Πάντα είχα την απορία ποιος και με ποια κριτήρια αποφασίζει την ονομασία των διάφορων έντονων καιρικών φαινομένων. Στην Αμερική, όπου συνηθίζουν να εμφανίζονται τυφώνες, αυτοί σχεδόν πάντα έχουν γυναικεία ονόματα. Πέρα από το κωμικοφανές της υπόθεσης, αν αναλογιστούμε το κλασικό γνωμικό «πυρ, γυνή και θάλασσα», θα τολμούσε να πει κανείς ότι οι «νονοί» των τυφώνων είναι μισογύνηδες και ότι κανείς τυφώνας, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, δεν έχει λάβει ανδρικό όνομα. Αυτό δεν αποτελούσε τιμή για τον κόσμο των μετεωρολόγων. Πιθανόν γι’ αυτό το λόγο τα ακραία καιρικά φαινόμενα, που ταλαιπώρησαν τη χώρα μας ιδιαίτερα το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε, δεν έλαβαν γυναικεία αλλά ανδρικά ονόματα, από έναν λογοτεχνικό ήρωα, εμπνευσμένο από κάποιον άνθρωπο που αγαπούσε σχεδόν πρωτόγονα τη ζωή και τις απολαύσεις της, κι από ένα υπαρκτό πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής ιστοριογραφίας. Πρόκειται για το «Ζορμπά» και τον «Ξενοφώντα», τους σχεδόν κυκλώνες που έπληξαν τη νότια Ελλάδα και ιδιαίτερα την Πελοπόννησο.
Εδώ είναι που μπερδεύομαι περισσότερο με τα κριτήρια επιλογής ονομάτων. Αν είναι τα ονόματα να αποτελούν εκπροσώπηση του τι μπορεί να φέρνει μαζί του ένα ακραίο καιρικό φαινόμενο, τότε κακώς έλαβαν τα ονόματα ενός λάτρη της ζωής κι ενός ικανότατου στρατηγού και ιστοριογράφου. Περισσότερο, μου φαίνεται, θα ταίριαζαν ονόματα πιο συγχρόνων μας, όπως Κώστας Σ., Άκης Τ., Κώστας Κ., Γιωργάκης, Λουκάς, Αντώνης, Ευάγγελος, Αλέξης, Γιάνης (με ένα Νι!!) και άλλα παρόμοια. Η απάντηση στο ερώτημα γιατί θα έπρεπε να επιλεγούν αυτά το ονόματα είναι περίπου αυτονόητη. Τα άτομα αυτά άφησαν πίσω τους πολύ περισσότερα (ψυχολογικά και ηθικά) ερείπια απ’ ό,τι οι κατά τα άλλα συμπαθείς «Ξενοφών και Ζορμπάς». Πρόκειται για δύο ακραία καιρικά φαινόμενα με πτώση θερμοκρασίας, δυνατούς ανέμους, βροχές κ.λπ.
Οι δύο ονοματισθέντες αποτελούν μέρος του ευρύτερου προβλήματος που ονομάζεται κλιματική αλλαγή η οποία με τη σειρά της έχει αλλάξει σταδιακά την αντίληψη των νεότερων για το πώς θα πρέπει να οργανώνεται η ζωή μιας οικογένειας. Παλαιότερα, το καλοκαίρι δεν έμπαινε με γερούς καύσωνες από τον Ιούνιο, αλλά προχωρούσε σταδιακά ως τα τέλη Ιουλίου, αρχές Αυγούστου, οπότε και ζέσταινε πολύ ο καιρός. Για το λόγο αυτόν οι περισσότεροι προγραμμάτιζαν διακοπές τον Αύγουστο. Ο Σεπτέμβριος έκλεινε την καλοκαιρία στην αρχή του, και περί τα μέσα Σεπτεμβρίου ξεκινούσαν δύο κακά των παιδιών: τα σχολεία και τα πρωτοβρόχια. Το Φθινόπωρο εξελισσόταν βροχερό και σταδιακά προς το πιο κρύο, με εξαίρεση τις μέρες του Αϊ Δημήτρη, τον Οκτώβριο, μέχρι να ξαναέρθει ο Χειμώνας. Όλα διακρίνονταν από μια τάξη και μια κανονικότητα. Η τάξη αυτή και η περιοδικότητα των εποχών διαμόρφωναν με τη σειρά τους τρόπους ζωής και οικονομικές σχέσεις. Οι αγρότες μπορούσαν να υπολογίζουν στις βροχές του Φθινοπώρου, στα κρύα του Χειμώνα, στις πιθανές βροχές του Μαρτίου ή του Απριλίου, στην καλοκαιρία του Ιουνίου. Ρύθμιζαν τη ζωή τους με τρόπο που μπορούσε να τους προσφέρει το μεροκάματό τους, βασισμένοι σε αυτήν την κανονικότητα. Οπωσδήποτε τα καιρικά φαινόμενα δεν ήταν πάντοτε αξιόπιστα, συνέβαιναν και σοβαρές καταστροφές που επέφεραν πολλές ζημίες, αλλά υπήρχε μια στοιχειώδης σειρά. Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει κατά πολύ και μαζί τους έχει αλλάξει και η ζωή των ανθρώπων. Η τεχνολογική εξέλιξη, σε συνδυασμό με την αλόγιστη καταστροφή της Φύσης και τη ρύπανση της ατμόσφαιρας, έχουν αλλάξει το κλίμα του πλανήτη.
Ζούσαμε σ’ ένα κλίμα εύκρατο και το καταντήσαμε σχεδόν τροπικό, θα πρέπει λοιπόν να κάνουμε όλοι κάτι πριν είναι αργά. Όπως αναφέρει και ο φημισμένος φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης, «το απαιτούμενο είναι µ ια νέα δυναμική πραγματικότητα που η σημασία της δεν μπορεί να συγκριθεί µε τίποτε άλλο στο παρελθόν. Αναφέρομαι σε µια πραγματικότητα που θα έβαζε στο κέντρο της ζωής του ανθρώπου σημασίες άλλες από την αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης και στόχους ζωής διαφορετικούς, για τους οποίους οι άνθρωποι θα μπορούσαν να πουν πως αξίζουν τον κόπο. Αυτό θα απαιτούσε, φυσικά, µια αναδιοργάνωση των κοινωνικών θεσμών, των εργασιακών, των οικονομικών, των πολιτικών και πολιτιστικών σχέσεων. Ένας τέτοιος προσανατολισμός, όμως, απέχει ανυπολόγιστα από τα όσα σκέπτονται και, ίσως, από τα όσα ποθούν οι άνθρωποι σήμερα. Αυτή είναι η μεγάλη δυσκολία που πρέπει να αντιμετωπίσουμε. Θα έπρεπε, σκέπτομαι, να θέλουμε µια κοινωνία στην οποία οι οικονομικές αξίες θα έχουν παύσει να κατέχουν κεντρική θέση, όπου η οικονομία θα έχει ξαναμπεί στη θέση της, δηλαδή θα έχει γίνει ένα απλό µέσο του ανθρώπινου βίου και όχι ύστατος σκοπός, στην οποία, επομένως, θα έχουμε παραιτηθεί από την τρελή κούρσα προς µια συνεχώς αυξανόμενη κατανάλωση. Αυτό δεν είναι απλώς αναγκαίο, για να αποφύγουμε την τελεσίδικη καταστροφή του γήινου περιβάλλοντος. Είναι αναγκαίο κυρίως, για να βγούμε από την ψυχική και ηθική εξαθλίωση των σύγχρονων ανθρώπων».
Source: Arta News