Η μεγάλη καταστροφή που έπληξε τη χώρα μας με τις πυρκαγιές που κατέκαψαν τα Γεράνια αλλά κυρίως την Ανατολική Αττική, όπου σημειωτέον υπήρξαν (τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές) 88 νεκροί, μεταξύ των οποίων και μικρά παιδιά, ανέδειξε μια μεγάλη πληγή του δημόσιου τομέα αλλά και γενικότερα της ελληνικής νοοτροπίας. Πρόκειται για τη φοβία της ανάληψης ευθυνών από τους οποιουσδήποτε υπεύθυνους ή καλύτερα αρμοδίους. Το λέω αυτό διότι στη χώρα μας υπάρχουν πάρα πολλοί αρμόδιοι κι ακόμα περισσότεροι αναρμόδιοι για κάτι, αλλά ελάχιστοι έως μηδαμινοί υπεύθυνοι για το ίδιο πράγμα. Ακόμα κι αν καταφέρεις να βρεις τον αρμόδιο για κάτι, το πιο πιθανό είναι να έχει μπλέξει κι αυτός σε ένα πλέγμα αλληλοσυγκρουόμενων ή αλληλοεπικαλυπτόμενων αρμοδιοτήτων οι οποίες συνήθως δεν οδηγούν πουθενά, ειδικά εάν το ζήτημα προς επίλυση είναι ιδιαιτέρως λεπτό και υπάρχει περίπτωση να θίξει κάποιους. Έχοντας βιώσει πριν κάποια χρόνια την εμπειρία της διαχείρισης ανθρώπινων πόρων, έχω μείνει κατά καιρούς έκπληκτος από το πόσο εύκολα οι αρμοδιότητες μπορούν να χαθούν σε ένα πλέγμα ασάφειας και αδυναμίας καθορισμού αρμοδιοτήτων ή (σε πολλές περιπτώσεις) επιμερισμού μιας αρμοδιότητας σε περισσότερους του ενός παράγοντες ώστε εύκολα ο ένας να σε παραπέμπει στον άλλο χωρίς να μπορείς να του προσάψεις κωλυσιεργία.
Έχω την εντύπωση ότι αυτό οφείλεται σε μια φοβία του πολίτη σε σχέση με τον κρατικό μηχανισμό, αλλά και του υπαλλήλου σε σχέση με την αντίδραση όχι μόνο του πολίτη, αλλά και των προϊσταμένων του. Στη χώρα μας αρνούμαστε να δεχτούμε ότι κάτι μπορεί να γίνεται καλόπιστα, ακόμα κι ένα λάθος το οποίο, με λίγη καλή διάθεση, μπορεί να διορθωθεί. Δεν υπάρχει η κουλτούρα της αξιολόγησης και του καταλογισμού ευθυνών, από τη στιγμή που όλοι έχουν το φόβο της απουσίας αντικειμενικών κριτηρίων αξιολόγησης και (πολύ περισσότερο) την αναξιοκρατία κατά τη διάρκεια της όποιας αξιολόγησης θα μπορούσε να υπάρξει. Δυστυχώς η εμπειρία από την πρόσφατη ιστορία δείχνει ότι όσοι διακατέχονται από τέτοιου είδους φοβίες έχουν βάση στην οποία μπορούν να στηριχτούν, αφού και αναξιοκρατία υπήρχε παλαιόθεν στις επιλογές του δημόσιου τομέα, αλλά και κομματικά κριτήρια κυριαρχούσαν (και ενίοτε κυριαρχούν) στις επιλογές στελεχών του δημοσίου. Το αποτέλεσμα είναι, λοιπόν, να έχουμε στην Ελλάδα πολλούς αρμόδιους αλλά λίγους υπεύθυνους.
Το πρόβλημα αυτό γίνεται μεγαλύτερο όταν εντοπίζεται στο χώρο της πολιτικής, όπου η φοβία της ανάληψης ευθυνών (υπό την απειλή του πολιτικού κόστους και της μη επανεκλογής, άρα και της απώλειας της όποιας καρέκλας και των απολαβών που αυτή συνεπάγεται) εμφανίζεται εντονότερα. Για να μη λέμε όμως λόγια του αέρα, ας δούμε πώς ακριβώς ορίζεται η λέξη ευθύνη και τι ακριβώς σημαίνει η ανάληψή της από κάποιον. Σύμφωνα με το έγκυρο λεξικό της «Πύλης για την ελληνική γλώσσα, η ευθύνη περιγράφεται ως εξής: 1.η υποχρέωση κάποιου να ανταποκριθεί σε ορισμένη εντολή, υπόσχεση, καθήκον κτλ. και να λογοδοτήσει, να απολογηθεί για τις σχετικές ενέργειες: (Aναθέτω / αναλαμβάνω μία ευθύνη). 2 Aίσθημα ευθύνης: (Εργασία με πολλές / ελάχιστες ευθύνες). 3 Zητώ ευθύνες από κάποιον. για κάτι., του ζητώ να δικαιολογήσει τις ενέργειές του σχετικά με αυτό: (Θα ζητηθούν ευθύνες για τη σπατάλη του δημόσιου χρήματος). 4. υπαιτιότητα: (Ποιος έχει / φέρει την ευθύνη για το ατύχημα; – Παραδέχομαι την ευθύνη μου. – Aποποιούμαι κάθε ευθύνη) 5. αρμοδιότητα: (Είναι ευθύνη του κράτους η δημιουργία νοσοκομείων και σχολείων). Στην αρχαιότητα η λέξη «ευθύνη» είχε τη σημασία του δημόσιου ελέγχου των πράξεων των αρχόντων (αρχ. ὑπέχω εὐθύνας: δίνω απάντηση, παρέχω εξηγήσεις).
Από όλα όσα αναφέρθηκαν γίνεται σαφές ότι ανάληψη ευθύνης χωρίς και ταυτόχρονη αποδοχή των επιπτώσεων που ενέχει η ευθύνη αυτή, δε μπορεί να νοηθεί. Ιδιαίτερα στην πολιτική, όπου τις περισσότερες φορές το λάθος δεν κρύβεται σε αυτά που έκανε κανείς αλλά κυρίως σε αυτά που δε μπόρεσε, σε θέλησε ή αμέλησε να κάνει. Σύμφωνα με τον καθηγητή Θ. Π. Λιανό, «τα λάθη των πολιτικών δεν είναι πάντοτε φανερά, διότι πολλά από αυτά δεν είναι πράξεις αλλά παραλείψεις. Ο πολίτης μπορεί εύκολα να αντιληφθεί τις πράξεις των πολιτικών και να τις κρίνει ως σωστές ή εσφαλμένες με βάση τα δικά του κριτήρια. Οι παραλείψεις όμως δεν είναι τόσο εύκολα αντιληπτές και η κρίση περί αυτών δεν είναι τόσο εύκολη. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι στην πολιτική ζωή οι παραλείψεις είναι συχνά πιο σημαντικές από τις πράξεις». Γι’ αυτό ας μη μας ξενίζει η αδυναμία κάποιου υπουργού να βρει λάθη σε όσα έγιναν για την αντιμετώπιση της πυρκαγιάς στην Ανατολική Αττική, δεδομένου ότι ο άνθρωπος εξέτασε όσα έγιναν, αλλά δεν σκέφτηκε όσα δεν έγιναν αλλά θα μπορούσαν να γίνουν!
Σημαντικό είναι επίσης να εξετάσουμε πώς εννοεί ο κάθε πολιτικός τη φράση «αναλαμβάνω την πολιτική ευθύνη» για κάτι. Αν στη λέξη ευθύνη ο πολιτικός δίνει τη σημασία της υποχρέωσης ή της αρμοδιότητας, οφείλει να διευκρινίσει με ποιον τρόπο θα υλοποιηθεί αυτή η υποχρέωση. Αν όμως δίνει τη σημασία της υπαιτιότητας, τότε οφείλει να υποστεί τις συνέπειες της ανάληψης των ευθυνών οι οποίες (στην πολιτική) σημαίνουν απομάκρυνση από τη θέση στης οποίας τις ευθύνες απέτυχε να ανταποκριθεί. Σε αντίθετη περίπτωση οι πολίτες μπορούν να αποδώσουν οι ίδιοι τις σχετικές ευθύνες μέσω της ψήφου τους στις εκλογές. Στο (όχι και τόσο μακρινό) 1989, ο αείμνηστος Ανδρέας Παπανδρέου είχε δηλώσει ότι αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη για το σκάνδαλο Κοσκωτά, χωρίς όμως να προβεί σε αποπομπές κορυφαίων υπουργών που σχετίζονταν μαζί του. Το αποτέλεσμα ήταν να χάσει μεγάλο μέρος της δύναμης του κόμματός του στις εκλογές. Αλλά κι αυτό να μη σκεφτεί κάποιος, η κοινή λογική ορίζει ότι δεν έχει νόημα να λες ότι αναλαμβάνεις την όποια (πολιτική, ηθική, ποινική ή άλλη) ευθύνη, αν δεν προβαίνεις και σε πράξεις που επιβεβαιώνουν αυτή την ανάληψη.
Στη χώρα μας υπάρχει περίσσεια λόγων και έλλειμμα έργων, περίσσευμα αρμοδίων και έλλειψη υπεύθυνων λειτουργών και πολιτικών. Είναι στο χέρι αυτών που βρίσκονται στις θέσεις ευθύνης να δικαιώσουν αυτούς που τους τις έδωσαν με την ψήφο τους ή να τους απογοητεύσουν.
Κώστας Κωσταβασίλης
Source: Politismos