Με την παράσταση από το θεατρικό εργαστήρι του «ΣΚΟΥΦΑ», ολοκληρώθηκε για φέτος η περιήγησή μας στις ευρωπαϊκές χώρες της Δυτικής Μεσογείου από τα θεατρικά σχήματα της πόλης μας και ταυτόχρονα κι ένας κύκλος τους. Έχοντας ξεκινήσει από την Ισπανία με το έργο «Ροδάκινο κομπόστα» της Α.Θ.Ο.Α., συνεχίζοντας στη Γαλλία με το «Θεό της σφαγής» του «ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ» και το «Δείνο ηλιθίων» των «ΥΦΟ-ΠΟΙΩΝ», πηγαίνοντας κατόπιν στην Ιταλία με το «Αχ αυτά τα φαντάσματα» της Α.Θ.Ο.Α., ο κύκλος ολοκληρώνεται με επιστροφή στην Ισπανία και τη «Θαυμαστή μπαλωματού» του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Ο Λόρκα δεν είναι άγνωστος στο ελληνικό κοινό, ούτε και σ’ αυτό της πόλης μας, καθώς έργα του έχουν ανεβεί στο παρελθόν από τις εντόπιες θεατρικές σκηνές. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά ταλέντα της Ισπανίας και ο πρόωρος θάνατός του (εκτελέστηκε από Φρανκικούς στην έναρξη του ισπανικού εμφυλίου πολέμου) διέκοψε πρόωρα τη λογοτεχνική (ποιητική και θεατρική του παραγωγή).
Στα πιο γνωστά του έργα, ο Λόρκα επιχειρεί το συγκερασμό δράματος και ποίησης, με κεντρικά του θέματα την αγάπη, την περηφάνια, το πάθος και το βίαιο θάνατο, τα οποία σημάδεψαν και τη δική του ζωή. Τα τρία πρώτα στοιχεία εντοπίζονται εύκολα και στο έργο του «Θαυμαστή μπαλωματού» (ή σε πιο πεζή μετάφραση «αξιοθαύμαστη σύζυγος του τσαγκάρη»), με το θάνατο απλώς έμμεσα να υπονοείται στην καταληκτική σκηνή του έργου. Η ηρωίδα του τίτλου είναι η γυναίκα ενός τσαγκάρη που άτολμος και υποχωρητικός από χαρακτήρα παντρεύεται στα πενήντα του χρόνια, επειδή ως τώρα φοβόταν τις γυναίκες και το γάμο. Η κοπέλα όμως που παίρνει για σύντροφο της ζωής του, μια εικοσάχρονη και καλοφτιαγμένη χωριατοπούλα, είναι το άκρως αντίθετο του: ζωηρή και κοινωνική, ιδιαίτερα όταν νταραβερίζεται με τους άντρες, φτάνει στην πιο άγρια επιθετικότητα όταν πρόκειται να διεκδικήσει τα δικαιώματα της. Αποτέλεσμα: ο φουκαράς ο τσαγκάρης, με τον οποίο έρχεται σε προστριβή κάθε μέρα, παίρνει των ομματίων του, εγκαταλείποντας την, ενώ το χωριό, ιδιαίτερα οι γυναίκες, τα βάζει μ’ εκείνην γι’ αυτή την εγκατάλειψη. Ύστερα από καιρό, κι ενώ «Η θαυμαστή μπαλωματού» έχει μετανιώσει για τη συμπεριφορά της απέναντι στον άντρα της ένας περαστικός φασουλής δίνει μια παράσταση σχετική με το αταίριαστο ζευγάρι, και στο τέλος της παράστασης, αφού βεβαιωθεί για το μετάνιωμά της, αποκαλύπτει πως είναι ο τσαγκάρης μεταμφιεσμένος, και ζουν αυτοί καλά κι εμείς ακόμα καλύτερα.
Σε μια πρώτη ανάγνωση, το έργο, πέρα από τη διάχυτη ιλαρότητα που το περιβάλει, φαίνεται να μην υπόσχεται τίποτε άλλο. Ωστόσο δεν πρόκειται για μια απλοϊκή κωμωδία προσώπων ή καταστάσεων. Μια προσεκτικότερη μελέτη μας οδηγεί να κατανοήσουμε ότι το έργο λειτουργεί ως συμβολισμός πολλών επιπέδων, όπως εξάλλου και ο ίδιος ο Λόρκα αναφέρει στην εισαγωγή του. Κατ’ αρχάς, φέρνει στην επιφάνεια όλες εκείνες τις σχέσεις που χαρακτηρίζουν τις μικρές και κλειστές κοινωνίες. Σε πολλές των περιπτώσεων κρίνουμε πρόσωπα με βάση τις φήμες που κυκλοφορούν γι’ αυτά και όχι την πιθανή πραγματική επαφή που οφείλουμε να έχουμε μαζί τους πριν αποφανθούμε για οτιδήποτε. Εξάλλου, και με δεδομένα τα ιστορικά γεγονότα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Λόρκα ίσως προτείνει ότι το παλαιό, το συντηρητικό, θα μπορούσε κάλλιστα «να παντρευτεί» και να προοδεύσει μαζί με το καινούριο, αφήνοντας πίσω τα κοινωνικά στεγανά, τις υπάρχουσες προκαταλήψεις και υποκρισίες. Στοιχείο συμβολισμού είναι και η απουσία των ονομάτων των ηρώων. Αναφέρονται μόνο με τους κοινωνικούς ρόλους του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζουν και δρουν (Μπαλωματής, Μπαλωματού, Δήμαρχος, Παιδί, Γειτόνισσες). Επίσης, ένα ακόμη στοιχείο συμβολισμού είναι και η ενδυματολογική πρόταση του Λόρκα για τις γυναίκες-γειτόνισσες, σε ότι αφορά τη χρωματολογική εκδοχή τους. Ονόματα και χρώματα κοστουμιών παραπέμπουν στη σημαία της Ισπανίας και των επαρχιών της, αλλά και σε συμβολισμούς πολιτικών και κοινωνικών φαινομένων (σοσιαλισμός, κομμουνισμός, φασισμός, εθνικισμός…)
Ένα τέτοιο έργο, προκειμένου να συγκινήσει το κοινό του θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με προσοχή και σεβασμό, χωρίς αχρείαστες προσθήκες ή προσπάθειες προσαρμογής στη σύγχρονη πραγματικότητα. Η σκηνοθεσία της Έλλης Μάνθα ακολούθησε τη γραμμή αυτή και κράτησε το έργο στα επίπεδα που του ταιριάζουν. Η σκηνοθέτις καθοδήγησε τους ηθοποιούς με τρόπο που να πιστέψουμε πως ό,τι βλέπουμε επί σκηνής είναι ένα παραμύθι που θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα. Με τον τρόπο αυτό αξιοποίησε και την (λογικά υπαρκτή) σχετική απειρία των ηθοποιών και ανέδειξε το στοιχείο του λαϊκού παραμυθιού που τόσο γοήτευε τον Λόρκα και υπάρχει εμφανώς στο έργο αυτό.
Οι ηθοποιοί ανταποκρίθηκαν στις απαιτήσεις της παράστασης, με τρόπο που δίνει εχέγγυα για ελπιδοφόρα συνέχεια του εργαστηρίου. Η Κυριακή Κετιπίδου, ως συγγραφέας στην εισαγωγή του έργου, είναι πειστική στο ρόλο και μας βοηθάει να μπούμε στο πνεύμα του έργου. Ως «κίτρινη γειτόνισσα», δίνει μια ακόμα πιο πειστική απεικόνιση της κουτσομπόλας «κατίνας» της διπλανής πόρτας που ανακατεύεται εκεί που δεν τη σπέρνουν. Οι άλλες γειτόνισσες, Φωτεινή Τσαδήμα, ως «καφέ γειτόνισσα», Λυδία Βασιλείου, ως «μπλε γειτόνισσα» και Άννα Μαρία Κτιστάκη ως «πράσινη γειτόνισσα», συνθέτουν (μαζί με την «κίτρινη») ένα απολαυστικό κουαρτέτο κουτσομπολιού αλλά και πικρόχολης κριτικής που παρουσιάζεται ως κοινωνικό ενδιαφέρον. Οι αντιδράσεις του προσώπου καθεμιάς, η κινησιολογία και το ύφος τους αντισταθμίζουν κάποιες εκφραστικές αδυναμίες που εντοπίζονται σε κάθε ερασιτεχνική παράσταση. Η Θεοδώρα Σιώρου, ως Κορίτσι, αποδίδει φυσικά την παιδική ειλικρίνεια και αφέλεια που απαιτεί ο ρόλος της. Η Εύη Πελούμπη, στον πρωταγωνιστικό ρόλο της μπαλωματούς, πείθει για το άστατο και διεκδικητικό του χαρακτήρα της και ερμηνεύει ορθά τις συναισθηματικές μεταπτώσεις που απαιτεί ο ρόλος, ίσως με μικρές υπερβολές σε κάποια σημεία.
Ο Θανάσης Κουτσούνης, ως Δήμαρχος, διεκπεραιώνει με άνεση ένα ρόλο κόντρα στην ηλικία του, «παίζοντας» με το χαρακτήρα του ρόλου αυτού και καταφέρνοντας να αναδείξει έναν τοπικό άρχοντα γυναικά και υποκριτή. Ο Μιχάλης Ψαροβασίλης, ως «νέος με ζωνάρι», δίνει πολύ καθαρά την έκφραση των ερωτικών του συναισθημάτων προς την ηρωίδα και δικαιολογεί την τελική κατάληξή του, ενώ ο Νικόλα Μόσχος, ως «νέος με καπέλο», αναδίδει την υπερβολή που απαιτεί ο «μάτσο» χαρακτήρας του, ώστε να γίνει κατανοητή αυτή η κατάληξη. Ο Παντελής Σιώζος, ως «Δον Κοτσύφης», ερμηνεύει πειστικά τον ερωτοχτυπημένο μεσήλικα. Ο Φώτης Παπαφώτης, στον κεντρικό ρόλο του μπαλωματή, αποδίδει τόσο με την κίνηση, όσο και με το ύφος τη διλημματική κατάσταση του χαρακτήρα του στην αρχή και υποστηρίζει πειστικά την αποκαλυπτική σκηνή του τέλους.
Η σκηνογραφία του Γιάννη Κράβαρη εξυπηρετεί την πλοκή και υποστηρίζει το έργο. Τα κοστούμια, σε επιμέλεια Ειρήνης Νάκου, παραπέμπουν στην ισπανική ύπαιθρο της εποχής. Η μουσική, σε επιμέλεια Κυριακής Κετιπίδου και Έλλης Μάνθα, δένει αρμονικά με την όλη υπόθεση, όπως και οι φωτισμοί του Γιώργου Νικολακόπουλου. Είναι μια παράσταση που δικαιώνει το θεατρικό εργαστήρι και την υπεύθυνη λειτουργίας του, κα Αγγελική Κολιού-Κολιούλη, αποτελεί ενθαρρυντικό δείγμα για το μέλλον και αφήνει υποσχέσεις για συνέχεια αντάξια της μεγάλης ιστορίας του θεατρικού τμήματος του «ΣΚΟΥΦΑ»!
Source: Arta News