Η πρόσφατη ανακοίνωση των βαθμών των πανελλαδικών εξετάσεων, αλλά και η διαδικασία συμπλήρωσης του μηχανογραφικού δελτίου που έχει ξεκινήσει εδώ και λίγες μέρες διαμορφώνουν ένα πλαίσιο που συγκεντρώνει τα φώτα της δημοσιότητας πάνω του για ένα κάποιο διάστημα, αποσπώντας την προσοχή μας από αυτή που θα έπρεπε να βρίσκεται μονίμως στο κέντρο των ενδιαφερόντων μας, μ’ άλλα λόγια την εκπαιδευτική διαδικασία στην ουσία της και στο σύνολό της. Έχω γράψει αρκετές φορές για το θέμα της εκπαίδευσης στη χώρα μας και δε θα ήθελα να λέω συνέχεια τα ίδια πράγματα, έλα όμως που τελικά όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν! Για το λόγο αυτό παραθέτω κάποια αποσπάσματα από παλαιότερες αναφορές μου στο θέμα, με την επισήμανση ότι δυστυχώς παραμένουν ακόμα δραματικά επίκαιρες.
Καταρχάς πρέπει να τονιστεί ότι σε καμιά άλλη χώρα του πολιτισμένου κόσμου δεν γίνεται τέτοιος σαματάς για την διαδικασία εισόδου στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Θέλετε η παροιμιώδης έφεση των ελλήνων για τα γράμματα, θέλετε η παραδοσιακή αντίληψη που ταυτίζει τις σπουδές με την σίγουρη αποκατάσταση (πιθανόν συνδυαζόμενη με μια δουλειά στο στρατό ή το δημόσιο), στην Ελλάδα το όλο θέμα μοιάζει με καλά οργανωμένη εκστρατεία και είναι ίσως το μόνο που γίνεται με την εμπιστοσύνη του κόσμου ότι θα εκτελεστεί σωστά, οργανωμένα, χωρίς ατασθαλίες και με αξιοκρατικά κριτήρια.
Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον αξίζει να δίδεται τόση σημασία σε κάτι που κανονικά θα έπρεπε να είναι αυτονόητο για όσους επιθυμούν την περαιτέρω εξέλιξη των σπουδών τους. Άλλωστε πρωταρχικός στόχος του σχολείου δεν είναι να λειτουργεί ως εξεταστικό κέντρο για τα πανεπιστήμια αλλά ως χώρος διάπλασης χαρακτήρων και νόησης με κριτική σκέψη, με τέτοιον τρόπο ώστε να ενταχθούν τα παιδιά μας ως σωστοί πολίτες σε μια καλύτερη κοινωνία. Με το να μετατρέπουμε όμως τον στόχο αυτό σε δευτερεύοντα, αναδεικνύοντας ως πρωτεύοντα την επιτυχία στις εξετάσεις, αφαιρούμε από το σχολείο (γυμνάσιο και κυρίως λύκειο) σημαντικό μέρος της δυναμικής τους.
Επιτρέψτε μου να παραθέσω δύο αποσπάσματα που γράφτηκαν το ένα τη δεκαετία του 80 και το άλλο αυτήν του 90 για να δούμε πόσο λίγο έχει αλλάξει η φιλοσοφία των πραγμάτων μέσα στην τελευταία εικοσαετία. Το πρώτο απόσπασμα προέρχεται από άρθρο του καθηγητή Γ. Σηφάκη, στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» το 1987. Λέει μεταξύ άλλων και τα εξής: «…Κατά μια περίεργη αλλά όχι ανεξήγητη ειρωνεία, η χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό πτυχιούχων και κατά τεκμήριο «πεπαιδευμένων» πολιτών στην Ευρώπη βρίσκεται στις πιο καθυστερημένες χώρες της ηπείρου μας όσον αφορά στην παραγωγή αγαθών και την ποιότητα των υπηρεσιών της. Εντωμεταξύ, τα πανεπιστήμιά μας εξακολουθούν να χορηγούν τα διπλώματα με τις χιλιάδες κάθε χρόνο, τα οποία μπορεί να έχουν πολύ μικρή σχέση με το πραγματικό περιεχόμενο των σπουδών που υποτίθεται πως αντιπροσωπεύουν, έχουν όμως μεγάλη ονομαστική αξία ως επαγγελματικοί τίτλοι που απαιτούνται για τους τύπους της απασχόλησης και τα επαγγέλματα που αντιστοιχούν σ’ αυτά. Βραδέως αλλά ασφαλώς, οι περισσότεροι από τους πτυχιούχους θα καταφέρουν τελικά να εκπληρώσουν τη φιλοδοξία τους να απορροφηθούν από τις κρατικές υπηρεσίες και τα περιορισμένα, παραδοσιακά, ελεύθερα επαγγέλματα…».
Το δεύτερο απόσπασμα προέρχεται από άρθρο του Δ. Αραβαντινού σε εφημερίδα του 1998. Αναφέρει χαρακτηριστικά για τις πανελλήνιες εξετάσεις: «Η λύση όμως των εξετάσεων δεν είναι τίποτα άλλο παρά το άλλοθι εκείνο που χρειάζεται μια κοινωνία, όταν αδυνατεί ή αρνείται να παρέχει την ισότητα σε όλα τα μέλη της. Είναι η ίδια λογική που στηρίζει την «αξιοκρατία» και το μύθο του ευφυή μαθητή. […] Σ’ αυτήν τον ξέφρενο ανταγωνισμό μεταξύ υποψηφίων, που επί το ευπρεπέστερο καλείται άμιλλα, η κατάληψη της πρώτης θέσης σε ένα τμήμα ή μια σχολή δεν αποτελεί επίτευγμα. Ο διαχωρισμός του από τους άλλους δεν καλλιεργεί και πάλι τίποτα άλλο παρά το μύθο του «χαρισματικού ατόμου» που διαθέτει μεγαλύτερες από τους άλλους ικανότητες. Μια λογική που επιπλέον καλλιεργεί τον πρωταθλητισμό και όχι τη μάθηση ή καλύτερα την αξιοποίηση και ανάδειξη των ικανοτήτων κάθε ατόμου. Η διάκριση αυτή επιτρέπει τη διαιώνιση της αντίληψης εκείνης με την οποία η κοινωνική εκτίμηση δεν μετριέται με την προσωπικότητα, το χαρακτήρα, τις ευαισθησίες και τις ικανότητες του κάθε ατόμου, αλλά με τους τίτλους σπουδών, τους βαθμούς, τη θέση και τα πτυχία που κατέχει….»
Δεν θα ήθελα να προσθέσω περισσότερα. Αρκούμαι μόνο σε κάποιες επισημάνσεις. Τα άρθρα αυτά έχουν απόσταση δέκα ετών το ένα από το άλλο, και είκοσι με τριάντα χρόνια από την εποχή μας. Στο μεταξύ έχουν μεσολαβήσει μια – δυο «μεταρρυθμίσεις» στην εκπαίδευση.
Φαίνεται να έχει αλλάξει τίποτε; Δεν θα μπορούσαν μια χαρά να αναφέρονται σε σημερινές συνθήκες; Ας πάρουμε για παράδειγμα τις τελευταίες πανελλαδικές εξετάσεις. Τα παιδιά μας, ως Άρτα, πήγαν αρκετά καλά, μάλιστα στις στατιστικές του υπουργείου Παιδείας είμαστε μεταξύ των υψηλόβαθμων νομών σε δύσκολες κατευθύνσεις, όπως η θετική. Σε λίγες μέρες, όμως, που θα πρέπει να υποβάλλουν το μηχανογραφικό τους, λίγα από αυτά τα παιδιά θα τα βρούμε κατασταλαγμένα για το τι θέλουν να κάνουν στη ζωή τους. Δεν είναι φαινόμενο των τελευταίων ετών της κρίσης αυτό, όχι. Είναι δείγμα του πόσο ανοργάνωτη είναι η Παιδεία μας, αφού δεν έχει οριοθετήσει στόχους, δεν έχει σύνδεση με την παραγωγή και δεν φροντίζει να δημιουργήσει έναν ενιαίο τρόπο σκέψης ως συνεκτικό κρίκο της κοινωνίας μας.
Φτάνουμε έτσι να έχουμε επιτυχόντες που ενώ γνωρίζουν πού θέλουν να περάσουν, δεν ξέρουν ακριβώς τι θέλουν να κάνουν στη ζωή τους. Δεν είναι τραγικό αυτό το πράγμα; Αφήνω τους μη επιτυχόντες οι οποίοι βρίσκονται σε δυσχερέστερη θέση. Έχουμε σκεφτεί τι ξέρει να κάνει ένα παιδί που τελειώνει το γενικό λύκειο; Η απάντηση είναι απλή. Τίποτα συγκεκριμένο! Δεν έχει καμιά ειδίκευση, δεν έχει κανένα πτυχίο (γλώσσας, υπολογιστών, κάτι τέλος πάντων) και είναι έρμαιο του οποιουδήποτε επιτήδειου ιδιώτη ή πολιτικού, με στόχο μια θέση (κάποια οποιαδήποτε) στο δημόσιο.
Μπορεί, στις σύγχρονες συνθήκες να προχωρήσει αυτό το σύστημα; Οπωσδήποτε όχι! Αν δεν υπάρξει κοινωνική, διακομματική συνεννόηση και εθνική στρατηγική για την παιδεία και την ανάπτυξη, τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει. Επίσης: απ’ ό,τι φαίνεται τα δύσκολα αρχίζουν μετά την επιτυχία στις εξετάσεις, όταν αρχίζει η πίεση για γρήγορο πτυχίο κι ένταξη στην παραγωγή (εκεί και τότε είναι τα πραγματικά δύσκολα θέματα!). Γι’ αυτό δεν χρειάζεται να ανάγουμε την επιτυχία στις πανελλαδικές εξετάσεις σε ζήτημα ζωής και θανάτου. Ας δούμε το πράγμα στην πραγματική του διάσταση και η επιτυχία θα έρθει από μόνη της.
Source: Arta News