Θα έπρεπε όλοι να φάμε στης Ιοκάστης στην ΑΘΟΑ

Share:

Μετά τα θεατρικά ταξίδια σε Ιταλία, Σουηδία και Μεγάλη Βρετανία, η Α.Θ.Ο.Α. μας επιστρέφει στα πάτρια εδάφη, ανεβάζοντας το γνωστό έργο του Άκη Δήμου, «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης». Δεν είναι εύκολο να κατατάξει κανείς σε κάποια από τις κλασικές μορφές κωμωδίας το συγκεκριμένο έργο. Ο πολύπειρος Κώστας Γεωργουσόπουλος το κατατάσσει στην κατηγορία του ελληνιστικού φλύακα, μιας ειρωνικής και συχνά χλευαστικής και γελοιογραφικής παρωδίας των τραγικών μύθων. Ένα θεατρικό κατ΄ αρχάς υβρίδιο που εξευτέλιζε και έβγαζε τη γλώσσα στον μύθο των Ατρειδών ή στα πάθη των Λαβδακιδών ή στους ήρωες των ομηρικών επών. Σύμφωνα με τον εγκριτότατο κριτικό, «ο φλύακας εξελισσόμενος έγινε αστικότερος και κατειρωνευόταν τα οικογενειακά σύνδρομα, τα νόθα, τις μοιχείες, τη φιλαργυρία και την υποκρισία των νοικοκυραίων. Αλλά πάντα ως είδος διέφερε από τη λαϊκή φάρσα ακριβώς διότι ο φλύακας δεν ήταν από τη γέννα του είδος λαϊκό. Είχε μια λόγια ρίζα και γραφόταν από μάλλον μορφωμένους συγγραφείς, ενώ η λαϊκή φάρσα καταγόταν από τους μίμους και τους αυτοσχεδιασμούς».

Ο Δήμου είναι ένας συγγραφέας που, έως το έργο αυτό, είχε κυρίως διεισδύσει σε βαθιές πτυχές της ανθρώπινης ψυχής με μια ιδιαίτερη κλίση προς την αποκάλυψη των αινιγμάτων της γυναικείας ιδιοσυστασίας. Μια γυναίκα είναι βέβαια και το κεντρικό πρόσωπο κι αυτού του έργου, αλλά εδώ κυριαρχεί το σουρεαλιστικό στοιχείο και εκτροχιάζεται κάθε λογική θεατρικού σχεδίου. Συνειδητά. Στόχος του έργου είναι το ξεγύμνωμα της αστικής υποκρισίας μέσω της θεατρικότητας, ενώ στόχος μιας λαϊκής φάρσας είναι η θεατρικότητα με πρόσχημα την κοινωνική κριτική. Η λογιότητα του Δήμου αποδεικνύεται από τον προσεκτικό σχεδιασμό των σχέσεων των ηρώων και των ηρωίδων του. Σε μια νύχτα, όπως στις φάρσες του Φεντώ, σ΄ ένα τυπικό μεγαλοαστικό και κίτς σαλόνι συγκεντρώνεται μία οικογένεια και υφίσταται μια πλήρη διάλυση χάρη στην επέμβαση ενός πεθαμένου και ενός παντογνώστη, παντοδύναμου και ακαταγώνιστου αλλοδαπού υπηρέτη. Το φάντασμα που συχνά παραπέμπει στον πατέρα του Άμλετ, η κυρία του σπιτιού που ως Ιοκάστη μπερδεύει τον Άνδρα της με τον Άνδρα της Κλυταιμνήστρας, Αγαμέμνονα, όλο αυτό το αχνό αλλά υπαρκτό υπόστρωμα των θεατρικών μύθων λειτουργεί για να ξεσκεπαστεί ένας κόσμος αδίστακτος, βουλιμικός, παιδαριώδης μια κοινωνία γνώριμη, που κυβερνάται από έναν οίστρο χωρίς έμπνευση. Ο Κόσμος του Δήμου είναι εικόνα και ομοίωση της τηλεοπτικής ηθικής. Ευτελίζει σειρές όπως η «Λάμψη» ή η «Τόλμη και Γοητεία» όπου τα μέλη μιας μείζονος οικογένειας μάνες, πατέρες, γιοι, θυγατέρες, νόθοι και γνήσιοι είχαν πλαγιάσει αδίστακτα και «φυσικά» χωρίς ενοχές μεταξύ τους.

Σε μια σουρεαλιστική κωμωδία, στην οποία κυριαρχεί το παράλογο, αν υπογραμμίσεις το παράλογο, τότε το έχεις χάσει. Πόσο μάλλον όταν η υπογράμμιση γίνεται με στόχο «να γίνει αντιληπτό από το κοινό». Ο Χρήστος Χρήστου απέφυγε αυτή την παγίδα και σκηνοθέτησε το έργο αντιμετωπίζοντας τις υπερρεαλιστικές καταστάσεις ως απολύτως φυσιολογικές. Οι πιο υπερβολικές καταστάσεις εμφανίζονται χωρίς υπογραμμίσεις και εντάσεις, με τρόπο αβίαστο και απλό, έτσι ώστε το γέλιο να προκύπτει αυθόρμητα και πηγαία. Η σκηνοθεσία του ανέδειξε την ουσία του έργου και βοήθησε τους ηθοποιούς.

Οι ρόλοι ευτύχησαν ιδιαιτέρως στη διανομή και είναι εξαιρετικά θετικό το γεγονός ότι η Α.Θ.Ο.Α. συνταιριάζει έμπειρους ηθοποιούς με νέα παιδιά που ξεκινούν την πορεία τους στο θέατρο, με μεγάλες αξιώσεις. Στους γυναικείους ρόλους η Νατάσσα Μπότσαρη, στον κεντρικό ρόλο της Ιοκάστης Παπαδάμου, πλάθει με τρόπο λιτό κι απέριττο μια ιδιαζόντως αφελή στο σουρεαλισμό της περσόνα που πείθει και στην παραμικρή λεπτομέρεια για τη φυσικότητα της συμπεριφοράς της. Θυμίζει τη Μαίρη Αρώνη στο «Μια τρελή-τρελή οικογένεια» και τη Ρένια Λουιζίδου στον ομώνυμο ρόλο στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου, χωρίς να μιμείται ούτε τη μία ούτε την άλλη. Η Λαμπρίνα Σκορίλα, στον απαιτητικό ρόλο της κόρης της Ιοκάστης, Κάτιας Παπαδάμου, μας κάνει να πιστέψουμε ότι και στην καθημερινότητά της είναι μια εξαιρετική σεφ που αναζητά κάποιον για να γίνει ο πατέρας του παιδιού της! Οι κινήσεις της είναι  απολύτως φυσικές και η στάση της όταν δε μιλά δείχνει έμφυτο ταλέντο. Η Ιωάννα Μωραΐτη, ως Νάντια, Λετονή αισθητικός και πέτρα του σκανδάλου, αποδίδει με απόλυτη πειστικότητα τόσο στη φωνή, όσο και στην κίνηση την ουσία του ρόλου της.

Στους ανδρικούς ρόλους οι ηθοποιοί τα κατάφεραν εξίσου καλά. Ο Λάμπρος Μπαβέτσιας, στο ρόλο του φαντάσματος του Ρωμύλου Παπαδάμου, συζύγου της Ιοκάστης που είναι εδώ και καιρό νεκρός από αεροπορικό δυστύχημα, ισορροπεί μεταξύ σοβαρού και αστείου, χωρίς να πέφτει στην παγίδα της υπερβολής και του εντυπωσιασμού. Οι εκφράσεις του προσώπου του, ειδικά στις στιγμές όπου επέρχεται ανατροπή των όσων πίστευε, είναι αβίαστες και απολύτως φυσικές, δείχνοντας υψηλό επίπεδο θεατρικής εμπειρίας. Ο Στάθης Γιαλιτάκης, ως αλλοδαπός (Εσθονός) υπηρέτης με καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη του έργου, δίνει ένα εξαιρετικά υποσχόμενο δείγμα ταλέντου σε υψηλό επίπεδο. Οι κινήσεις του, οι παύσεις, οι εκφράσεις του είναι τέτοιες που προκαλούν αβίαστο γέλιο με τρόπο φυσικό, ακόμα και στις πιο σουρεαλιστικές καταστάσεις. Ο Κώστας Κοτσιάνης, ως οικογενειακός φίλος και συνεταίρος του Ρωμύλου, Κοσμάς, αποδίδει με ένταση φυσική το άγχος του λαμόγιου που περιμένει να του «κάτσει»η δουλειά, αλλά και με απλότητα αφοπλιστική την έπαρση του αρσενικού που θέλει να έχει δικές του όλες τις γυναίκες που τον περιτριγυρίζουν. Ο Βαγγέλης Βλαχοπάνος, ως γιος της Ιοκάστης, Στέφανος Παπαδάμος, πλάθει ένα υποκριτικό διαμάντι, ειδικά στις περιπτώσεις όπου πρέπει να εκφράσει ανοιχτά τις σεξουαλικές του προτιμήσεις. Αν αποφασίσει να συνεχίσει τη θεατρική του πορεία, τον περιμένει μέλλον ελπιδοφόρο.

Οι φωτισμοί του σκηνοθέτη και ο χειρισμός τους από τους Γ. Καλαρρύτη και Δ. Παπανικολάου υπηρετούν το συνολικό σχέδιο με επιτυχία, η Μίνα Παππά σχεδίασε κοστούμια που αναδεικνύουν το χαρακτήρα του ρόλου τους, το σκηνικό σε επιμέλεια – κατασκευή Γιώργου Παπαδόπουλου και Γ. Βλάχου αναδεικνύει το κιτς που επιθυμεί να σατιρίσει ο συγγραφέας. Μια καλοστημένη και άψογα δοσμένη παράσταση. Αξίζουν συγχαρητήρια στην Α.Θ.Ο.Α. που τολμά να ανεβάζει και σύγχρονο ελληνικό θέατρο, με έργα που συνδυάζουν την ποιότητα με την απήχηση στο κοινό!

Source: Arta News

Previous Article

Ανακοίνωση από τον Γ.Α.Σ. Αναγέννηση Άρτας

Next Article

Οι σταυροί για τον Δήμο Αρταίων

Σχετικά άρθρα