Οι μέρες των γιορτών δίνουν τη δυνατότητα σε όποιον το επιθυμεί να απολαύσει την ανάγνωση καλών βιβλίων, μια διαδικασία που μπορεί να φαίνεται πολυτέλεια μέσα στη δίνη της καθημερινότητας, δεν παύει όμως να προσφέρει στιγμές ποιοτικής ψυχαγωγίας, ιδίως σε περιόδους διακοπών. Κάποτε το διάβασμα δεν αποτελούσε συνήθη δραστηριότητα επειδή πολύς κόσμος δεν ήξερε να διαβάζει ή δεν διέθετε τα χρήματα που χρειάζονταν για να προμηθευτεί βιβλία. Σήμερα, όπως γράφει ο Κωστής Παπαγιώργης, «το ζήτημα δεν είναι η αγορά, η κατοχή ή η ικανότητα ανάγνωσης του βιβλίου, αλλά κάτι πολύ απλούστερο: ο χρόνος και η αναγκαιότητά του. Βιβλιοθήκες με δέκα, εκατό ή χίλια βιβλία σε κάνουν να αναρωτιέσαι ποιος τα διαβάζει, πόσο τα θυμάται και γιατί θα πρέπει να τα θυμάται. Μόλις τελειώσουν μια τάξη, οι μαθητές πετούν επιδεικτικά στους δρόμους τα αναγνωσματάρια με μεγάλη ανακούφιση. Τα κάτεργα τελείωσαν. Αλλά το φαινόμενο δεν τελειώνει εκεί. Βιβλία που αγαπήσαμε στα νιάτα μας, μετά από κάποιες δεκαετίες, έχουν την ίδια τύχη. (…) Βιβλία που κάποτε είχαν το σπάνιο κύρος της αλήθειας, μετά από μία δεκαετία, υποβιβάζονται σε έναν άψυχο όγκο χαρτί. (…) Όπως ο έρωτας, το βιβλίο έχει τη δική του ώρα: μιλάει μόνο σε κάποιες στιγμές, ενώ τις περισσότερες φορές μένει κλειδωμένο και βουβό. Όσο για τη μνήμη, την αληθινή τράπεζα των βιβλίων, έχει την ίδια συμπεριφορά: ξεχνάει χιλιάδες σελίδες για να συγκρατήσει μια φράση, μια σκηνή, ένα όποιο απόσπασμα. Οι αναγνώστες, γενικά, είναι άνθρωποι που διάβασαν μεν, αλλά προϊόντος του βίου λησμονούν μάλλον παρά θυμούνται». Στην ουσία, αυτό που μετράει από την ανάγνωση δεν είναι τόσο το τι ακριβώς θυμάσαι απ’ όσα διάβασες, αλλά τι εμπειρίες σου δημιουργεί η ίδια η ανάγνωση, ποια βιώματα αισθάνεσαι ότι σε αντιπροσωπεύουν από όσα είδες να βιώνουν οι ήρωες ή ποιες σκέψεις σε άγγιξαν τόσο ώστε να τις ενστερνιστείς και να τις καταστήσεις δικές σου για πάντα. Με την ιδέα, λοιπόν, ότι μια καλή εμπειρία αξίζει κάποιος να τη μοιραστεί με τους γύρω του, παίρνω το θάρρος να μιλήσω για τρία βιβλία που διάβασα την περίοδο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς και τα οποία με άγγιξαν βαθύτατα.
Το πρώτο από τα βιβλία αυτά ανήκει τυπικά στην κατηγορία της εφηβικής λογοτεχνίας, μπορεί, όμως, κάλλιστα να διαβαστεί από αναγνώστες κάθε ηλικίας, δεδομένου ότι αγγίζει ποικιλία θεμάτων. Πρόκειται για το μυθιστόρημα του Δημήτρη Μελικέρτη, «Ουφόψαρα», από τις εκδόσεις Πατάκη, το οποίο, μάλιστα, παρουσιάστηκε πρόσφατα και στην πόλη μας. Το βιβλίο παρουσιάζει την περιπέτεια μιας ετερόκλητης ομάδας (ένας έφηβος από κάποιον μακρινό πλανήτη ενός επίσης μακρινού γαλαξία του μέλλοντος, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι από την Ελλάδα του παρόντος, ένα ανδροειδές γυναικείας μορφής με εφηβικά χαρακτηριστικά και απροσδιόριστη ηλικία κι ένας μηχανικός παπαγάλος με δική του αντίληψη και ικανότητα ομιλίας), που συγκροτείται μέσα από απροσδόκητα (αρχικά) ή συνειδητά (αργότερα) ταξίδια στο χωροχρόνο. Ο συγγραφέας εκμεταλλεύεται την ευκαιρία που του δίνει η χρονική απροσδιοριστία για να δημιουργήσει επιστημονικά φανταστικούς ήρωες και πλάσματα που συμβάλλουν στην εξέλιξη της πλοκής (όπως ο τσιπουρόσαυρος Ρεξ, η πράκτορας της ΧωροΧρονικής Αστυνομίας, ένας καρεκλοκένταυρος, δηλαδή κένταυρος με πόδια και πλάτη καρέκλας κ.λπ.) προβληματισμένος, ίσως, από τις δυνατότητες παρέμβασης της Γενετικής στην εξέλιξη των ανθρώπων. Παράλληλα δεν διστάζει να ωθήσει τον αναγνώστη σε προβληματισμό και για άλλα, συνθετότερα ζητήματα, όπως η ζωή και ο θάνατος, οι σχέσεις μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών, η ηθική και η αίσθηση της τιμής, το ευ αγωνίζεσθαι και η εμμονή στην επιτυχία, με τρόπο όμως που δε μειώνει καθόλου την τέρψη της ανάγνωσης ή την αγωνία για την τελική κατάληξη της προσπάθειας των παιδιών αυτών αφενός να επιστρέψουν τα δύο γήινα παιδιά στη Γη (όπου ανήκουν), αφετέρου να ξεφύγουν από την καταδίωξη των διωκτών τους και να ζήσουν ελεύθερα. Πρόκειται για ένα βιβλίο που συνεπαίρνει τον αναγνώστη και συνδυάζει ψυχαγωγία με διασκέδαση!
Το δεύτερο βιβλίο κινείται σε τελείως διαφορετικό κλίμα, δεδομένου ότι αποτελεί μια αναφορά σε μια ειδική κατηγορία δημοτικών τραγουδιών. Πρόκειται για το βιβλίο του Κρίστοφερ Κινγκ, «Ηπειρώτικο μοιρολόι», από τις εκδόσεις «Δώμα». Δεν πρόκειται για μια μουσική ανάλυση των ηπειρώτικων μοιρολογιών, παρόλο που περιλαμβάνει και μουσικολογικές αναλύσεις. Δεν είναι λαογραφική καταγραφή τέτοιων τραγουδιών ή των εθίμων που τα συνόδευαν, παρόλο που αναφέρονται αρκετά τέτοια. Δεν είναι ούτε αυτοβιογραφία ούτε βιογραφία των Ηπειρωτών μουσικών, αν και βασίζεται στις προσωπικές εμπειρίες του συγγραφέα όταν αναζήτησε στοιχεία για Ηπειρώτες μουσικούς. Όπως γράφει ο Παντελής Μπουκάλας στην «Καθημερινή», «βραβευμένος μουσικός παραγωγός ο Κινγκ, πρωτίστως δε μανιώδης συλλέκτης δίσκων γραμμοφώνου, που δεν τους συγκεντρώνει για να τους απολαμβάνει μόνον αυτός αλλά για να τους επαναποδώσει στο ακροατήριο, ανακάλυψε στην Κωνσταντινούπολη δίσκους του Χαρισιάδη, 78 στροφών. Μαγεύτηκε ακούγοντάς τους και, απολύτως φυσικό, έγινε τακτικός επισκέπτης της Ηπείρου σαν κυνηγός της γεύσης και της γνώσης. Για να γνωρίσει, εκτός πολλών άλλων, την ιστορία του Ζούμπα και του Χαρισιάδη, δύο Ηπειρωτών Τσιγγάνων που η δουλειά τους τον έχει πείσει ότι η μουσική, η δική τους μουσική, δεν είναι απλώς ευχάριστη και διασκεδαστική· είναι ιαματική. Ακριβώς όπως τη θέλησε η αρχαιοελληνική φιλοσοφία». Αξίζει κανείς να διαβάσει το βιβλίο αυτό για να διαπιστώσει και τη μαγική επίδραση που ασκεί το ηπειρωτικό τοπίο στους ανθρώπους του, αλλά και την αντίστοιχη του τσίπουρου (χωρίς γλυκάνισο!!) που βρίσκει στο πρόσωπο του Κινγκ έναν εξαιρετικό πρεσβευτή.
Το τρίτο κατά σειράν (αλλά όχι και κατά σπουδαιότητα) βιβλίο μας πηγαίνει στην άλλη πλευρά του πολιτισμικού γίγνεσθαι, την Επιστήμη. Έχει, βεβαίως, παγιωθεί η αντίληψη ότι ο πολιτισμός μας διακρίνεται σε πνευματικό και τεχνολογικό, και ότι η Επιστήμη είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του τεχνολογικού πολιτισμού. Επομένως οι επιστήμονες είναι μια ομάδα από στυγνούς τεχνοκράτες οι οποίοι δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να ασχολούνται με τα τεχνολογικά τους επιτεύγματα και να αδιαφορούν για τον άνθρωπο και την ηθική και πνευματική του ολοκλήρωση. Κι όμως, ένας από τους διαπρεπέστερους επιστήμονες των θετικών επιστημών, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης, Στέφανος Τραχανάς, στο βιβλίο του «Το φάντασμα της όπερας», από τις Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, αντικρούει αυτή την παγιωμένη εδώ και χρόνια προκατάληψη. Η Επιστήμη, υποστηρίζει, σαν άλλο φάντασμα της όπερας (από το γνωστό έργο του Γκαστόν Λερού) κινεί τα νήματα του κόσμου μας. Εμφανίζεται όμως σε δύο διαφορετικές εκδοχές: το φάντασμα στη φύση και το φάντασμα στον πολιτισμό μας. Το φάντασμα στη φύση είναι οι θεμελιώδεις νόμοι που κυβερνούν τον φυσικό κόσμο από τα έγκατα της ύλης, ενώ το φάντασμα στον πολιτισμό μας είναι πλέον η ίδια η επιστήμη ως κοινωνικός θεσμός. Οι κοινωνίες μας θαυμάζουν την επιστήμη. Γνωρίζουν ότι σ’ αυτήν οφείλουν την υλική ευμάρεια που απολαμβάνουν. Όμως το αληθινό της πρόσωπο, τον θεμελιώδη αντιδογματισμό της, το πνεύμα του υγιούς σκεπτικισμού που τη χαρακτηρίζει, προτιμούν να μην το βλέπουν. Το βιβλίο επιχειρεί να συμφιλιώσει τον αναγνώστη μ’ αυτές τις λιγότερο οικείες όψεις της επιστήμης, ενώ παράλληλα υπογραμμίζει και το ηθικό περιεχόμενο που ενυπάρχει στην επιστημονική μέθοδο καθ’ εαυτήν: το δικαίωμα να αμφιβάλλεις έλλογα και η υποχρέωση να σκέφτεσαι ελεύθερα, αναγνωρίζοντας ως μόνη αυθεντία την εμπειρική πραγματικότητα.
Source: Arta News