Έγερνε στο τέρμα της η μέρα που ο άνθρωπος θανάτωσε τον Θεό, η Παρασκευή εκείνη του Πάσχα, η πιο ιδιαίτερη μέρα στην ιστορία του ανθρώπου. Οι τελευταίες αχτίνες χάιδεψαν μελαγχολικές το σώμα του μεγάλου νεκρού στον γυμνό λόφο του Κρανίου, καθώς τις αποτραβούσε βιαστικά ο πατέρας τους ήλιος, μη υποφέροντας άλλο να βλέπει, θέαμα φριχτό, τον Κτίστη του επάνω στον σταυρό.
Το θλιβερό δειλινό αγκάλιαζε με το θαμπό του φως την τραγική φιγούρα της μάνας, που ολημερίς συνέπασχε με τον σταυρωμένο της γιο. Εκείνος τώρα κρεμόταν άψυχος, νεκρός, καθηλωμένος στον σταυρό. Η ρομφαία του Συμεών είχε κάνει κομμάτια την καρδιά της. Εκεί στα πόδια του σταυρού θα είχε αφήσει την πνοή της κι αυτή, αν δεν την είχε δυναμώσει ο γιος της, που φάνταζε αδύναμος στα μάτια όλων κι εγκαταλειμμένος, μα που γι’ αυτήν δεν έπαυε να είναι ο παντοδύναμος Θεός. Θα ’σβηνε η μάνα από τον πόνο της, γιατί δεν πόνεσε ποτέ κανένας σαν αυτήν. Κι αυτό, γιατί και η αγάπη της ξεπερνούσε κάθε αγάπη.
Και τώρα; Τι θ’ απογινόταν ο μονογενής της άταφος, γυμνός, αναρτημένος στον σταυρό; Οι στρατιώτες έσπασαν τα πόδια των ληστών που είχαν σταυρωθεί μαζί του, για να ξεψυχήσουν. Μα αυτόν δεν τον πείραξαν. Δεν τους δόθηκε τέτοιο δικαίωμα. «Οστούν ου συντριβήσεται αυτού». Δεν ήταν ένας κοινός κατάδικος, αν «και μετά ανόμων ελογίσθη». Ήταν ο πασχάλιος αμνός του κόσμου, άμωμος, τέλειος, αρτιμελής, διαλεγμένος ιδιαίτερα χωρίς ψεγάδι. Αμνός που προοριζόταν για τροφή, τροφή για να ζήσει ο κόσμος. «Ο βασιλεύς των βασιλευόντων» προσφέρθηκε εκούσια να σφαγεί και να δοθεί, ως «αρνίον εσφαγμένον», «εις βρώσιν τοις πιστοίς».
Μια λόγχη μόνο τόλμησε να τρυπήσει την πλευρά του, για να εξέλθει «αίμα και ύδωρ», αιώνια μαρτυρία του πραγματικού του θανάτου, εικόνα των δύο Διαθηκών, Παλαιάς και Καινής, και συνάμα συμβολική απαρχή της μέλλουσας αναγέννησης του πλάσματός του.
Μα να, που στο αχνό λυκόφως της Παρασκευής κάποιες σκιές γλιστρούν ως τον σταυρό. Οι κρυφοί μαθητές του τολμούν. Ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος, άρχοντες επίσημοι, αψήφησαν τον φόβο των Ιουδαίων κι επιχείρησαν ο,τι δεν τόλμησαν οι απόστολοι.
Αποκαθήλωσαν τον σεπτό νεκρό απ’ τον σταυρό. Τον άλειψαν με μύρα, σμύρνας και αλόης μίγμα, «ως λίτρας εκατόν», που έφερε μαζί του ο Νικόδημος. Τον σαβάνωσαν με καθαρό σεντόνι. Τον έβαλαν σε τάφο καινούργιο, λαξεμένο σε βράχο, σ’ έναν κήπο κοντά στον Γολγοθά. Δεν είχαν καιρό να τον πάνε μακριά.
Αλλοιωμένος απ’ το γεγονός της σταύρωσης ο Ρωμαίος κεντυρίωνας Λογγίνος, μετά την αναφορά του στον Πιλάτο για τον θάνατο του Ιησού, πιστός στον λόγο του προς τη μητέρα, συνέδραμε με δύο αφοσιωμένους πραιτωριανούς του τους κρυφούς μαθητές.
Η μάνα έσφιξε στην αγκαλιά της το αιμόφυρτο άψυχο σώμα του παιδιού της και, βλέποντας πλέον τη ζωή «εν τάφω», αναλύθηκε σε σπαραχτικό, πλην θεοπρεπή, επιτάφιο θρήνο. Την κτίση ολόκληρη κάλεσε με το ανθρώπινο γένος αντάμα να τη συνδράμουν στο πρωτόγνωρο πένθος της. «Κλαύσατε και θρηνήσατε συν εμοί, τη του Θεού υμών μητρί».
Στην άφατη θλίψη της ράγισαν και τα άψυχα. Για μια ακόμη φορά τα σπλάχνα της δονήθηκαν ισχυρά. Στο πένθιμο σύννεφο που κάλυπτε πυκνό την ταλαιπωρημένη της ψυχή, στιγμές-στιγμές αναδύονταν πονεμένες οι μορφές των προπατόρων της, που ποικιλότροπα σε άλλες εποχές παλιές προτύπωσαν το πάθος του δικού της γιου.
– Αγία μου μητέρα, Σάρρα! Και συ, Αβραάμ, αγαπημένε μου πατέρα! Τι πόνο αβάσταχτο κατάφερε ν’ αντέξει η καρδιά σας! Τότε που φορτωμένο με τα ξύλα της θυσίας του προπέμπατε για τη σφαγή τον λατρευτό σας γιο, τον Ισαάκ. Τον γιο μου με τον πολυστέναχτο σταυρό στον ώμο εικόνιζε από τότε ο δικός σας γιος. Πως νοιώθω τώρα τον βαθύ σας πόνο! αναφωνούσε η μάνα μες στους στεναγμούς.
Μα ήρθε η ώρα που η πέτρα κύλησε βαρειά κλείνοντας τη θύρα του σκαμμένου βράχου. Το μνημείο σφραγίστηκε. Η νύχτα του Πάσχα είχε πέσει καταθλιπτική. Ο σκοτεινός τάφος έκρυψε την πηγή της ζωής. Όμως και έτσι, πάλι οι Εβραίοι δεν μπορούσαν να ησυχάσουν. Και νεκρός ακόμα ο Υιός του Ανθρώπου τους τρόμαζε. Η παράξενη πρόρρησή του για τριήμερη έγερση τους τρέλλαινε. Μια ισχυρή κουστωδία ανέλαβε τη φρούρηση του τάφου. Δεν υπήρχαν πια περιθώρια για απρόβλεπτα λάθη. «Η εσχάτη πλάνη» θα ήταν «χείρων της πρώτης».
Στηριγμένη στο χέρι της Μαγδαληνής Μαρίας «η άλλη Μαρία», πονεμένη ως τα κατάβαθα μα όχι απελπισμένη, αποτραβήχτηκε. Η Σαλώμη, κόρη του Ιωσήφ, και ο γιος της Ιωάννης, πιστοί στον λόγο του Διδασκάλου, την έφεραν σπίτι. Καιρός ήταν! Η τσακισμένη μάνα έπρεπε να ησυχάσει. Το σπίτι του Ζεβεδαίου ήταν ζεστό. Όλοι τους εκεί της ήταν αγαπητοί. Δικοί της άνθρωποι, παιδιά και εγγόνια του Ιωσήφ, μέλη της δικής της οικογένειας.
Ήταν μεγάλη η μέρα εκείνου του Σαββάτου. Μέρα του Πάσχα. Ιερή. Και «όλοι ησύχασαν κατά την εντολήν». Αυτήν που δόθηκε τη νύχτα του πρώτου τους Πάσχα. Τη νύχτα της εξόδου τους από την Αίγυπτο. Καμμιά δουλειά δεν επιτρεπόταν τη μέρα της μεγάλης γιορτής. Οι γυναίκες έχοντας έτοιμα αρώματα και μύρα περίμεναν υπομονητικά τη δεύτερη νύχτα.
Μα ο νους της μάνας έτρεχε. Ακολουθούσε τον γιο της βήμα-βήμα. Τον συνόδεψε στην επώδυνη ατιμωτική πορεία του ως τον σταυρό. Συμπορευόταν και τώρα νοερά μαζί του στη θριαμβευτική του κάθοδο στον Άδη. Ήξερε ότι γέννησε Θεό και όχι άνθρωπο η Μαρία. Μα ο άρχοντας του κόσμου τούτου πλανήθηκε οικτρά. Δεν μπόρεσε να καταλάβει εγκαίρως το μέγα μυστήριο, που «εν σιγή», κι απ’ τους αγγέλους ακόμα μυστικά, τελεσιουργήθηκε. Πίστεψε πως θανάτωσε αδύναμο άνθρωπο, μα βρήκε μπροστά του παντοδύναμο Θεό. Ο πονηρός δράκοντας δέθηκε. Λούφαξαν οι σκοτεινές του στρατιές.
Οι φυλακισμένες ψυχές περίμεναν έτοιμες. Αιώνες ανυπομονούσαν στα σκοτεινά υποχθόνια βασίλεια. Οι μεγάλοι προφήτες, Μωυσής, Ησαΐας και λοιποί, τους μετέφεραν τα παρήγορα μηνύματα για την έλευση του ελευθερωτή. Ο τραγικός Αισχύλος τους μιλούσε για τον γιο της παρθένου Ιούς, που κάποια στιγμή θα ελευθέρωνε τον δεσμώτη πάνω στον βράχο του Καυκάσου Προμηθέα και θα έσπαζε τα δεσμά όλων τους.
Πρόσφατα ο Θεοδόχος Συμεών τις ξεσήκωσε. Βεβαίωσε ότι πήρε βρέφος τεσσαρακονθήμερο στα χέρια του τον ερχόμενο Κύριο. Και μόλις πριν από λίγο κατέφθασε «χαίρων» ο Πρόδρομος Ιωάννης, κομίζοντας χαρμόσυνο «ευαγγέλιο». Το συνταρακτικό νέο ήταν πως είχε βαπτίσει με τα χέρια του στον Ιορδάνη τον αναμενόμενο Λυτρωτή. «Νυν εγγύτερον η σωτηρία», τους είπε. «Ήγγικεν» η ώρα. Μπορούσαν τώρα οι δεσμώτες να σηκώσουν τα κεφάλια τους. Να ανακύψουν γεμάτοι ελπίδα και χαρά. Η απολύτρωση πλησίαζε.
Και να, που το σκοτεινό βασίλειο του Άδη άστραψε στο φως και «η δόξα Κυρίου» περιέλαμψε τα πάντα: Ουρανό και γη και τα καταχθόνια. Ο θάνατος νικήθηκε κατά κράτος. Το φαρμακερό του κεντρί έσπασε. Το βασίλειό του σκυλεύθηκε. Έγινε λάφυρο στα χέρια του νικητή. Τα θεμέλιά του σαλεύθηκαν. Οι χάλκινες πύλες του Άδη άνοιξαν διάπλατα. Ο Χριστός, νικητής του θανάτου, τις έσπασε και πάτησε πάνω τους. Οι σιδερένιοι μοχλοί και τα κλείθρα τους τινάχτηκαν μακριά. Οι πυλωροί παρέλυσαν από τον φόβο. Παγγενής ο Αδάμ και η Εύα άπλωσαν τα χέρια τους στον νικητή και αυτός τους ύψωσε στα ουράνια.
Ένα πρωτόφαντο θέαμα, μια θριαμβική πορεία ακολούθησε. Ο «πρωτότοκος εκ των νεκρών», εν μέσω πολλών αδελφών, με αρίθμητη πανστρατιά πίσω του ανέβηκε «εις ύψος». Εισήλθε ως «Μέγας Αρχιερεύς» στα επουράνια «Άγια των Αγίων», στον μέχρι τότε κλεισμένο παράδεισο. Είχε προσφέρει μια για πάντα τον εαυτό του ιλαστήρια θυσία για όλους.
Τα Χερουβίμ που φρουρούσαν τη σφραγισμένη πύλη της Εδέμ, παραμέρισαν. Η στρεφομένη «φλογίνη ρομφαία» τους έσβησε παραδόξως, καθώς αντίκρυσε προπορευόμενο το ξύλο του Σταυρού. Ο ληστής πλησίασε πρώτος και άνοιξε, «βαλών» ως «κλείδα το “μνήσθητί μου”». Ο Παράδεισος «πάλιν ηνέωκται». Ο Αδάμ και η Εύα επανήλθαν στο σπίτι τους. Η εξορία τους έληξε πλέον. «Το αρχαίον κάλλος» άστραψε ξανά στα πρόσωπά τους.
«Ο νέος Αδάμ» έλυσε μια για πάντα την κατάρα «της προμήτορος Εύας». «Ο αρχαίος όφις» κατάφερε μόνο να πληγώσει τη φτέρνα του. Μα «ο Υιός της Παρθένου» είχε συντρίψει τώρα οριστικά την κεφαλή του.
Η πλατειά καρδιά της μάνας τα ’νοιωθε όλα αυτά, τα ζούσε και φούσκωνε όλο και πιο πολύ απ’ τη λαχτάρα. Πήγαινε να σπάσει απ’ την ανυπομονησία.
– Γιέ μου! Μη με αφήνεις μόνη μου! ψιθύριζε. Μη φεύγεις προσπερνώντας με, εμένα τη μητέρα σου, σιωπηλός. Μην ξεχάσεις να κάμεις ο,τι προείπες. Δείξε μου την ανάστασή σου.
Το Σάββατο έφυγε. Η νύχτα σκέπασε ξανά τα πάντα, μα πριν καλοφέξει, στης τρίτης μέρας την αυγή, η μάνα σηκώθηκε. Οι γυναίκες γύρω της την κατάλαβαν. Ετοίμασαν τα μύρα για τον τάφο. Μα η μάνα δεν περίμενε. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Πήρε το δρόμο πρώτη μες στο σύθαμπο της αυγής. Την πρόλαβε η Μαγδαληνή και βάδισαν μαζί μέχρι τον τάφο.
Μα σαν έφτασαν εκεί πάγωσαν. Ένας φωτεινός άγγελος βρισκόταν μπροστά τους. Η όψη του έλαμπε σαν αστραπή, τα ρούχα του κατάλευκα σαν χιόνι. Καθόταν πάνω στην πέτρα που είχε αποκυλίσει από τη θύρα του μνημείου.
– Μη φοβάστε! τους είπε. Ξέρω πως ζητάτε τον σταυρωμένο Ιησού. Μα δεν είναι εδώ. Αναστήθηκε. Κοιτάξτε το άδειο μνημείο, όπου βρισκόταν το σώμα του.
Λέγοντας αυτά παραμέρισε. Τις άφησε να μπουν στον τάφο και να δουν. Ήταν αλήθεια λοιπόν! Ο Υιός του Ανθρώπου δεν ήταν εκεί. Η φθορά του τάφου δεν μπόρεσε να αγγίξει το άγιο σώμα του.
– Και τώρα, συνέχισε ο άγγελος, τρέξτε! Πείτε τη χαρμόσυνη είδηση στους μαθητές. Ιδιαίτερα στον Πέτρο. Θα τους συναντήσει όλους ξανά στη Γαλιλαία.
Οι γυναίκες βγήκαν απ’ το κενό μνημείο εκστατικές. Έτρεμαν απ’ τη χαρά και τον φόβο. Πήραν τον δρόμο τρέχοντας να φέρουν το νέο στους μαθητές.
Η λαχτάρα της μάνας έφτασε στο αποκορύφωμα. Δεν εύρισκε διέξοδο να καταλαγιάσει.
– Γιέ μου! μουρμούριζε συνεχώς και έτρεχε.
Μα να, μπροστά της ολοζώντανος, αστραφτερός, ερχόταν Εκείνος να τη συναντήσει. Η μάνα τον ατένισε και σάστισε. Τίποτε πια δεν θύμιζε το καταπληγωμένο άψυχο κορμί, που είχε αγκαλιάσει σφιχτά για τελευταία φορά πριν κλείσει ερμητικά ο τάφος. Μπροστά της έστεκε φωτεινός, ολόλαμπρος, ο Κύριος της δόξας. Ο Υιός του Θεού.
– Χαίρετε! αντήχησε στ’ αυτιά της η γνώριμη γλυκειά φωνή.
Η μάνα πλησίασε διστακτική. Από κοντά της η Μαγδαληνή.
– Μη φοβάστε! ξανάπε Εκείνος.
Η μάνα έπεσε στα πόδια του. Τα κράτησε ευλαβικά. Δεν ήταν όραμα, αέρας, φαντασία. Έπιανε σάρκα και οστά. Στα χέρια της κρατούσε αληθινό ανθρώπου σώμα. Στα πόδια και στα χέρια φαίνονταν τα σημάδια όπου μπηχτήκαν τα καρφιά. Μα ήταν σώμα ζωντανό, θεραπευμένο από πληγές, λαμπερό, νεανικό, υγιέστατο. Σώμα διαφορετικό, αθάνατο.
Η μάνα έβλεπε και προσκυνούσε τώρα ταπεινά, «εν ετέρα μορφή», όχι απλώς τον γιο της, μα τον ίδιο τον Θεό.
Η καρδιά της πλημμύρισε από χαρά. Ήρθε στη θέση της ξανά. Ο γιος της δεν την είχε αγνοήσει. Δεν την προσπέρασε σιωπηλός. Της φανερώθηκε αναστημένος και την τίμησε, όπως της είχε υποσχεθεί, στης τρίτης μέρας την αυγή, τη «μία των Σαββάτων». Της αποκάλυψε την άνω Ιερουσαλήμ, τη νέα Σιών, την καινή κτίση που εγκαινίασε. Της έδειξε το ανέσπερο φως της όγδοης ημέρας που άπλετο αναπηδούσε απ’ το κενό μνημείο.
Άνοιξε η μάνα την καρδιά της διάπλατα και λούστηκε στο φως αυτό. Η ψυχή της χόρτασε. Ο αναστημένος γιος της τη μεταμόρφωσε. Της έδωσε νέα πνοή.
Και στο εξής, για την υπόλοιπη ζωή της από ’κεί και μπρος, η μάνα ήταν πια… μια «άλλη Μαρία».
π. Δημητρίου Μπόκου
«…ήλθε Μαρία η Μαγδαληνή
και η άλλη Μαρία θεωρήσαι τον τάφον» (Ματθ. 28, 1)
Source: Arta News