τη λευτεριά μας πώς θα τη διαχειριστούμε, θα πάλευαν με τόση δύναμη απ’ τον Τούρκο να ξεσκλαβωθούμε»;
Source: Arta News