Λίγο το νομοσχέδιο (νόμος πλέον που πέρασε από τη βουλή με τη διαδικασία του κατεπείγοντος) για τις νέες (ας πούμε) δομές της εκπαίδευσης, λίγο το θέμα των πανελλαδικών εξετάσεων, καταφέραμε πάλι και καλοκαιριάτικα η εκπαίδευση αποτελεί ζήτημα επικαιρότητας. Στην πραγματικότητα, τόσο η Παιδεία (η αγωγή των νέων μας και η διαμόρφωσή τους σε ολοκληρωμένους πολίτες με κριτική σκέψη και αυτόβουλη ενεργητικότητα), όσο και η Εκπαίδευση (η θεσμοθετημένη διαδικασία προώθησης της παιδείας μέσα από τα σχολεία) θα έπρεπε να βρίσκονται στις πρώτες θέσεις της επικαιρότητας διαρκώς και μονίμως, καθόσον μέσα από τις διαδικασίες αυτές διαμορφώνονται οι μελλοντικοί πολίτες. Γι’ αυτό και τα προηγμένα κράτη ή τουλάχιστον τα κράτη που σέβονται τον εαυτό τους θέτουν ως έναν από τους πλέον πρωταρχικούς τους στόχους την αναβάθμιση της εκπαίδευσης και τον καθορισμό του τύπου της Παιδείας που επιθυμούν για τους νέους τους. Η Ελλάδα θέλει να γίνει ένα προηγμένο κράτος (δεν είμαι και πολύ σίγουρος για το κατά πόσον σέβεται τον εαυτό της), αλλά πάει να το πετύχει αυτό εφαρμόζοντας μια εντελώς αποσπασματική πολιτική στον τομέα της εκπαίδευσης και αποσπώντας τον τομέα αυτό από το γενικότερο πλαίσιο της εν γένει αγωγής των νέων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του γεγονότος αυτού είναι ότι μέχρι τώρα κανείς (σε θεσμικό επίπεδο από το υπουργείο μέχρι τους συνδικαλιστικούς φορείς και τα κόμματα) δεν δέχεται ότι θα πρέπει να υπάρξει ένα ενιαίο κοινά αποδεκτό εικοσαετές εθνικό σχέδιο για την εκπαίδευση!
Το πρόβλημα δεν εντοπίζεται, όμως, μόνο εκεί. Φαίνεται ότι υπάρχει μια βαθύτερη παρανόηση που ελλοχεύει ακόμα και στους πλέον αρμόδιους για τη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής, και σχετίζεται με το ποιους θεωρούμε υπεύθυνους για τη λειτουργία της παιδαγωγικής πράξης και της εκπαιδευτικής διαδικασίας ή (για να είμαι πιο ακριβής) ποιους θεωρούμε ως αποκλειστικά υπεύθυνους για το θέμα αυτό. Η παρανόηση αυτή (αν δεν είναι σκόπιμη παραπλάνηση) εντοπίστηκε και φέτος στη διατύπωση του θέματος έκθεσης των πανελλαδικών εξετάσεων, στο οποίο διαγωνίστηκαν οι χιλιάδες υποψήφιοι για τα Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι. (ή υπό συγχώνευση Α.Ε.Ι., δεν είμαι απολύτως σίγουρος, μετά και τις τελευταίες εξελίξεις στο θέμα του δικού μας ΤΛΠΜ), την Παρασκευή που μας πέρασε. Από τους μαθητές ζητούνταν να γράψουν ένα άρθρο σε μαθητική εφημερίδα όπου θα έπρεπε να υποστηρίξουν σε ένα πρώτο ζητούμενο ότι το σχολείο οφείλει, παράλληλα με την εκπαιδευτική, να ασκεί και παιδευτική λειτουργία, και σε δεύτερο ζητούμενο να προτείνουν (και μάλιστα αιτιολογημένα), τρόπους με τους οποίους εκπαιδευτικοί και μαθητές μπορούν να συμβάλλουν στην ενίσχυση του παιδευτικού ρόλου του σχολείου. Ακριβώς αυτή η εστίαση μόνο στους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές είναι που με ανησυχεί ως προς την αντίληψη που διατηρούν οι υπεύθυνοι για τη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής στον τόπο μας.
Για να το «κάνω πιο λιανά», όπως λέμε, θα πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι το σχολείο δεν αποτελεί χώρο εργαστηριακών πειραμάτων, αποκομμένο από την κοινωνική πραγματικότητα που το περιβάλλει. Μ’ άλλα λόγια, δε μπορείς να θεωρείς πως όσα συμβαίνουν στην κοινωνία δεν θα έχουν αντίκτυπο και στη σχολική λειτουργία, όπως ακριβώς και η εκπαιδευτική διαδικασία επιδρά, εν τέλει, και στη διαμόρφωση των μελλοντικών κοινωνιών. Το σχολείο συνδέεται άμεσα και λειτουργικά με τις οικογένειες των μαθητών που φοιτούν σ’ αυτό ( με σύνδεση που αφορά όχι μόνο τα διαδικαστικά στοιχεία αλλά και αμιγώς παιδαγωγικά όπως η συμπεριφορά μέσα στην ομάδα, άρα και στην τάξη, το γλωσσικό και πολιτισμικό υπόβαθρό κ.λπ.), με τους εποπτεύοντες το χώρο του φορείς (Δήμο, Επιτροπές Παιδείας, Υπουργείο, Περιφερειακή και Νομαρχιακή Διεύθυνση κ.λπ.), καθώς και με τον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο ο οποίος μπορεί να στηρίξει ή να αποθαρρύνει πρωτοβουλίες ή δράσεις του σχολείου (για να φέρω ένα παράδειγμα, η κοινωνία του Κομποτίου, μέσω του πολιτιστικού συλλόγου ενθάρρυνε και στήριξε την απόφαση των μαθητών να ταξιδέψουν στο εξωτερικό). Αυτό σημαίνει ότι οι μαθητές και οι εκπαιδευτικοί μπορεί να είναι οι βασικοί παράγοντες ολοκλήρωσης της παιδαγωγικής λειτουργίας, αλλά δε μπορεί και δεν πρέπει να λογίζονται ως οι μόνοι τέτοιοι και δεν θα πρέπει να αφήνονται στην τύχη τους.
Ποιες πρωτοβουλίες θα μπορούσαν να αναλάβουν μαθητές και εκπαιδευτικοί, για παράδειγμα, όταν το θεσμικό πλαίσιο του λυκείου είναι άμεσα εξαρτημένο από τις εισαγωγικές εξετάσεις για το πανεπιστήμιο; Με ποιον τρόπο θα μπορούσαν να συνδέσουν εκπαιδευτική και παιδαγωγική λειτουργία όταν το όλο σύστημα είναι τόσο εξεταστικοκεντρικό και τόσο συγκεντρωτικό που δεν επιτρέπει παρέκκλιση από την ύλη; Ποια μαθητοκεντρική διδασκαλία θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες διεκπεραίωσης της ύλης που παρακολουθείται μάλιστα κάθε μήνα με ειδικά έντυπα; Για να μην πούμε και για τη δημιουργικότητα και την κριτική ικανότητα που μπαίνουν πάντα στο περιθώριο στο βωμό των εξετάσεων! Πέρυσι ξεκίνησε η εφαρμογή του καινοτόμου (είναι η αλήθεια) θεσμού των δημιουργικών εργασιών με τρόπο εντελώς πρόχειρο και χωρίς κάποια ορθολογική στόχευση. Οι εκπαιδευτικοί επιμορφώθηκαν (λέμε τώρα για επιμόρφωση 5 ωρών σε μια μέρα) στον τρόπο εκπόνησης των εργασιών αυτών, όπως είχαν διενεργηθεί, μόνο και μόνο για να ενημερωθούν ένα μήνα μετά την έναρξη των μαθημάτων ότι ο τρόπος έχει αλλάξει!
Και σε ποιους χώρους θα συμβούν όλες αυτές οι καταπληκτικές πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν να αναλάβουν εκπαιδευτικοί και μαθητές (χωρίς τη συνεργασία των γονέων και κηδεμόνων;) ώστε να αναβαθμίσουν την παιδαγωγική λειτουργία της εκπαίδευσης; Σε αίθουσες μετωπικής διάταξης των 26-27 μαθητών, χωρίς βασικές υποδομές; Σε γραφεία (ο Θεός να τα κάνει) διδασκόντων όπου δύο και περισσότεροι διδάσκοντες μοιράζονται από ένα συρτάρι και στη συνεδρίαση του συλλόγου δεν φτάνουν οι καρέκλες για όλους; Σε σχολεία όπου 25 τουλάχιστον εκπαιδευτικοί θα πρέπει να δουλέψουν ταυτόχρονα σε έναν υπολογιστή; Με ποια οικονομική και υλικοτεχνική υποστήριξη από την Πολιτεία; Σε ένα ιδανικό σχολείο οι αίθουσες θα είχαν κλιματισμό για το καλοκαίρι και επαρκή θέρμανση για το χειμώνα, οι διδάσκοντες θα είχαν χώρους εργασίας αξιοπρεπείς, οι υποδομές θα υπήρχαν ώστε όχι μόνο πρωτοβουλίες αλλά θαύματα θα μπορούσαν να κάνουν!
Αν αυτή τη στιγμή η ελληνική εκπαίδευση καταφέρνει και «βγάζει» στο εξωτερικό επιστήμονες που διαπρέπουν, είναι διότι τόσο οι μαθητές όσο και οι εκπαιδευτικοί (στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα) υπερβάλλουν εαυτούς κάτω από αντίξοες συνθήκες και με υποχρηματοδότηση από την Πολιτεία η οποία δεν παρέχει ούτε στοιχειώδη επιμόρφωση ούτε οικονομική υποστήριξη για παρακολούθηση συνεδρίων ή επιστημονική εξέλιξη. Οι δύο αυτοί παράγοντες της εκπαίδευσης παλεύουν χρόνια τώρα μόνοι τους. Οι εκπαιδευτικοί θα συνεχίσουν να το κάνουν γιατί γι’ αυτό έγιναν εκπαιδευτικοί. Ας σταματήσουν όμως οι υπεύθυνοι τα παραμύθια και ας ασχοληθούν με την απτή πραγματικότητα!
Source: Arta News