Ταλαντεύονται τα γεγονότα και στο τέλος πέφτουν πριν κι απ’ τους ανθρώπους
Αλλά φανό θυέλλης δεν έχει το σκοτάδι
Οδυσσέας Ελύτης, Δυτικά της λύπης
Στον Κώστα Λ.
Tώρα που κατακάθισε ο κουρνιαχτός του Αυγούστου και (ξανα)μπαίνουμε –όσοι (ξανα)μπαίνουμε– στην περισυλλογή και τον απολογισμό, συλλογικό και ατομικό, θα ήταν κόσμιο και πρέπον συνάμα να συναισθανθεί ο καθένας μας το ρόλο του και το λόγο του μέσα στη βουή της τρέχουσας καθημερινότητας και να αναμετρηθεί με την ως τώρα ιστορία του, αλλά και με τη φιλοδοξία του να ταράξει κάποια λιμνάζοντα ύδατα και να χαράξει τη μελλοντική του πορεία. Και να στοχαστεί, ταυτόχρονα, στρέφοντας το βλέμμα με πόνο ολόγυρα και σκύβοντας βαθιά στην ψυχή του, μην με τις πράξεις του επωάζει το αβγό του φιδιού, αν βέβαια έχει τη δύναμη αυτή να μετρά την έκταση και το βάθος των λέξεών του και να σηκώνει το βαρύ φορτίο της γλώσσας που «κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει».
Αλλά όπως και να ’χει, εμείς που ανάψαμε, κάπου μισό πριν αιώνα, στους μικρούς τόπους μας το λύχνο του άστρου και λάβαμε την απόφαση να βγούμε στους ουρανούς με τη φλόγα του, γνωρίζαμε καλά ποια μονοπάτια είχαμε να περάσουμε και ποιες γέφυρες να διαβούμε ώσπου να φτάσουμε στο ξέφωτο που γυρεύαμε. Και ανασύραμε απ’ τα βάθη μας τους ανέμους όλων των οριζόντων, για να φυσούν γύρω μας και να διασκορπίζουν εγωισμούς, αυταπάτες και πλάνες, που γίνονται ενίοτε αβάσταχτα τείχη με μικρές πολεμίστρες, αλλά και με άδεια κελάρια και στεγνές στέρνες και μάτια δαρμένα απ’ την αγρύπνια και την απόγνωση.
Κι έτσι πορευτήκαμε εν γνώσει μας μέσα στα βαλτόνερα της αποσύνθεσης με την απειλή να κρέμεται πάνω απ’ τα κεφάλια μας και να μας κράζει με οργή πως «ο νους απαγορεύεται». Κι είπαμε πως πρέπει να προχωρήσουμε μεγαλόψυχα εν μέσω απαγορεύσεων και απειλών, όποιο κι αν είναι το κόστος, όσα κι αν είναι τα βόλια που θα πλήξουν τα στήθη μας κι όσες οι ύβρεις που θα σφυρίζουν άτσαλα πλάι μας σαν τανάλιες. Και με τούτο το λόγο στερεώσαμε την πεποίθηση πως είναι και δική μας η ευθύνη, αν όχι για όσα γίνανε ως τότε, για όσα τουλάχιστον ήταν να γίνουν στο εξής. Κι ακούσαμε τότε νωπούς τους στίχους να ηχούν στους βυθούς της ψυχής μας:
«Εντολή σου» είπε «αυτός ο κόσμος/ και γραμμένος μες στα σπλάχνα σου είναι/ Διάβασε και προσπάθησε/ και πολέμησε» είπε/ «Ο καθείς και τα όπλα του» είπε.
Κι έτσι κάναμε δόγμα και πράξη ζωής μας τις δυο σιωπηρές προσταγές (ή δεήσεις) που ηχούν στοργικά κι απαλά μέσα μας: «ανέχου και απέχου». Και πολλές φορές λογαριάσαμε μες στις μικρές μας οάσεις πως αυτοί που ξοδεύουν αφειδώς τις δυνάμεις τους και το χρόνο τους για να καθυβρίσουν αστόχαστα, καταφεύγοντας, μάλιστα, σε ανόητους και βάρβαρους φθόγγους, θα ωφελούσαν πολύ και την υπόθεση για την οποία –υποτίθεται πως– από κοινού παλεύουμε, αλλά και τον ίδιο τον εαυτό τους, τον οποίο δυστυχώς εκθέτουν με την αστοχασιά τους, αν οικονομούσαν λίγο απ’ το χρόνο που υβρίζουν και κάποιες απ’ τις δυνάμεις που ανακαλούν για να υβρίσουν και τις κατέθεταν στον κοινό έρανο για την απόδοση της τιμής που οφείλουμε στη μνήμη εκείνων που θυσιάστηκαν μέσα στην καταιγίδα της ναζιστικής αφροσύνης. Δεν το κάνουν!
Δεν έμαθαν και δεν ξέρουν. Ίσως γιατί δε βάδισαν μες στην ομίχλη του χρόνου και δεν ακόνισαν τη σιωπή τους μες στις συνάξεις των όχλων. Κι ίσως γιατί δεν κούρδισαν την ψυχή τους έτσι που να τρέχει ο νους τους πιο γρήγορα απ’ τα μάτια τους και να φτάνει πιο πέρα από εκεί που φτάνουν εκείνα. Μα πιο πολύ να ξεχωρίζει (ή να μάχεται να ξεχωρίσει) τι κρύβεται πίσω απ’ αυτά που βλέπουν τα μάτια τους.
Κι η λύπη μας δεν είναι που δεν έμαθαν και δεν ξέρουν. Η λύπη μας είναι που ακόμα και τώρα δε θέλουν να μάθουν και δε θέλουν να ξέρουν. Και γίνεται μεγαλύτερη ακόμα κι αβάσταχτη όταν αναμερίζουν τα φύλλα και βγαίνουν ακάλυπτοι στην κάψα του μεσημεριού για να δείξουν πως αυτοί ξέρουν, αν και βυθισμένοι στην άγνοια. Κι είναι τότε σαν να ξεσπούν τραγικές καταιγίδες στις σκέψεις μας, όπως εκείνες της ναζιστικής πολεμικής μηχανής.
μπορούμε να βγάλουμε κάποια χρήσιμα συμπεράσματα, επιτέλους, από αυτά που κάναμε και από αυτά που δεν κάναμε, καλό θα ήταν να βάλουμε μια σειρά στα πράγματα, εκτός μας και εντός μας, και να συμμαζέψουμε τα σκόρπια τρίμματα του παράφορου εγωισμού μας, που συχνά μας οδηγεί στην κατηφόρα της αλλοτρίωσης και της παρακμής.
Source: Arta News