Η πρόσφατη πορεία της εθνικής μας ομάδας μπάσκετ στο παγκόσμιο πρωτάθλημα που διεξάγεται στην Κίνα, μας βάζει σε σκέψεις και προβληματισμούς, καθώς θυμίζει λίγο όλα τα θετικά και αρνητικά της φυλής μας. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν έχει διεξαχθεί ακόμα ο αγώνας της εθνικής μας με την Τσεχία και αυτός των Η.Π.Α. με τη Βραζιλία, οπότε δε μπορώ να ξέρω αν η ομάδα έχει προκριθεί στους 8 ή όχι. Αυτό, όμως, λίγο ενδιαφέρει εφόσον όσα θα εκτεθούν στη συνέχεια δεν αφορούν τακτικές του μπάσκετ, σχήματα ή τεχνικές άμυνας και επίθεσης, αλλά νοοτροπία και αντίληψη τόσο για το άθλημα όσο και για εμάς τους ίδιους ως νεοέλληνες.
Δεν θα ήταν υπερβολή να τονίσουμε ότι η πορεία και η σχέση των ελλήνων με την «επίσημη αγαπημένη», όπως ονομάστηκε η εθνική μπάσκετ μετά το 1987, έχει ομοιότητες μεγάλες με την πορεία και τη σχέση των ελλήνων με τη χώρα και την ιστορία τους. Ας το δούμε λίγο πιο αναλυτικά. Ως νεοέλληνες περηφανευόμαστε για το γεγονός ότι είμαστε Έλληνες και δώσαμε τα φώτα μας σ’ όλη την οικουμένη. Δεν μας ενδιαφέρει αν τα φώτα αυτά τα έδωσαν οι πρόγονοί μας εδώ και 3000 χρόνια περίπου, με κάποιες αναλαμπές στη διάρκεια των αιώνων. Ελάχιστα μας νοιάζει αν σήμερα λίγα πράγματα μπορούν να μας κάνουν περήφανους ως Έλληνες, κυρίως λόγω της ικανότητας σπουδαίων επιστημόνων ή αθλητών. Επιμένουμε να ζητάμε την παγκόσμια προσοχή και να αυτοπροσδιοριζόμαστε ως έθνος μεγάλο και σπουδαίο, σχεδόν μόνο εξαιτίας της ιστορίας μας.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την εθνική μας στο μπάσκετ. Νομίζουμε ότι η εθνική μας στο μπάσκετ είναι κάποιο μεγαθήριο του αθλήματος, επειδή έχει αρκετά επιτυχημένη ιστορία από το 1987 και μετά. Επί της ουσίας, έχουμε μια αρκετά καλή ομάδα η οποία, όμως, δεν έχει να επιδείξει κάποιο μεγάλο κατόρθωμα πρόσφατα. Στα τελευταία ευρωμπάσκετ έχουμε πάρει το τελευταίο μετάλλιο πριν 10 χρόνια, όταν καταλάβαμε την Τρίτη θέση το 2009 και μετά έχουμε να επιδείξουμε 6η θέση το 2011, 11η θέση το 2013, 5η θέση το 2015 και την 8η θέση του 2017. Σε μουντομπάσκετ έχουμε λιγότερες παρουσίες και ακόμα λιγότερες διακρίσεις. Από τη 10η θέση του 1986, στην 6η του 1990 (με Γκάλη, Γιαννάκη κ,λπ), στην 4η το 1994 και το 1998. Δεν καταφέραμε να συμμετάσχουμε το 2002, αλλά το 2006, στην Ιαπωνία κάναμε τη μεγάλη υπέρβαση νικώντας στον ημιτελικό τις Η.Π.Α. και κατακτήσαμε τη 2η θέση, για να έρθει μετά ο κατήφορος. 11η θέση το 2010 και 9η θέση το 2014. Παράλληλα απουσιάζουμε από τους Ολυμπιακούς Αγώνες, με 3 μόνο παρουσίες (1996, 2004 και 2008 όπου καταλάβαμε την 5η θέση).
Αν έκανα μια αναδρομή στην ιστορία της εθνικής μας είναι για να καταλάβουμε λίγο πώς διαμορφώνουμε οι ίδιοι μια επίπλαστη πραγματικότητα. Με το που εντάχθηκε στην εθνική ο Γιάννης Αντετοκούμπο, ο πολυτιμότερος παίκτης του καλύτερου πρωταθλήματος στον κόσμο, αμέσως θεωρήσαμε ότι η ομάδα βρήκε το σωτήρα της, έναν αθλητή, δηλαδή, που θα μπαίνει στο γήπεδο και αμέσως όλοι οι υπόλοιποι θα κάνουν στην άκρη για να τον βλέπουν να σκοράρει! Καλλιεργήθηκε μια αντίληψη ότι η εθνική μας είναι μια ομάδα πολύ υψηλότερου επιπέδου απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα και ακούστηκαν και στόχοι για μετάλλιο κ.λπ. Αυτό που ξεχνάμε, όμως, είναι ότι στα ομαδικά αθλήματα ποτέ ένας αθλητής μόνος του δε μπόρεσε να κερδίσει χωρίς τη στήριξη της υπόλοιπης ομάδας. Ο Γκάλης το 1987 και το 1989 είχε πλάι του το Γιαννάκη, το Φασούλα, το Χριστοδούλου. Ο Τζόρνταν άρχισε να κερδίζει πρωταθλήματα όταν πλαισιώθηκε με τον Πίπεν και τον Πάξον. Αν, λοιπόν, δεν κάνουν την υπέρβασή τους και οι συμπαίκτες του Γιάννη στην ομάδα, τότε οι αντίπαλοι θα τον μπλοκάρουν και η ομάδα θα βραχυκυκλώνει. Αυτό που χρειάζεται δεν είναι να αντιμετωπίζουμε τον καλύτερό μας παίκτη (και καλύτερο παίκτη του κόσμου) ως εν δυνάμει σούπερμαν και σωτήρα (γιατί χωρίς αυτόν δύσκολα θα περνούσαμε και στους 16), αλλά να φροντίσουμε ώστε να ανέβουν επίπεδο μαζί του και οι άλλοι παίκτες μας.
Εδώ πια αρχίζουν τα δύσκολα! Ανεξάρτητα από την πορεία της εθνικής μας, για να υπάρχει επιτυχημένη πορεία στο μέλλον, θα πρέπει να διαμορφωθεί ένα πλαίσιο παραγωγής αθλητών υψηλού επιπέδου. Αυτό προϋποθέτει δουλειά στις υποδομές των ομάδων και στο σχολικό αθλητισμό, περιφρούρηση του επιπέδου των πρωταθλημάτων στο ερασιτεχνικό και ημιεπαγγελματικό επίπεδο και αναβάθμιση του επαγγελματικού πρωταθλήματος, μέσα από επενδύσεις των ομάδων αλλά και συνεργασία με την ομοσπονδία. Υπάρχει διάθεση να γίνουν αυτά; Μάλλον όχι. Φέτος το πρωτάθλημα δυναμιτίστηκε μετά την αποχώρηση του Ολυμπιακού και το συνακόλουθο υποβιβασμό του, την άρνηση του Παναθηναϊκού να κατέβει σε αγώνα και τον συνακόλουθο μηδενισμό που είχε ως αποτέλεσμα αλλαγές στην τελική κατάταξη και αρκετές παλινωδίες. Μπορεί να έχει τύχη η εθνική μας ομάδα όταν προέρχεται από τέτοιο πρωτάθλημα; Νομίζω πως όχι, ακόμα κι αν τα μεγάλα της αστέρια αγωνίζονται εκτός Ελλάδος (Μιλγουώκι Μπακς, Φενέρμπαχτσε κ.λπ.).
Ο προγραμματισμός και η ομαδική προσπάθεια αποτελούν τη βάση των σταθερών επιτυχιών τόσο για τις ομάδες όσο και για τα σύγχρονα κράτη. Αλλά εμείς παραμένουμε «ωραίοι» και «ανεκσυγχρόνιστοι» ως Έλληνες!!
Source: Arta News